Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
Η κινητικότητα στα Βόρεια σύνορά μας και τα ανέκδοτα του "μερίσματος ειρήνης"
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου είχε εξασφαλίσει την πρόσδεση της Ελλάδος σε μία ισορροπία τρόμου που την απάλλασε, ουσιαστικά, από την ευθύνη της αντιμετώπισης της απειλής από τα βόρεια σύνορά της. Παρέμενε, ασφαλώς, η ανάγκη παρουσίας ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων εκεί, αλλά ως θέατρο επιχειρήσεων ήταν συζευγμένο με τις ευρύτερες αντιπαραθέσεις ΗΠΑ – ΕΣΣΔ. Έτσι, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνθηκαν ανοικτά το 1974, η Ελλάς είχε την άνεση να κάνει σημαντικές μετακινήσεις στρατευμάτων από τα Α' και Γ' ΣΣ προς την ΑΣΔΕΝ για την ενίσχυση των νησιών, χωρίς να αισθανθει ιδιαίτερη ανησυχία.
Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ ήταν για την Ελλάδα, από στρατηγικής απόψεως, το τέλος ενός αφύσικου διαλείμματος της Ιστορίας. Η ανακούφιση για την έκλειψη του “κομμουνιστικού” κινδύνου υπήρξε το 1990 μάλλον χλιαρή, ακριβώς γιατί μέχρι τότε δεν είχαμε υποστεί ιδιαίτερη εξωτερική πίεση από αυτόν. Την ειρήνη την εξασφάλιζε το δόγμα της Εξασφαλισμένης Αμοιβαίας Καταστροφής, ο Στρυμώνας ποτέ δεν ήταν το στενό της Φούλντα, και η παρουσία δύο αποστατών του Ανατολικού μπλοκ, της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας άμβλυνε πολύ περισσότερο την όποια απειλή. Η εξέλιξη της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987 υπήρξε χαρακτηριστική: ο ένας από τους δύο βασικούς πυλώνες της ελληνικής αντίδρασης υπήρξε η (έμπρακτη) υποστήριξη που η Ελλάς εξασφάλισε από την Βουλγαρία, προφανώς με την επίνευση της ΕΣΣΔ η οποία ήταν ιδιαίτερα ευτυχής από την ένταση στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Η περίοδος αμέσως μετά την πτώση του τείχους υπήρξε ευχάριστα παραπειστική. Η πλήρης αδυναμία των κρατών και η αποσάθρωση των κοινωνιών του Βορά έδωσε σε πολλούς την εντύπωση ότι εκεί τα προβλήματα εξέλιπαν ιστορικά. Από τους χαρακτηριστικά ανιστόρητους πολιτικούς ταγούς πήρξε η ψευδαίσθηση ότι:
1. η αδυναμία θα συνεχιστεί επ' άπειρον
2. ότι με την ευκαιρία που έχουν οι χώρες αυτές να ενταχθούν στον “προηγμένο δυτικό πολιτισμό”, που “έχει αφήσεις πίσω του τους εθνικιστικούς αταβισμούς”, τα προβλήματα των εθνικών ανταγωνισμών θα εκλείψουν ιστορικά, και θα ακολουθήσει μία μακρά ιστορική περίοδος πολιτικής αρμονίας.
Τόση είναι η πολιτική τους αντίληψη, τέτοια είναι η πολιτική τους παιδεία, τέτοια λένε. Φευ, όπως και ο ομοϊδεάτης Φουκουγιάμα, διαπιστώνουν ότι η Ιστορία δεν έχει τέλος...
Η απλή πραγματικότητα είναι ότι μετά από ένα αφύσικο διάλειμμα, η ιστορική αστάθεια της Χερσονήσου του Αίμου επανέρχεται φυσιολογικά. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί, ούτως ή άλλως αναμενόμενοι στο βαθμό που δεν υπάρχει αρχιτεκτονική ασφαλείας με εσωτερική, εγγενή ισορροπία κι ευστάθεια (κι όχι με παρόλες κι ευσεβείς πόθους) παροξύνονται από τα έντονα εθνοτικά προβλήματα, τις δημογραφικές ανισορροπίες και την επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων στο πλαίσιο των δικών τους ανταγωνισμών. Ενώ εμείς σαν έθνος προσπαθούμε αγχωμένα να χώσουμε το κεφάλι μας στην άμμο, όλο το πλέγμα που συγκροτούσαν οι ιστορικοί ανταγωνισμοί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα επανέρχεται εξ ίσου οξύ κι ακόμη πιο περίπλοκο.
Η Αλβανία που σφύζει δημογραφικά επιθυμεί την εθνική της ολοκλήρωση. Έχοντας ουσιαστικά εξασφαλίσει την επέκτασή της στο Κόσσοβο, επιδιώκει να κάνει το ίδιο με τα Σκόπια (με σημαντικές πιθανότητες) και με την Νότιο Ήπειρο (με μικρές πιθανότητες), και ταυτόχρονα τελεί συνεχώς υπό τον φόβο της Βορειοηπειρωτικής κοινότητας και των ιστορικών της δικαιωμάτων. Οι Σκοπιανοί είναι εμπλεγμένοι ανάμεσα στον φανατισμό του μακεδονισμού, την πίεση του αλβανικού στοιχείου, και την ισχυρότατη βουλγαρίζουσα τάση τους, ενώ όσο απειλούν την Ελλάδα – για ιδεολογικούς λόγους – άλλο τόσο τη φοβούνται λόγω της εκεί παρουσίας ισχυρών βλαχικών πληθυσμών. Οι Βούλγαροι έχουν έντονο το ενδιαφέρον για τα Σκόπια, τα οποία θεωρούν ιστορικό τους χώρο, έχουν έντονη ενόχληση από τον μακεδονισμό που αφ' ενός τους στερεί το δικό τους ρόλο αλλά μπορεί να εξελιχθεί και σε μία μικρή απειλή για αυτούς, έχουν δυσφορία έναντι της Ελλάδος διότι ούτε τις ιστορικές τους διεκδικήσεις για έξοδο στη θάλασσα ξεχνούν, ούτε ικανοποιούνται από το γεγονός ότι η Ελλάς – την οποία θεωρούν ιστορικό τους ανταγωνιστή – υπερέχει σημαντικά έναντι αυτών και τους αντιμετωπίζει υπεροπτικά. Κι επιπλέον, και κυρίως, ζουν με τον εντονότατο φόβο των Τούρκων έναντι των οποίων τρέφουν βαθειά απέχθεια αλλά τελούν και υπό το βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας στη χώρας τους. Η Τουρκία, στο πλαίσιο της φιλοδοξίας της για ηγεμονική παρουσία στην περιοχή, επιδιώκει τη στρατηγική επιρροή επί των χωρών αυτών, ιδίως με την Αλβανία, και μάλλον πιο συγκυριακά με τα Σκόπια, αφού και ιστορικά θεωρεί το χώρο δικό της πεδίο δράσεως, και θεωρεί ότι η επιρροή σε Αλβανία-Σκόπια-Βουλγαρία αποτελεί σημαντικό μοχλό πιέσεως στον μέχρι πρότινος στρατηγικό της αντίπαλο, την Ελλάδα.
Διαμορφώνεται έτσι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και ρευστό σκηνικό, που έχει τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:
i)τον ανταγωνισμό των βασικών εθνικών κρατών της περιοχής: Ελλάδας, Τουρκίας, Αλβανίας και Βουλγαρίας, (με τη Σερβία, δυστυχώς, να έχει τεθεί για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, εκτός ανταγωνισμού), με όρους λίγο-πολύ, raison d'etat.
ii)τον έντονο εθνοτικό ανταγωνισμό τόσο λόγω της ύπαρξης μειονοτήτων όσο και λόγω της ρευστής συνείδησης σημαντικών πληθυσμών
iii)την επίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, στο πλαίσιο των δικών τους ισορροπιών ισχύος, και οι οποίες ενισχύουν, παρωθούν κι εκμεταλλεύονται τους ανταγωνισμούς αυτούς (αλλά προσοχή: δεν τους δημιουργούν!).
iv) την ιδιαίτερα έντονη σύζευξη των εστιών έντασης, αφού λόγω της κατανομής των εθνικών πληθυσμών, η ανάφλεξη οποιασδήποτε εστίας έντασης μπορεί εύκολα, αν όχι αναπόφευκτα, να οδηγήσει σε γενικότερη ανάφλεξη κι εμπλοκή όλων.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν πολύ απλά, ότι αν μέχρι σήμερα η προσπάθεια αντιμετώπισης της τουρκικής επεκτατικότητας στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο μας έπεφτε λίγο δύσκολη, τα πράγματα θα επιδεινωθούν οδυνηρά στο μέλλον. Ενώ από το μέχρι τώρα παίγνιο είχαμε την δυνατότητα να απέχουμε, αφού ο αναβρασμός στο Βορά δεν είχε αντίκρισμα σε πραγματική ισχύ, τα πράγματα σταδιακά αλλάζουν, καθώς οι βόρειοι γείτονες ανασυγκροτούνται. Και η στρατηγική σύζευξη των απειλών, δηλαδή της τουρκικής απειλής, με απειλές από την Αλβανία ή τα Σκόπια, θα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες.
Ιδιαίτερα καθώς εμείς αρεσκόμαστε σε “υπερβάσεις των εθνικιστικών αταβισμών”, “μικρές κι ευέλικτες ένοπλες δυνάμεις”, κι άλλα επιτυχημένα ανέκδοτα.