Μετά το υλικό χρήμα ήρθε το πλαστικό χρήμα και κατόπιν το ηλεκτρονικό χρήμα.
Τώρα, μερικοί επιστήμονες ετοιμάζουν ένα ακόμη πιο τολμηρό βήμα, που θα οδηγήσει στην περαιτέρω «εξαϋλωση» του χρήματος, με την ταυτόχρονη προσδοκία να κάνουν το χρήμα πραγματικά απαραβίαστο από κάθε επίδοξο παραχαράκτη.
Πρόκειται για το κβαντικό χρήμα, το οποίο θα είναι όχι μόνο καθαρή πληροφορία που θα μπορεί να αποθηκευτεί και να μεταδοθεί ηλεκτρονικά (π.χ. μέσω του Ίντερνετ), όπως μια εικόνα ή ένα βίντεο, αλλά επίσης θα έχει κβαντικές ιδιότητες και συνεπώς δεν θα μπορεί να αντιγραφεί από κανένα χάκερ ή άλλο οικονομικό εγκληματία.
Τα κβαντικά «χαρτονομίσματα» δεν θα έχουν καμία αναγνωρίσιμη υλική μορφή (όπως ένα χειροπιαστό χαρτονόμισμα ή μια εξίσου χειροπιαστή πιστωτική κάρτα), ούτε θα συνίστανται μόνο σε bits πληροφοριών, δηλαδή στα 0 και 1 όπου κωδικοποιείται το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως και κάθε άλλη ψηφιακό δεδομένο.
Τα κβαντικά χαρτονομίσματα θα περιέχουν επίσης κβαντικά bits (τα λεγόμενα qubits), τα οποία διέπονται από τους νόμους της κβαντομηχανικής και συνεπώς θα μπορούν να είναι ταυτόχρονα 0 και 1.
Αυτή την περίοδο ουσιαστικά τίθενται τα θεωρητικά θεμέλια του κβαντικού χρήματος, ώστε κάποια μέρα αυτό να γίνει πραγματικότητα.
Οι σχετικές μελέτες -που εστιάζονται στην πρακτική υλοποίηση των ιδιοτήτων της κβαντομηχανικής προκειμένου το ηλεκτρονικό κβαντικό χρήμα να ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον εκάστοτε κάτοχό του, δηλαδή να προστατεύεται από έναν απαραβίαστο κβαντικό μηχανισμό κωδικοποίησης- μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν και σε άλλες εφαρμογές, όπως π.χ. να επιτρέψουν μελλοντικά τη δημιουργία λογισμικού που οι «πειρατές» δεν θα μπορούν να «σπάσουν».
Παράλληλα, οι φυσικοί αντιμετωπίζουν το κβαντικό χρήμα ως πολύτιμο «παιγνίδι», στο οποίο μπορούν να τεστάρουν και να μελετήσουν στην πράξη τις παράξενες ιδιότητες της κβαντομηχανικής.
Πρώτος είχε την ιδέα του κβαντικού χρήματος, το 1968, ο αμερικανός φυσικός του πανεπιστημίου Κολούμπια Στέφεν Βίσνερ, σύμφωνα με το New Scientist.
Πρότεινε τη δημιουργία χαρτονομισμάτων που με κάποιο τρόπο να «παγιδεύουν» (αποθηκεύουν) πάνω τους μερικές δεκάδες φωτόνια, τα οποία, χάρη στις κβαντικές ιδιότητές τους, δεν θα μπορούν να αντιγραφούν, δηλαδή να παραχαραχτούν.
Όμως η πρότασή του έπασχε από ένα σημαντικό πρακτικό μειονέκτημα: η αυθεντικότητα ενός κβαντικού χαρτονομίσματος θα μπορούσε να πιστοποιηθεί μόνο από την κεντρική τράπεζα, που -αυτή και μόνο αυτή- θα διέθετε την κατάλληλη γνώση και τεχνολογία για κάτι τέτοιο. Αλλά, στην πραγματική οικονομία, ο καθένας θέλει να ξέρει άμεσα αν αυτό που κρατά στα χέρια του είναι γνήσιο - γι' αυτό άλλωστε τα σημερινά χαρτονομίσματα έχουν τόσες δικλείδες ασφαλείας (υδατογραφίες, ολογράμματα κ.α.).
Η ιδέα του Βίσνερ ταξινομήθηκε ως ένα ακόμη θεωρητικό αξιοπερίεργο για περίπου 40 χρόνια και ουσιαστικά ξεχάστηκε, ώσπου πέρυσι ο ειδικός στην επιστήμη των υπολογιστών Σκοτ Άαρονσον του πανεπιστημίου ΜΙΤ των ΗΠΑ πρότεινε μια νέα προσέγγιση, καθώς εγκατέλειψε την ιδέα ενός χειροπιαστού κβαντικού χαρτονομίσματος και, αντίθετα, εστιάστηκε στη δημιουργία απαραβίαστου κβαντικού ηλεκτρονικού χρήματος, δηλαδή στη ροή πληροφοριών, την οποία αντιπροσωπεύει το κβαντικό χρήμα, μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων.
Πέρυσι και φέτος η ομάδα του Άαρονσον επεξεργάζεται τις θεωρητικές και τεχνικές πλευρές του ζητήματος, προκαλώντας άλλες επιστημονικές ομάδες να βρουν«τρύπες», δηλαδή αδύνατα σημεία που μπορεί να οδηγήσουν σε παραβίαση του ηλεκτρονικού κβαντικού χρήματος.
Η διαδικασία αυτή, στο εσωτερικό ενός κλειστού «κλαμπ κβαντικού χρήματος», που αποτελείται από ειδικούς στην πληροφορική, στα μαθηματικά και στη φυσική σε διάφορα πανεπιστήμια, έχει φέρει στο φως ποικίλα πρακτικά προβλήματα.
Μια σημαντική τεχνική δυσκολία που πρέπει να ξεπεραστεί, είναι με ποιο τρόπο θα μπορούν να σταλούν κβαντικά bits (qubits) μέσω του διαδικτύου, με τον ίδιο τρόπο που «ταξιδεύει» ένα e-mail.
Οι επιστήμονες ξέρουν να στέλνουν qubits, με την μορφή φωτονίων, από το ένα μέρος στο άλλο μέσω των δικτύων, όμως μόνο μέσα από μεμονωμένα καλώδια οπτικών ινών. Οποιαδήποτε αναδρομολόγηση των φωτονίων από τη μια ίνα στην άλλη, καταστρέφει τις κβαντικές πληροφορίες.
Αλλά ακόμα χειρότερα, προς το παρόν, μπορούμε να αποθηκεύσουμε qubits μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, ενώ -ειδικά αν πρόκειται για κβαντικό χρήμα- η αποθήκευση θα πρέπει να διαρκεί χρόνια και δεκαετίες.
Παρά τις δυσκολίες, πάντως, οι προσπάθειες συνεχίζονται με την ελπίδα ότι θα υπάρξει μια νέα επανάσταση, όπως αυτή που στη δεκαετία του ΄70 κατέστησε εφικτή την ευρέως διαδεδομένη σήμερα «κρυπτογραφία του δημόσιου κλειδιού».
Ακόμα κι αν τελικά δεν κατέστη εφικτό να δημιουργηθεί κβαντικό χρήμα, σύμφωνα με τους πρωτοπόρους ερευνητές, η όλη προσπάθεια θα έχει συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των κβαντικών νόμων.
Πηγές: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Τώρα, μερικοί επιστήμονες ετοιμάζουν ένα ακόμη πιο τολμηρό βήμα, που θα οδηγήσει στην περαιτέρω «εξαϋλωση» του χρήματος, με την ταυτόχρονη προσδοκία να κάνουν το χρήμα πραγματικά απαραβίαστο από κάθε επίδοξο παραχαράκτη.
Πρόκειται για το κβαντικό χρήμα, το οποίο θα είναι όχι μόνο καθαρή πληροφορία που θα μπορεί να αποθηκευτεί και να μεταδοθεί ηλεκτρονικά (π.χ. μέσω του Ίντερνετ), όπως μια εικόνα ή ένα βίντεο, αλλά επίσης θα έχει κβαντικές ιδιότητες και συνεπώς δεν θα μπορεί να αντιγραφεί από κανένα χάκερ ή άλλο οικονομικό εγκληματία.
Τα κβαντικά «χαρτονομίσματα» δεν θα έχουν καμία αναγνωρίσιμη υλική μορφή (όπως ένα χειροπιαστό χαρτονόμισμα ή μια εξίσου χειροπιαστή πιστωτική κάρτα), ούτε θα συνίστανται μόνο σε bits πληροφοριών, δηλαδή στα 0 και 1 όπου κωδικοποιείται το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως και κάθε άλλη ψηφιακό δεδομένο.
Τα κβαντικά χαρτονομίσματα θα περιέχουν επίσης κβαντικά bits (τα λεγόμενα qubits), τα οποία διέπονται από τους νόμους της κβαντομηχανικής και συνεπώς θα μπορούν να είναι ταυτόχρονα 0 και 1.
Αυτή την περίοδο ουσιαστικά τίθενται τα θεωρητικά θεμέλια του κβαντικού χρήματος, ώστε κάποια μέρα αυτό να γίνει πραγματικότητα.
Οι σχετικές μελέτες -που εστιάζονται στην πρακτική υλοποίηση των ιδιοτήτων της κβαντομηχανικής προκειμένου το ηλεκτρονικό κβαντικό χρήμα να ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον εκάστοτε κάτοχό του, δηλαδή να προστατεύεται από έναν απαραβίαστο κβαντικό μηχανισμό κωδικοποίησης- μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν και σε άλλες εφαρμογές, όπως π.χ. να επιτρέψουν μελλοντικά τη δημιουργία λογισμικού που οι «πειρατές» δεν θα μπορούν να «σπάσουν».
Παράλληλα, οι φυσικοί αντιμετωπίζουν το κβαντικό χρήμα ως πολύτιμο «παιγνίδι», στο οποίο μπορούν να τεστάρουν και να μελετήσουν στην πράξη τις παράξενες ιδιότητες της κβαντομηχανικής.
Πρώτος είχε την ιδέα του κβαντικού χρήματος, το 1968, ο αμερικανός φυσικός του πανεπιστημίου Κολούμπια Στέφεν Βίσνερ, σύμφωνα με το New Scientist.
Πρότεινε τη δημιουργία χαρτονομισμάτων που με κάποιο τρόπο να «παγιδεύουν» (αποθηκεύουν) πάνω τους μερικές δεκάδες φωτόνια, τα οποία, χάρη στις κβαντικές ιδιότητές τους, δεν θα μπορούν να αντιγραφούν, δηλαδή να παραχαραχτούν.
Όμως η πρότασή του έπασχε από ένα σημαντικό πρακτικό μειονέκτημα: η αυθεντικότητα ενός κβαντικού χαρτονομίσματος θα μπορούσε να πιστοποιηθεί μόνο από την κεντρική τράπεζα, που -αυτή και μόνο αυτή- θα διέθετε την κατάλληλη γνώση και τεχνολογία για κάτι τέτοιο. Αλλά, στην πραγματική οικονομία, ο καθένας θέλει να ξέρει άμεσα αν αυτό που κρατά στα χέρια του είναι γνήσιο - γι' αυτό άλλωστε τα σημερινά χαρτονομίσματα έχουν τόσες δικλείδες ασφαλείας (υδατογραφίες, ολογράμματα κ.α.).
Η ιδέα του Βίσνερ ταξινομήθηκε ως ένα ακόμη θεωρητικό αξιοπερίεργο για περίπου 40 χρόνια και ουσιαστικά ξεχάστηκε, ώσπου πέρυσι ο ειδικός στην επιστήμη των υπολογιστών Σκοτ Άαρονσον του πανεπιστημίου ΜΙΤ των ΗΠΑ πρότεινε μια νέα προσέγγιση, καθώς εγκατέλειψε την ιδέα ενός χειροπιαστού κβαντικού χαρτονομίσματος και, αντίθετα, εστιάστηκε στη δημιουργία απαραβίαστου κβαντικού ηλεκτρονικού χρήματος, δηλαδή στη ροή πληροφοριών, την οποία αντιπροσωπεύει το κβαντικό χρήμα, μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων.
Πέρυσι και φέτος η ομάδα του Άαρονσον επεξεργάζεται τις θεωρητικές και τεχνικές πλευρές του ζητήματος, προκαλώντας άλλες επιστημονικές ομάδες να βρουν«τρύπες», δηλαδή αδύνατα σημεία που μπορεί να οδηγήσουν σε παραβίαση του ηλεκτρονικού κβαντικού χρήματος.
Η διαδικασία αυτή, στο εσωτερικό ενός κλειστού «κλαμπ κβαντικού χρήματος», που αποτελείται από ειδικούς στην πληροφορική, στα μαθηματικά και στη φυσική σε διάφορα πανεπιστήμια, έχει φέρει στο φως ποικίλα πρακτικά προβλήματα.
Μια σημαντική τεχνική δυσκολία που πρέπει να ξεπεραστεί, είναι με ποιο τρόπο θα μπορούν να σταλούν κβαντικά bits (qubits) μέσω του διαδικτύου, με τον ίδιο τρόπο που «ταξιδεύει» ένα e-mail.
Οι επιστήμονες ξέρουν να στέλνουν qubits, με την μορφή φωτονίων, από το ένα μέρος στο άλλο μέσω των δικτύων, όμως μόνο μέσα από μεμονωμένα καλώδια οπτικών ινών. Οποιαδήποτε αναδρομολόγηση των φωτονίων από τη μια ίνα στην άλλη, καταστρέφει τις κβαντικές πληροφορίες.
Αλλά ακόμα χειρότερα, προς το παρόν, μπορούμε να αποθηκεύσουμε qubits μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, ενώ -ειδικά αν πρόκειται για κβαντικό χρήμα- η αποθήκευση θα πρέπει να διαρκεί χρόνια και δεκαετίες.
Παρά τις δυσκολίες, πάντως, οι προσπάθειες συνεχίζονται με την ελπίδα ότι θα υπάρξει μια νέα επανάσταση, όπως αυτή που στη δεκαετία του ΄70 κατέστησε εφικτή την ευρέως διαδεδομένη σήμερα «κρυπτογραφία του δημόσιου κλειδιού».
Ακόμα κι αν τελικά δεν κατέστη εφικτό να δημιουργηθεί κβαντικό χρήμα, σύμφωνα με τους πρωτοπόρους ερευνητές, η όλη προσπάθεια θα έχει συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των κβαντικών νόμων.
Πηγές: ΑΠΕ/ΜΠΕ