Οι νέες προτάσεις για την υιοθέτηση της νομιμοποίησης ανοίγουν τον δρόμο.
Όταν ο Γιώργος ήθελε ελεύθερα τα μαλακά ναρκωτικά
Σε νέους νόμους για το θέμα των ναρκωτικών είναι έτοιμη να περάσει η κυβέρνηση, οι οποίοι σε συνδυασμό με παλαιότερες δηλώσεις του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, περί νομιμοποίησης των «ελαφρών» ναρκωτικών, δημιουργούν σκέψεις και αντιφάσεις. Με τις νέες μεταρρυθμίσεις που είναι στα «σκαριά», η νομοθεσία μας οδεύει προς αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών, με σκοπό να βρεθεί ένας τρόπος για την αποσυμφόρηση του βεβαρημένου σε πληθυσμό και ναρκωτικά σωφρονιστικού συστήματος. Η νέα νομοθεσία ανοίγει ένα μεγάλο κύκλο συζήτησης για το θέμα των ναρκωτικών με πολλές κοινωνικές προεκτάσεις.
Η ειδική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία συστάθηκε για την αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας των ναρκωτικών, εξετάζει σοβαρά μερικές ρηξικέλευθες προτάσεις. Βασικότερα συμπεράσματα είναι ότι με τις νέες ρυθμίσεις η κατοχή μικροποσότητας για ιδία χρήση, όταν διώκεται θα αποτελεί πταίσμα. Παράλληλα, τα «βαποράκια» θα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, οι εξαρτημένοι χρήστες, αντί για τη φυλακή θα οδηγούνται σε θεραπευτικά κέντρα, οι κακουργηματικές ποινές θα ξεκινούν από τα πέντε (αντί δέκα σήμερα) χρόνια, ενώ μπαίνουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την επιβολή ισόβιας κάθειρξης. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούν θέσεις που υποστηρίζει και το ΚΕΘΕΑ. Η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής φαίνεται να υιοθετεί μια ριζοσπαστική νομοθετική παρέμβαση με στόχο τον εξορθολογισμό των ποινών, οι οποίες σήμερα σε πολλές περιπτώσεις είναι αναχρονιστικές και εξοντωτικές.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα νομικού και δικαστικού ανορθολογισμού είναι το παράδειγμα της Μαριάνθης Πατσέλη, η οποία καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για κατοχή 12 γραμμαρίων ηρωίνης, επειδή το δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της ότι είναι τοξικοεξαρτημένη. Ακόμα ένα τρανταχτό παράδειγμα της αναχρονιστικής νομοθεσίας αποτελεί η υπόθεση του Παρασκευά Φωκιανού. Ο 36χρονος εργάζεται σε δήμο, έχει 4 ανήλικα παιδιά τα οποία συντηρεί ο ίδιος, έχει μόνιμη και σταθερή κατοικία, ενώ παράλληλα βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της Κοινωνικής Επανένταξης του 18ΑΝΩ. Στην πιο κρίσιμη φάση της θεραπείας του, λίγο πριν επανενταχθεί ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας με απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, οδηγήθηκε στη φυλακή. Από το 2007 εκκρεμούσε σε βάρος του κ. Φωκιανού ένταλμα σύλληψης, καθώς είχε λάβει μια δικαστική κλήση, η οποία ουδέποτε έφτασε στα χέρια του, σύμφωνα με τον ίδιο. Ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, όπου δικαζόταν για μια υπόθεση κλοπής. Κρίθηκε προφυλακιστέος, με το επιχείρημα ότι εσκεμμένα δεν παρουσιάστηκε. Ο ίδιος ζήτησε στη συνέχεια ενώπιον του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών την ανάκληση των όρων προφυλάκισής του και επιχείρησε να αποδείξει ότι δεν είχε λάβει ποτέ την επίμαχη δικαστική κλήση. Κοινωνική λειτουργός του προγράμματος 18ΑΝΩ εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο και διαβεβαίωσε υπεύθυνα ότι ο θεραπευόμενος βρίσκεται στην τρίτη και τελική φάση της θεραπευτικής διαδικασίας, συμμετέχει ενεργά σ’ αυτήν με πιστοποιημένη την αποχή από όλες τις ουσίες –μέσα από τοξικολογικό έλεγχο ούρων δύο φορές την εβδομάδα-, εργάζεται, συντηρεί και φροντίζει την πολυμελή οικογένειά του. Παρά και τη θετική εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναστολής των περιοριστικών όρων, κρίνοντάς τον ύποπτο διαφυγής και προφυλακιστέο. Υπενθυμίζεται ότι οι Κώστας Ριζόπουλος και Αχιλλέας Δεσποτάκης, επίσης απεξαρτημένοι μέσω του προγράμματος 18ΑΝΩ, καταδικάστηκαν πριν από λίγους μήνες σε τετραετή φυλάκιση για μία ληστεία ζάντας και για κατοχή μικροποσότητας ηρωίνης αντίστοιχα, αδικήματα που σημειώθηκαν χρόνια πριν και υπό την επήρεια ουσιών. Και στην περίπτωση αυτή, το 18ΑΝΩ ζήτησε την αναστολή των δύο δικαστικών αποφάσεων, καθώς «μέσα στη φυλακή ο απεξαρτημένος κινδυνεύει να πέσει και πάλι στις ουσίες που διακινούνται σε αφθονία εντός των φυλακών».
Διαφορετικά ποινές και στην Ε.Ε.
Περισσότεροι από τους μισούς κρατούμενους έχουν παραβιάσει τον νόμο περί ναρκωτικών (περίπου 6.000 άτομα). Είναι στην πλειονότητά τους μικροδιακινητές, μικροκακοποιοί, εξαρτημένοι χρήστες, αλλά και πάνω από 900 ισοβίτες, οι περισσότεροι των οποίων έχουν καταδικασθεί ως έμποροι ναρκωτικών. Αντίθετα, σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης, οι εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις ναρκωτικών τιμωρούνται με πολύ ελαφρύτερες ποινές. Συνήθεις πράξεις διακίνησης τιμωρούνται με φυλάκιση ενός-δυο ετών, αντί των πολυετών καθείρξεων που επιβάλλουν τα ελληνικά δικαστήρια. Η εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης, Χ. Καστανίδη προς τα μέλη της επιτροπής είναι να προχωρήσουν σε όσες τομές θεωρήσουν αναγκαίες. Με δεδομένο ότι η επιτροπή υιοθετεί ριζικές αλλαγές, το ζήτημα είναι πλέον καθαρά πολιτικό.
Οι προτάσεις αναλυτικά
1 Η αποποινικοποίηση της χρήσης στηρίζεται στο δικαίωμα αυτοδιακινδύνευσης που έχει κάθε ελεύθερο άτομο. Έτσι, θεωρείται αδιανόητο να τιμωρείται ποινικά και να διαπομπεύεται κοινωνικά όποιος συλλαμβάνεται απλώς να κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών.
2 Η αποποινικοποίηση της χρήσης συνδυάζεται με πολύ ελαφρές κυρώσεις και για την κατοχή ναρκωτικών προς ιδία χρήση. Η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι εάν κριθεί επιλήψιμη, να τιμωρείται ως πταίσμα.
3 Διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση των μικροδιακινητών. Τα γνωστά μας «βαποράκια» προτείνεται να τιμωρούνται με ποινές σε βαθμό πλημμελήματος.
4 Διευρύνεται και γίνεται αναλογικότερο το πλαίσιο ποινών στα κακουργήματα. Προτείνεται η επιβολή κάθειρξης να ξεκινά από τα 5 έτη, και όχι τα 10 που είναι σήμερα. Παραμένει η κλιμάκωση ώς τα ισόβια αλλά για πολύ βαριές και διακεκριμένες περιπτώσεις εμπορίας, π.χ. εις βάρος ανηλίκων, με όπλα, στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κ.ά..
5 Υπάρχει η σκέψη να καθορίζεται η βαρύτητα της κατηγορίας και της ποινής για τα κακουργήματα, όχι από την ποσότητα αλλά από την αξία των ναρκωτικών. Αυτό ίσως εξομαλύνει τη συχνά δυσανάλογη μεταχείριση εις βάρος όσων συλλαμβάνονται να διακινούν τα λεγόμενα «ελαφρά» ναρκωτικά, σε σχέση με όσους εμπορεύονται ηρωίνη και κοκαΐνη.
6 Οι αποδεδειγμένα εξαρτημένοι χρήστες, που κατηγορούνται και για άλλα μικροαδικήματα, θα οδηγούνται υπό προϋποθέσεις σε κέντρα θεραπείας εκτός φυλακής. Η πραγματογνωμοσύνη θα γίνεται με ψυχολογικά, σωματικά και κοινωνικά κριτήρια.
7 Προτείνεται να μην υπάρχει ευνοϊκή μεταχείριση των εξαρτημένων χρηστών, όταν αυτοί εμπλέκονται σε υποθέσεις μεγάλης διακίνησης ναρκωτικών
.
Ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εδώ και αρκετά χρόνια έχει δηλώσει δημοσίως ότι σαν νέος δοκίμασε κάνναβη, ενώ παράλληλα είχε πάρει θέση ότι θα πρέπει να αποποινικοποιηθούν τα λεγόμενα «μαλακά» ναρκωτικά. Χαρακτηριστικά σε παλαιότερη συνέντευξή σε ερώτηση που του είχε γίνει περί πρόκρισης διαχωρισμού των «σκληρών» και «μαλακών» ναρκωτικών, είχε δηλώσει: «Δεν είναι δική μου η πρόκριση, είναι η επιστημονική αλήθεια. Eίναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους κατέταξαν την κάνναβη μαζί με τα υπόλοιπα ναρκωτικά. Yπάρχουν πολλές θεωρίες και χρειάζεται να το δει κανείς και ιστορικά το θέμα. Tο σημαντικό όμως σήμερα είναι ότι η χρήση της κάνναβης αντιμετωπίζεται νομικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται και τα σκληρά ναρκωτικά. Kάτι τέτοιο τους μόνους που βοηθά στην πραγματικότητα είναι την οργανωμένη μαφία και την εξάπλωση του εμπορίου των ναρκωτικών. H σύγχυση που δημιουργείται διευκολύνει την εξάπλωση των σκληρών ναρκωτικών. Οι διάφορες παρέες έρχονται σε επαφή με ένα παράνομο κύκλωμα που, μέσω της κάνναβης, διοχετεύει σκληρά ναρκωτικά. Έτσι, ο χρήστης κάνναβης εισέρχεται σε ένα καθεστώς παρανομίας και, ως εκ τούτου, καθίσταται ευάλωτος στο να παρανομήσει στη συνέχεια κι ο ίδιος». Παράλληλα είχε πει ότι: «Σε μια πρόταση που είχαμε συνυπογράψει παλιότερα με μερικούς βουλευτές, υποστηρίζαμε τη δυνατότητα του χρήστη κάνναβης να καλλιεργεί στο σπίτι του μια μικρή ποσότητα για δική του μόνο χρήση. Θα ήταν παράνομο να διακινεί την οποιαδήποτε ποσότητα ή να την πουλάει, οπότε πια δεν θα είχαμε να κάνουμε με εμπόριο».
«Η κάνναβη είναι επιβλαβέστερη απ’ το τσιγάρο για τους πνεύμονες. Επίσης δημιουργεί προβλήματα και στον εγκέφαλο. Ειδικά σε μικρή ηλικία, κάτω των 18, μπορεί να προκαλέσει ψυχωτικά συμπτώματα που να συνεχιστούν και μετά τη διακοπή της χρήσης», επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Κοκκώλης, ψυχίατρος στη μονάδα του ΟΚΑΝΑ στον Πειραιά. «Η κάνναβη δεν προκαλεί εξάρτηση όπως η ηρωίνη, αλλά προκαλεί ψυχολογικό εθισμό, δηλαδή την επιθυμία για χρήση. Ο σωματικός εθισμός είναι αμφιλεγόμενος». «Με την αποποινικοποίηση θα αυξηθούν η χρήση και τα ιατρικά περιστατικά, αλλά θα μειωθούν οι κοινωνικές επιπτώσεις. Δε θα στιγματίζεται ο χρήστης και θα έχει λιγότερη πρόσβαση σε βαρύτερες ουσίες», καταλήγει ο ψυχίατρος.
Ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, ο οποίος έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της νομιμοποίησης της κάνναβης, έχει άλλη άποψη για το θέμα. Θεωρεί ότι για να διερευνηθεί καλύτερα το θέμα πρέπει να κάνουμε μια «κατάδυση» στο ιστορικό παρελθόν της απαγόρευσής της. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «μέχρι το 1937 η κάνναβη ήταν ελεύθερη, όπως και τα παράγωγά της, τα οποία κάλυπταν το 70-80% των αναγκών της καθημερινής ζωής. Από το 1937 και μετά τις αντίστοιχες ανάγκες τις καλύπτουν τα παράγωγα του νάιλον με αποτέλεσμα να εφιαλτικοποιηθεί η ζωή μας κυριολεκτικά. Στην κρίσιμη εξαετία 1930-1936 συνδυάστηκαν δυστυχώς για την ανθρωπότητα έξι κρίσιμες εξελίξεις, οι οποίες συνδυασμένες οδήγησαν στην επιβολή της απαγόρευσης της κάνναβης, η οποία επί χιλιάδες χρόνια αποτελούσε ένα φυτό-ευλογία θεού το οποίο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι είναι απαραίτητο για την ανθρωπότητα, δεδομένου ότι ικανοποιούσε διατροφικές, κατασκευαστικές, αλλά και θεραπευτικές ανάγκες». Παράλληλα τονίζει με έμφαση ότι: «Στην καταγεγραμμένη ιστορία δεν έχει πεθάνει κανένας από κάνναβη. Υπάρχει ένας παραλογισμός από κοινωνικής πλευράς, διότι μια θανατηφόρα κοινωνική παρουσία, όπως το αλκοόλ δεν υφίσταται κανένα περιορισμό. Η κάνναβη, αντίθετα με το αλκοόλ, δεν έχει προκαλέσει κανένα θάνατο, δεν προκαλεί βίαιες συμπεριφορές αλλά συμπεριφορές ηρεμίας και δεν αποτελεί παράγοντα εγκληματικότητας, είναι απολύτως ασφαλέστερη από το αλκοόλ σε σχέση με την οδήγηση και πάνω απ’ όλα, δεν προκαλεί καμιά σωματική εξάρτηση. Το 1932 λήγει η ποταπαγόρευση, πράγμα που σημαίνει ότι το οινόπνευμα νομιμοποιείτα,ι και ο μοναδικός ανταγωνιστής του στην αγορά που είναι η κάνναβη μένει στην παρανομία, έχοντας όλα τα θετικά του οινοπνεύματος, αλλά κανένα από τα αρνητικά. Το 1932-1934 παράγονται μαζικά οι πρώτες μηχανές παραγωγής πολτομάζας για χαρτί από την αποψίλωση των δασών. Μέχρι τότε το 80% του χαρτιού που χρησιμοποιούσαν παραγόταν από την κάνναβη, η οποία είναι απολύτως ανακυκλώσιμη και ανανεώσιμη σε ετήσια βάση». Επίσης θέτει ένα ακόμα προβληματισμό λέγοντας ότι: «η μόνη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κάνναβη και τα «βαριά» ναρκωτικά είναι ότι κυκλοφορούν από τους ίδιους μηχανισμούς στην μαύρη αγορά, επί καθεστώς απαγόρευσης και επειδή έχουν κάθε λόγο να ωθούν τους χρήστες από την κάνναβη, που δεν προκαλεί εξάρτηση, στην ηρωίνη η στην κοκαΐνη που προκαλεί εξάρτηση και τους καθιστά καλύτερους πελάτες. Το συμπέρασμα είναι προφανές: Μοναδικό αποτέλεσμα της απαγορευτικής, κατασταλτικής και διωκτικής μανίας των διαχειριστών της εξουσίας, είναι η ραγδαία επιδείνωση όλων των δεικτών του «προβλήματος των ναρκωτικών», προς όφελος των συνδυασμένων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, της κρατικής εξουσίας και του οργανωμένου εγκλήματος, και σε βάρος της κοινωνίας. Η καταστολή, οι μύθοι, η παραπληροφόρηση και η τρομοκρατική προπαγάνδα συμβάλλουν στη διαρκή διόγκωση του προβλήματος, ενισχύουν διαρκώς τις εγκληματικές οργανώσεις που ελέγχουν τη μαύρη αγορά, οδηγούν τους χρήστες στον στιγματισμό και τη φυλακή και καθιστούν καταγέλαστες τις αλλεπάλληλες «αντιναρκωτικές» εκστρατείες που οργανώνουν οι σύγχρονοι Πάπες των κρατικών εξουσιών, οι οποίες μονίμως αποτυγχάνουν στους διακηρυγμένους στόχους τους και πάντοτε επιτυγχάνουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα».