Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Μεθοδεύσεις για αναβολή της απόφασης του ΣτΕ για το μνημόνιο


■Θορυβημένη η κυβέρνηση Παπανδρέου - ΔΝΤ από τις προσφυγές και το κλίμα που διαμορφώνεται στον χώρο της Δικαιοσύνης
■Αν «μπλοκαριστεί» το μνημόνιο, θα καταφύγουν σε νομοθετικά διατάγματα για να συνεχιστούν οι περικοπές των επιδομάτων
■Συνεχίζονται οι προσφυγές κατά του μνημονίου ενώ ήδη υποβλήθηκε άλλη μία από τον Δικηγορικό Σύλλογο Καλαμάτας
Η κυβέρνηση έχει θορυβηθεί από τα «μηνύματα» που φθάνουν στο Μαξίμου αλλά και από το κλίμα που υπάρχει στο ΣτΕ, ότι οι προσφυγές θα γίνουν δεκτές και θα κριθούν αντισυνταγματικές οι περικοπές των επιδομάτων, των μισθών και των συντάξεων, που είναι νομοθετημένα. Νομικοί κύκλοι τονίζουν εν προκειμένω ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να παρεκκλίνει του εαυτού του, εννοώντας ότι πάντα σε μεγάλες κρίσιμες στιγμές προχώρησαν σε αποφάσεις που ήταν σε ευθεία γραμμή με το λαϊκό αίσθημα.
Η κυβέρνηση πάντως, ανεξάρτητα από το αν θα ευδοκιμήσουν οι «μεθοδεύσεις» που γίνονται στο παρασκήνιο για να παραπεμφθεί το θέμα στο Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος και μέχρι να βγει η απόφαση τα μέτρα να συνεχίσουν να ισχύουν, σχεδιάζει τις κινήσεις της σε συσκέψεις κορυφαίων στελεχών της με γνωστούς συνταγματολόγους και νομικούς που στηρίζουν τις εντολές του Μνημονίου, ώστε στην περίπτωση που τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίψει τις περικοπές, να μην επιφέρει ανατροπή των μέτρων.
Και σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θα καταφύγει σε νομοθετικά Προεδρικά Διατάγματα, με τα οποία θα συνεχιστεί η ισχύς των περικοπών των επιδομάτων.
Βέβαιο είναι ότι μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και από την αντιπολίτευση, αλλά και από τους κοινωνικούς φορείς και τους εργαζόμενους, ενώ θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, που, υπογράφοντας τα Προεδρικά Διατάγματα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον κόσμο που πλήττεται.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Παπούλιας βρέθηκε σʼ ένα τέτοιο κλίμα όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να περάσει αλλαγές στα εργατικά με Προεδρικό Διάταγμα, αλλά προ του κύματος των αντιδράσεων που υπήρξαν και των εκκλήσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και των συνδικάτων προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακρούσει πρύμναν και έφερε στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο, προφανώς έπειτα από παρέμβαση προς τον πρωθυπουργό του κ. Παπούλια.

Ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι οι κανόνες του Μνημονίου
Στους νομικούς κύκλους είναι κοινή η θέση ότι το Μνημόνιο αποτελεί συνθήκη και σύμφωνα με το Σύνταγμα χρειάζεται νομοθετική κύρωση για να ισχύσουν οι δεσμεύσεις που έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση.
Όπως σημειώνει, ο γνωστός δικηγόρος του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνης Αργυρός:
«Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος, υπερισχύει κάθε άλλου κανόνα Δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο Εσωτερικό Δίκαιο είτε στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, όπως αυτοί ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας. Σύμφωνα και με το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι οι δικαστές υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους συνάδοντες προς αυτό (κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος) νόμους, ο έλληνας δικαστής επιλύει τις αγόμενες ενώπιόν του διαφορές εφαρμόζοντας, σε συνταγματικό επίπεδο, αποκλειστικώς και μόνον τις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος. Όταν ακόμη, διά νόμου, οι διεθνείς συμβάσεις έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη μας, όσοι από τους κανόνες τους δεν συμβαδίζουν προς το Σύνταγμα είναι ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι.
Έτσι οι κανόνες του Μνημονίου, αλλά και των επιμέρους νόμων, συμβάσεων και κανονιστικών πράξεων εφαρμογής του, που δεν συνάδουν προς το Σύνταγμα είναι επίσης ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι. Εν όψει και του άρθρου 120 παρ. 2 του Συντάγματος: “Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση” και είμαι βέβαιος ότι αυτό θα κατευθύνει τις σκέψεις των δικαστών του ΣτΕ στους οποίους δεν μπορεί να καταλογιστεί μέχρι σήμερα η έλλειψη γενναιότητας».

Μεθόδευση για απόφαση μετά από χρόνια...
Επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες για μεθοδεύσεις που γίνονται ώστε να αποτραπεί η έκδοση τώρα απόφασης κατά του Μνημονίου από το Συμβούλιο της Επικρατείας και να βγει μετά από χρόνια και καιρούς, όταν πλέον πρακτικά δεν θα σημαίνει τίποτα, αφού ως τότε το Δημόσιο θα συνεχίσει να «εισπράττει» από την περικοπή των επιδομάτων από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, ο κ. Αντώνης Αργυρός αποκαλύπτει:
«Υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε από αρμόδιες πηγές της ΕΕ: “Κανένα ελληνικό δικαστήριο δεν είναι νομικά σε θέση να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει τη συμφωνία που υπέγραψε η Ελλάδα και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή του Μνημονίου για την εξυγίανση της οικονομίας της. Αυτήν την κατηγορηματική διαβεβαίωση μάς έδωσαν καλά πληροφορημένες πηγές της Νομικής Υπηρεσίας της Κομισιόν. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το Μνημόνιο συνιστά διεθνή συμφωνία (Ελλάδα, χώρες Ευρωζώνης, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και ως διεθνής συμφωνία αποτελεί τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, δηλαδή της κοινοτικής νομοθεσίας. Αν οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια, ζητώντας από αυτά να κρίνουν ολόκληρο ή τμήμα του Μνημονίου αντισυνταγματικό -έλεγαν οι ίδιες πηγές- το ελληνικό δικαστήριο θα θέσει προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη συνταγματικότητα ή όχι της συμφωνίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο με τη σειρά του θα αποφανθεί ότι αυτό -ως τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, της κοινοτικής νομοθεσίας- υπερέχει των ελληνικών νόμων και του ίδιου του Συντάγματος της Ελλάδας και κατ' επέκταση δεν μπορεί ούτε να ακυρωθεί είτε στο σύνολό του είτε σε κάποια ή κάποιες από τις συμφωνημένες διατάξεις του.” (Ο κοινοτικός αξιωματούχος -εκπρόσωπος της Κομισιόν-, που εξέφρασε τις παραπάνω απόψεις, είχε υπόψη του ότι το ΣτΕ στην περίπτωση του “βασικού μετόχου” με την 3670/2006 απόφασή του έστειλε το ζήτημα στο ΔΕΚ με προδικαστικό ερώτημα). Έτσι είναι δυνατόν στις εκκρεμείς υποθέσεις το ΣτΕ να επιφυλαχθεί να ερμηνεύσει τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις κατά τρόπο σύμφωνο με το Κοινοτικό Δίκαιο και μετά την απάντηση του ΔΕΚ επί του προδικαστικού ερωτήματος για την έννοια και το κύρος των κρισίμων διατάξεων και να ζητήσει από το ΔΕΚ να αποφανθεί (μετά πάροδο αρκετού χρόνου ή μάλλον χρόνων) εάν εθνικές ρυθμίσεις, όπως εκείνες του εφαρμοστέου στην κρινόμενη υπόθεση του ν. 3845/2010, είναι συμβατές με το Κοινοτικό Δίκαιο».

Πηγή : http://www.paron.gr/v3/new.php?id=58124&colid=&catid=34&dt=2010-08-29