Ἀνάμεσα στά ἄλλα μέτρα γιά τήν ἀποχριστιανοποίηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας συγκαταλέγεται καί ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀνίερη αὐτή «ἐπιχείρηση», ἔστω κι ἄν θέλει νά καλύπτεται πίσω ἀπό τό πρόσχημα τῆς τόνωσης τῆς ἀγορᾶς, στήν οὐσία στοχεύει στήν ἀποϊεροποίηση τῆς Κυριακῆς ὡς χριστιανικῆς ἀργίας. Ταυτόχρονα πλήττει τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας, καθώς τῆς στερεῖ τήν εὐκαιρία τῆς ἀπερίσπαστης συνάντησης τῶν μελῶν της. Πρόκειται δηλαδή γιά μία μορφή ἰδεολογικοῦ διωγμοῦ εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν. Τά συνδικάτα τῶν ἐργαζομένων, μετά ἀπό προβληματισμό καί συζητήσεις, ἀποφάσισαν νά συμμαχήσουν μέ τήν Ἐκκλησία στόν ἀγώνα γιά τή διατήρηση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.
Τί ἔπαθε ὅμως ἡ ἐποχή μας καί θεσπίζει «ἀντικοινωνικά ὡράρια» μεταθέτοντας ὅρια καί ὅρους πού ὁ Θεός ὅρισε; Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ τέταρτη ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου ἀναφέρει ρητά ὅτι ἕξι μέρες πρέπει νά ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος καί τήν «ἑβδόμην» νά τήν ἀφιερώνει στόν Δημιουργό του, λατρεύοντάς Τον καί ἀναπαυόμενος, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καί Ἐκεῖνος· «διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν» (Ἔξ 20,11). Ὁ καλός Θεός, πού ὅλα τά ρύθμισε «καλά λίαν», ἔδωσε μαζί τήν ἐντολή τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀργίας ἀξεχώριστα.
Στήν Ἐκκλησία...
τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Κύριός μας, τό Σάββατο τῶν ἰουδαίων ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ἡμέρα πού φέρει τό ὄνομά του, τήν Κυριακή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου ἐγέρσεως τοῦ Χριστοῦ μας, «ἡ μία τῶν σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων».
Στή συνέχεια ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα ἐπέβαλε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ὡς ἡμέρα ἀργίας. Τό Διάταγμα προέβλεπε: «ὅλοι οἱ δικασταί, ὁ λαὸς τῆς πόλεως καὶ αἱ λοιπαὶ ἐργασίαι ὀφείλουν νὰ καταπαύουν κατὰ τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμέραν τοῦ Ἡλίου» (C 111, 12· 2, in Corpus Juris Civilis τ. II, Codex Justinianus, Berlin 1927).
Τελικῶς ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καθιέρωσε ὡς πλήρη ἀργία τήν Κυριακή μέ σκοπό τή μετοχή τῶν Χριστιανῶν στή λατρευτική σύναξη στούς ναούς καί τήν οἰκογενειακή ἀνάπαυση καί γαλήνη.
Ἀργότερα, στά μαῦρα χρόνια τῆς Ὀθωμανοκρατίας ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου Γένους, ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, περιερχόταν τήν ὕπαιθρο καί δίδασκε: «Τὴν Κυριακὴν νὰ σχολάζωμεν καὶ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας» (Διδαχή Α΄). Ὁ λόγος του εἶναι κατηγορηματικός: «Οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν» (Διδαχή Δ΄). Καί κατά τρόπο ἀπόλυτο συμβούλευε: «Τὶς Κυριακές... μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι» (Διδαχή Η΄). Τόλμησε μάλιστα νά τά βάλει ὁ φωτισμένος διδάχος μέ τούς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς του καί κατάφερε νά μεταφέρει τά παζάρια (=τίς ἀγορές) ἀπό τήν Κυριακή στό Σάββατο. Λαμπρή ἡ νίκη του, σκληρό ὅμως καί τό τίμημα. Πλήρωσε μέ τή ζωή του· αὐτός μόνον ἀπό ὅλους τούς νεομάρτυρες θυσιάζεται, ὄχι γιατί ἀρνήθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά γιατί ἀντιστάθηκε καί συγκρούσθηκε μέ τά μεγάλα οἰκονομικά συμφέροντα τῶν ἡμερῶν του, τήν ἑβραϊκή κεφαλαιοκρατία.
Ἀπό τήν ἱστορία ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ἡ περίφημη Γαλλική Ἐπανάσταση, θέλοντας νά ἐξαλείψει κάθε ἴχνος Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη, ὅρισε ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως κάθε δέκατη ἡμέρα· ἀλλά τό μέτρο ἀπέτυχε. Σήμερα, ἀκόμα καί μουσουλμανικές χῶρες ἀργοῦν ἐπισήμως τίς Κυριακές, περιορίζοντας τή δική τους ἀργία, μόνο στό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς.
Βέβαια, ἐνῶ ἡ Κυριακή εἶναι συνυφασμένη μέ τόν ἁγιασμό, τήν ἀνάπαυση, τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη, ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ Νεοέλληνες μέσα στήν ἀφροσύνη τοῦ νεοπλουτισμοῦ μας δέν τῆς ἀποδώσαμε τήν τιμή πού τῆς ἀνῆκε. Καταπατήσαμε τήν ἱερότητά της, ἀφοῦ αὐτήν τήν ἡμέρα διαλέξαμε, γιά νά ἱκανοποιοῦμε ὅλες τίς διασκεδάσεις -ἐν πολλοῖς ἁμαρτωλές-, τά χόμπυ καί κάθε ἀναψυχή μας. Κι ὕστερα θέλουμε νά δοῦμε προκοπή!
Ἐσχάτως, οἱ σοφοί κι ἐπινοητικοί μας ἄρχοντες, ὑπακούοντας στά κελεύσματα σκοτεινῶν κέντρων καί παρακούοντας στή φωνή τοῦ Θεοῦ, νομοθετοῦν τήν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς· θεσπίζουν παραδόξως τή Δευτέρα ὡς ἀργία, γιά νά ἀποφευχθοῦν ἐνδεχομένως οἱ διαμαρτυρίες ἑβραϊκῶν καί μουσουλμανικῶν Συλλόγων.
Προφανῶς δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὅποιος νομοθετεῖ κατά τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς αὐτός στρέφεται κατά τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀποδομεῖ τή νεοελληνική κοινωνία, ἐκθεμελιώνει τήν παράδοσή μας, ὑποβαθμίζει τόν πολιτισμό μας, καταστρατηγεῖ τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας. Δέν χορταίνει ἡ καρδιά μας μέ τόν ἦχο τοῦ χρήματος κι οὔτε βρίσκει ἔτσι τήν εἰρήνη της· αὐτή βιώνεται μόνον στή συντροφιά μέ τόν Θεό.
Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη μέχρι τίς ἡμέρες μας δέν εἶχε θεσπισθεῖ ἐπίσημα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἔπρεπε σήμερα, πού ἀντιμετωπίζουμε τόσα προβλήματα, νά καθιερωθεῖ, γιά νά μποροῦν οἱ Νεοέλληνες νά προσφεύγουν στό μοναδικό ἀληθινό καί ἀξιόπιστο καταφύγιο, στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, καί νά ἀντλοῦν ἀπό ἐκεῖ δύναμη καί παρηγοριά.
Ἕνας παλιός σοφός λόγος διασώζει: «Μέ δύο τρόπους γίνεσαι φτωχός καί δυστυχισμένος: Ὁ ἕνας εἶναι νά κλέβεις κι ὁ ἄλλος τήν Κυριακή νά δουλεύεις». Ἄς μήν βαυκαλιζόμαστε· ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας δέν πρόκειται νά δοῦμε βεβηλώνοντας τήν Κυριακή. Ἄς ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ πού μέ τρόπο ἀσυμβίβαστο καί ἀνυποχώρητο -εἰς πεῖσμα τῶν τροϊκανῶν- παραγγέλλει: «Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶναι ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν... Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν» (Διδαχή Δ΄).
Περιοδικό Απολύτρωσις, Φεβρουάριος2013