Όταν είχε πρωτοδημιουργηθεί η αδελφότης μας στη Νέα Σκήτη, συνέβη ένα γεγονός με
κάποιον γέροντα της σκήτης, και τρομακτικό και ωφέλιμο. Οι παλαιοί πατέρες
βέβαια το θυμούνται.
Αυτός ο γέροντας ήταν άρρωστος από την καρδιά του, άλλα ο πειρασμός «έβαζε το πόδι του» και δεν τον είχε αφήσει να εξομολογηθεί ορισμένα σφάλματα, που είχαν σχέση με την κοσμική του ζωή, όταν ήταν ακόμη λαϊκός. Όταν βάρυνε και κατάλαβε ότι πλησιάζει ο καιρός για να φύγει, με ξανακάλεσε με τον αδελφό του, που ήταν και αυτός μοναχός. Ο αδελφός του μου είπε ότι ο άρρωστος ανυπομονεί και να πάω να τον τονώσω, μήπως χάσει την ψυχή του.
Απόρησα βέβαια, που μου είπε ότι έχασε την υπομονή του, γιατί ξέρω ότι οι μοναχοί είναι κάπως υπομονετικοί στους πειρασμούς, στην ασθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε για το κελλί του.
Όταν αντίκρισα αυτόν τον Γέροντα είδα ότι δεν ανυπομονούσε, αλλά ότι τον είχαν περικυκλώσει οι δαίμονες. Αφού μείναμε οι δυο μας με τον ασθενή, τον ρώτησα αν τον πλησίασαν πονηρά πνεύματα. Απάντησε καταφατικά. Ήταν εξαγριωμένος, κοίταζε δεξιά-αριστερά και προσπαθούσε να πάρει προφυλακτικά μέτρα σαν να προσπαθούσαν να τον δαγκώσουν σκυλιά λυσσασμένα.
Τόνωσα τη φωνή μου, για να αποσπάσω την προσοχή του από τους δαίμονες και τον ρώτησα τι του έλεγαν τα δαιμόνια. «Ου...! τι μου λένε..., δεν λέγεται». «Όχι, όχι! Για πρόσεξε καλά, του είπα, γιατί αυτά γνωρίζουν καλύτερα τα δικά μας αμαρτήματα απ' όσο τα ενθυμούμεθα εμείς». Οι δαίμονες τον κατηγορούσαν για διάφορα σφάλματα, που κατά το πλείστον δεν τα είχε εξομολογηθεί και του τα θεάτριζαν, για να τον απελπίσουν. Μου τα έλεγε κι εγώ του τα έπαιρνα ελπίζοντας ότι ο Θεός θα κάμει το έλεος Του και σ' αυτόν τον άνθρωπο σ' αυτή τη δύσκολη ώρα που βρέθηκε.
Επειδή έβλεπα όμως ότι εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος, απελπισμένος, εξαγριωμένος, του ζήτησα να φύγω λίγο από κοντά του, για να ζητήσω από τους πατέρες της αδελφότητος να του κάνουν κομποσχοίνι. «Όχι πνευματικέ, μου λέει, κάθισε δίπλα μου». Με παρακαλούσε με αγωνία. Τον έπεισα και απομακρύνθηκα 2-3 λεπτά από κοντά του, για να ζητήσω την προσευχή των πατέρων. Όταν επέστρεψα, τον βρήκα ειρηνικό. Οι δαίμονες, όπως μου είπε, ήταν εκεί, αλλά σιωπούσαν.
Το βράδυ, στην κατ' ιδίαν αγρυπνία, ένιωσα ότι όλα εκείνα τα δαιμόνια που ήταν στο γέροντα ήλθαν μέσα στο δικό μου κελλί και μου δημιουργούσαν ανησυχία, φασαρία. Στα χρονικά μου για πρώτη φορά γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αισθητά να με πολεμούν. Άναψα τη λάμπα να διαβάσω, αλλά πού να διαβάσω! Δεξιά-αριστερά δαιμόνια! Δεν φοβήθηκα καθόλου. Ήξερα ότι ήθελαν να με φοβίσουν, για να μην ξαναπάω στο γέροντα, αλλά εγώ τους απάντησα: «Εσείς τη δουλειά σας κι εγώ τη δική μου δουλειά». Έπειτα, στη θεία Λειτουργία, δεν παρουσιάστηκαν καθόλου.
Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ξαναπήγα στον άρρωστο, για να τον βοηθήσω με ευχέλαιο, εξομολόγηση και όλα τα απαραίτητα. Τον ρώτησα αν έκτος από τα δαιμόνια είναι εκεί και ο φύλακας άγγελος του. Απάντησε καταφατικά και επίσης ότι περιμένει ανωτέρα διαταγή για να τον «πάρει». «Καλά, του είπα, τον δικό σου άγγελο τον βλέπεις, τους δικούς μας (γιατί ήμουν μαζί με έναν άλλο πνευματικό) δεν τους βλέπεις;» «Τους βλέπω, απάντησε, και μάλιστα οι δικοί σας άγγελοι φέρουν σαν στέμμα στο κεφάλι και κάτι άλλο περισσότερο» (που φανερώνει ότι οι άγγελοι που φυλάγουν τους πνευματικούς έχουν κάτι ιδιαίτερο επάνω τους). Στη συνέχεια μου είπε ότι την Δευτέρα (ήταν Παρασκευή) θα γίνει πανήγυρις (εννοούσε την κηδεία του) και ότι θα παρευρεθούν και κάποια πρόσωπα που έλειπαν εκείνες τις μέρες, πράγμα που έγινε.
Στα τελευταία του οι δαίμονες, επειδή είδαν ότι έχασαν αυτοί, λόγω του ότι ο γέροντας εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του, εξαγριώθηκαν και θέλησαν να τον υποσκελίσουν σε κάτι σοβαρό, ώστε να χάσει την ψυχή του. Τη νύχτα της προπαραμονής του θανάτου του έστειλα τον π. Ιωσήφ, να του συμπαρασταθούν να του κάνουν κομποσχοίνι και να τον ξενυχτίσουν.
Όταν πήγα το πρωί, μου είπε ότι κατά την διάρκεια της νύχτας, παρά λίγο να χάσει την ψυχή του εξ αιτίας της πονηρίας των δαιμόνων. Του έδειχναν δηλ. ένα σταμνί γεμάτο με νερό, που ήταν εκεί δίπλα, και του έλεγαν πως, αν το πιει όλο, θα γίνει καλά. Ο γέροντας κατάλαβε πως, αν το έκανε αυτό, θα έσκαζε, αλλά τον νίκησε ο λογισμός να το κάμει, για να τελειώσει το βάσανό του. Ζήτησε το σταμνί από έναν πατέρα, αλλά επενέβη άλλος και είπε πως αν το κάμει αυτό θα πεθάνει. Έτσι ξέφυγε κι απ' αυτή την παγίδα των δαιμόνων.
Μετά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής τον βρήκα να κάθεται ειρηνικός σε μια πολυθρονίτσα. «Είμαι πολύ καλά, πνευματικέ μου, μου είπε, ο θεός να σε ξεπληρώσει το καλό που μου έκαμες». Έφυγα, για να ξεκουραστώ λίγο μετά την ολονύκτιο αγρυπνία και με την προοπτική να επιστρέψω ξανά στον ετοιμοθάνατο. Όταν ξύπνησα, έμαθα ότι προ μισής ώρας χτύπησαν οι καμπάνες. Πράγματι ο γέροντας είχε τελειώσει.
Αυτή η περίπτωση φανερώνει άνθρωπο που δεν ήταν προετοιμασμένος για την έξοδό του. Τώρα θα σας πω και την περίπτωση του προετοιμασμένου πνευματικού άνθρωπου, για να δούμε τη διαφορά μεταξύ τους.
Αυτός ο καλώς προετοιμασμένος άνθρωπος είναι ο Γέροντας μου. Όταν καθόταν για να προσευχηθεί, πρώτα σκεπτόταν πως πέρασε την ημέρα, ποιο πάθος τον ενοχλεί, ποια αδυναμία ζει και έπαιρνε νέα απόφαση, για να τα καταπολεμήσει να σβήσουν. Αυτή η προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στην προσευχή του Γέροντα και τον είχε ετοιμάσει ανθρωπίνως, θα μπορούσα να πω, τέλεια, ώστε να αντιμετωπίσει το θάνατο. «Παιδί μου, πώς θα περάσω το γεφύρι του θανάτου», μου έλεγε. «Από κει και πέρα με τη χάρη του Θεού είναι όλα τακτοποιημένα».
Το ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος το έδειξαν οι προθανάτιες καταστάσεις. Μια απ' αυτές τις καταστάσεις ήταν ότι έκλαιγε από πολύ αγάπη προς το Χριστό και την Παναγία μας. Δεν είχε κανέναν έλεγχο στη συνείδησή του. Περίμενε το θάνατο σαν μια πανήγυρη, σαν μια λύτρωση από την πίεση έδώ του κόσμου, ανυπομονούσε να δει το Θείο Πρόσωπο και να απολαύσει και να χορτάσει το κάλλος Του, να μπει μέσα στο αγγελικό τάγμα, το όποιο συνεχώς το εζούσε. Και λίγο πριν το θάνατό του στενοχωριόταν που δεν έφευγε, ενώ η πληροφορία από Θεού ήταν τέλεια και θετική και η απόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, του είπα εγώ, εμείς θα κάνουμε κομποσχοίνι και εσείς θα φύγετε». Πράγματι σε ένα εικοσάλεπτο της ώρας, εκεί που ο Γέροντας μιλούσε στους πατέρες κοίταξε προς τον ουρανό, είδε κάτι που αυτός μόνο το είδε και δεν μπόρεσε να μας το πει, έκλινε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και λέγοντας το «φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε, όλα τελείωσαν» δέχθηκε τον ύπνο του μακαρίου άνθρωπου.
Για τη μνήμη του θανάτου ο Γέροντας μας έκαμνε πολλές διδασκαλίες πολλλά παραδείγματα και ιστορικά από διαφόρους ανθρώπους και έτσι μας την είχε εμφυτεύσει πολύ βαθειά στην ψυχή μας. Με το που ξυπνούσαμε ηλιοβασίλευμα, για να ξεκινήσουμε την αγρυπνία, νιώθαμε αυτή τη μνήμη να μας προκαταλαμβάνει και να μας προδιαθέτει, ώστε να δοθούμε στην προσευχή με κατάνυξη περισυλλογή, με πένθος, για να βρούμε λίγο την Χάρη του Θεού.
Πράγματι αυτή η ώρα του θανάτου είναι η πιο δύσκολη ώρα του κάθε ανθρώπου. Αυτή την ώρα πλησιάζουν οι δαίμονες, έχουν στα χέρια τους διάφορα χαρτιά με γραμμένα τα διάφορα αμαρτήματα λεπτομερώς, ακόμη και την ώρα, το πρόσωπο και το όνομα του προσώπου, με το οποίο κάναμε κάποια αμαρτία. Τα παρουσιάζουν, για να φοβίσουν τον άνθρωπο και να πουν ότι με τόσα πολλά αμαρτήματα δεν υπάρχει έλεος Θεού και σωτηρία, ο Άδης τον περιμένει, να χάσει το θάρρος και την εμπιστοσύνη του στον Ουράνιο Πατέρα και να πιστεύση ότι θα του φερθεί σαν δήμιος, που ήλθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή του. Η ψυχή συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει το ηθικό της και, χωρίς να το θέλει, κάθεται και προσέχει τι λένε οι δαίμονες.
Πρέπει να ‘ναι πολύ γενναία η ψυχή, να έχει πολύ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ότι είναι εντάξει, ότι όλα όσα λένε οι δαίμονες είναι ψέματα, κι αν δεν είναι ψέματα, ότι τα αμαρτήματα έχουν τακτοποιηθεί με την ειλικρινή εξομολόγηση.
Τον Αββά Αρσένιο, όταν πλησίαζε η ώρα να φύγει, τον είδαν οι μαθηταί του να κλαίει και απόρησαν. «Κι εσύ, Γέροντα, φοβείσαι τον θάνατο; Εμείς τι έχουμε να πούμε;» Κι ο μέγας στην αρετή και την προετοιμασία Αρσένιος απάντησε: «Παιδιά μου, αυτή την ώρα του θανάτου δεν τη λησμόνησα ποτέ και γι αυτό δεν αμέλησα ποτέ τα καθήκοντά μου» .
Η μνήμη αυτή του θανάτου είναι πάρα πολύ δυνατή, συνέχει τον άνθρωπο και τον κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει τη συνείδηση και τη φέρνει στο σημείο να ελέγχει και τα παραμικρά αμαρτήματα και να ωθεί τον άνθρωπο να τα τακτοποιεί, για να ‘ναι εντάξει απέναντι του Θεού. Από στιγμή σε στιγμή δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί. Πόσο πρέπει να είμεθα έτοιμοι με μια προσεκτική ζωή!
Θα σάς πω ένα ακόμη γεγονός προετοιμασμένου και πάρα πολύ πετυχημένου άνθρωπου στην υπακοή. Όταν ο μακαριστός μου Γέροντας ήταν στην έρημο, πριν ακόμα εγώ πάω και μονάσω κοντά του, είχε έναν υποτακτικό (δυνάμει βέβαια, διότι ήταν σε κάποιον άλλον Γέροντα, αλλά τον δικό μου Γέροντα είχε πνευματικό οδηγό). Αυτός ο αδελφός ήταν νέος, γερός, εύρωστος, αλλά προσεβλήθη από φυματίωση και προχωρούσε προς το θάνατο. Ο Γέροντάς μου τον νουθετούσε πολύ και τον προετοίμαζε σαν ένας καλός γυμναστής για την ώρα τη δύσκολη του θανάτου. Όταν ο αδελφός πλησίαζε προς το τέλος του, ο Γέροντας του είπε, όταν θα φύγει από το σώμα και θα είναι με τον άγγελο του μαζί, πριν πάρει τον ανήφορο για πάνω, να περάσει από την καλύβα του να τον χαιρετήσει. «Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα», απάντησε ο υποτακτικός. Αλλά ο Γέροντας, για να είναι σίγουρος, είπε στους αδελφούς της συνοδείας, όταν ξεψυχήσει ο μοναχός, να χτυπήσουν το καμπανάκι, για να ειδοποιηθεί. Σε λίγες μέρες, ενώ ο Γέροντας έκανε εργόχειρο κι ο γέρο-Αρσένιος ήταν απ' έξω, του είπε ο Γέροντας: «Αρσένιε, ο αδελφός Ιωαννίκιος πέθανε, εκοιμήθη και τώρα είναι εδώ, μας χαιρετάει και φεύγει». Σε λίγο χτύπησε το καμπανάκι, που ανήγγειλε το θάνατο του υποτακτικού.
Μια άλλη μοναχή του Γέροντος έξω στη Θεσσαλονίκη, όταν ήλθε η ώρα της, είδε τους δαίμονες που ήλθαν να την πάρουν. Γύριζε προς τα αριστερά και λέγοντας «γκιτ, γκιτ» (τουρκ. φύγε) έδιωχνε τους δαίμονες με ανοιχτά μάτια και μ' όλες της τις φρένες εκεί, και προς τα δεξιά έλεγε στον άγγελο «γκελ, γκελ» , δηλ. «έλα προς τα εδώ, έλα κοντά».
Με όλα αυτά που είπαμε γίνεται φανερό ότι οι δαίμονες κάνουν αυτή τη δουλειά στον άνθρωπο που πρόκειται να φύγει. Αυτά έγιναν εδώ, στον δικό μας τον καιρό. Τα παραδείγματα βέβαια των Αγίων Πατέρων γύρω από το θάνατο πάρα πολλά. Γι’ αυτό πρέπει να προετοιμαζόμεθα κι εμείς και στην προσευχή μας να παρακαλούμε τον Θεό να μας χαρίσει αυτή την αγία μνήμη του θανάτου να βρεθούμε έτοιμοι σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή. Και δεν αρκεί μόνο το να βρεθούμε έτοιμοι σ' αυτή την ώρα, αλλά μετά την επιθανάτιο δοκιμασία ακολουθεί συνέχεια προς τα πάνω.
Πρόκειται να περάσουμε τα εναέρια τελώνια κατά τους Πατέρας. Εκεί πρόκειται να δώσουμε λογαριασμό στο κάθε τελώνιο, τι του χρωστάμε. Κι αν μεν βρεθεί ότι το χρέος μας, ο φόρος, τα τέλη που χρεωστούμε είναι το ένα κατόπιν του άλλου θα τα περνούμε, θα τα τελειώσουμε και θα φθάσουμε έπειτα στον Θείο Θρόνο. Εκεί θα προσκυνήσουμε τον Δεσπότη Χριστό και θα ακούσουμε τον τελευταίο λόγο, δηλαδή την απόφαση του Θεού, πού θα βρεθούμε πού θα κατοικήσουμε αιώνια. Πολλά ιστορικά από ανθρώπους που πέρασαν τα τελώνια μας λένε ότι η περίπτωση είναι πολύ δύσκολη. Μέγας φόβος καταλαμβάνει την ψυχή, γιατί οι δαίμονες ορμούν με αγριότητα μεγάλη, να την αρπάξουν από τα χέρια των αγγέλων. Η ψυχή συμμαζεύεται, αγκαλιάζει τους αγγέλους, τους κρατάει σφικτά φοβούμενη, μη την πάρουν οι δαίμονες και την κατεβάσουν στον Άδη. Όμως εκείνη την ώρα δεν βοηθούν οι άγγελοι, αλλά τα έργα του ανθρώπου. Εάν οι άγγελοι έχουν την «αβάντα» των καλών έργων, μάχονται ξεπερνούν την ψυχή από τα τελώνια. Όταν όμως πιασθεί η ψυχή ότι έσφαλε θανάσιμα, τότε αναγκαστικά την εγκαταλείπουν στα χέρια των δαιμόνων κι εκείνα με πολύ πάταγο την κατεβάζουν προς τα κάτω θριαμβευτικώς, ότι κέρδισαν μια και λύπησαν τον Πανάγαθο Θεό.
Τώρα θυμήθηκα κάτι που το είχα διαβάσει πριν πολλά χρόνια. Μια ψυχή ήταν αγιασμένη, στολισμένη με παρθενία και πνευματικότητα, με μια χαριτωμένη ζωή, και ένας άγιος άνθρωπος έβλεπε ότι την πήραν οι άγγελοι, δυο άγγελοι την ανέβαζαν ακώλυτα προς συνάντηση του Θεού. Στη συνέχεια έβλεπε ότι άγγελοι κατέβαιναν από τον ουρανό, που είχαν οδηγήσει άλλες ψυχές πιο πάνω, κι όταν συνάντησαν αυτή την ψυχή από τη χαρά τους που γλύτωσε από τα δαιμόνια κι ανέβαινε προς τον Θεό, την ησπάζοντο και η ψυχή επληρώνετο άρρητον ευωδία από τον ασπασμό και το πλησίασμα των αγγέλων. Οι άγγελοι επειδή πλησιάζουν το Θρόνο του Θεού, πηγαίνουν προς τον Παράδεισο, βρίσκονται μέσα στην Βασιλεία του Θεού, ευωδιάζονται από κάθε προσέγγιση τόπου στον άλλο κόσμο κι έχουν ποικιλία από ευωδίες επάνω τους. Από τον ασπασμό αυτόν η ψυχή εκείνη πληρώθηκε από την ευωδία των αγγέλων και την μακάριζε ο άγιος καθώς ανέβαινε προς τα πάνω.
Δεν ξέρουμε τη στιγμή και την ώρα, που θα μας καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό να έχουμε προσεκτική ζωή. Σαν μοναχοί να προσπαθούμε ολοένα και να καλυτερεύουμε την ψυχική μας κατάσταση, να μην αδιαφορούμε, να μην παίρνουμε τα πράγματα ρηχά, να κοιτάμε τον σκοπό μας. Γιατί, ναι μεν, εμείς έτσι εδώ τα λογαριάζουμε. Να όμως που θα έλθει η ώρα εκείνη, που τη γνωρίζουμε και την περιμένουμε! Θα έλθει αυτή η ώρα! Τότε βέβαια δεν θα «περάσουν» αυτά που λέμε σήμερα, ότι «δεν βαριέσαι, δεν πειράζει, ας κάμω κι εκείνο και το άλλο, κι όσα θέλω, και μετά όσα θέλουν ας έλθουνε». Όχι έτσι! θα 'ρθεί αυτή η δύσκολη περίσταση και τότε ο καθένας μας θα βάλει μυαλό, θα 'ρθεί το μυαλό του στη θέση του, αλλά θα είναι πλέον αργά.
Πόσα και πόσα δεν σκέπτεται κανείς εκείνη την ώρα! «Γιατί να μην προσέξω, γιατί να μην βιασθώ λίγο παραπάνω; Τώρα πού θα πάω; Τώρα τι θα συναντήσω; θα περάσω τα τελώνια άραγε; Ποια θα είναι η απόφαση του Χριστού; Αν είναι αρνητική, με τους δαίμονες στην κόλαση; Χωρίς τέλος, χωρίς τέρμα, ατελείωτα, αβασίλευτα, κάτω στο σκότος το εξώτερο, το ψηλαφητό, με τους δαίμονες;» Εδώ ένας λογισμός μας έρχεται και είναι τόσο βασανιστικός, ωσότου με τη Χάρη του Θεού μπορέσουμε να τον αποβάλουμε. Μα εκεί δεν θα είναι απλός λογισμός, αλλά τελεία στέρηση του Θεού και μια τελεία, μπορώ να πω, επαφή με την κόλαση και τους δαίμονας. Τρομακτικό το πράγμα, ασύλληπτο. Δεν μπορεί να το βαστάσει ο νους του άνθρωπου. Αυτά και τόσα άλλα που δεν θα ‘χουν αριθμό θα μας βασανίζουν εκείνη την ώρα. Τότε θα παρακαλούμε, θα δεόμεθα του Θεού, των αγίων να μας βοηθήσουν. Τότε η συνείδησή μας θα μας καταμαρτυρεί για ό,τι εκωφεύσαμε στη φωνή της. Η μεταμέλεια εκείνη την ώρα θα είναι σκληρή, μαστίγιο αλύπητο, βασανιστικότερη κι από τους δαίμονες. Ούτε ένα λεπτό από τα χρόνια που πέρασαν δεν θα μας χαρισθεί. Οι λογισμοί αυτοί θα είναι μία πρόγευση της αιωνίου κολάσεως.
Όλα αυτά να τα σκεπτόμεθα συνέχεια, για να βάλουμε καλή αρχή, να μας βρει ένα καλό τέλος, να μη χάνομε τον σκοπό μας. Διάβασα στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ ότι στο μοναστήρι του είχε πάνω από εκατό μοναχές και προείδε ότι όλες θα σωθούν έκτος από τρεις που θα κολασθούν... Πόσο τρομερό είναι να χωρίζεται κανείς από την αδελφότητα αιώνια! Είναι κάτι πολύ τρομακτικό! Εδώ νιώθουμε όλοι μαζί αγάπη, θαλπωρή, σιγουριά, θάρρος, νιώθουμε ευχάριστα, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτό που θα ζούμε στον Παράδεισο, που όλα είναι τέλεια. Εκεί επάνω λένε οι Πατέρες ότι η αγάπη θα είναι η τροφή των άγιων ψυχών. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς, όχι μόνο από την αδελφότητα μας να χάσει τη σωτηρία του, αλλά κι όλος ο κόσμος να σωθεί. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα λέγει ότι ολίγοι οι σωζόμενοι, «πολλοί οι κλητοί, αλλά ολίγοι οι εκλεκτοί». Και πολλοί καλούνται να εργασθούν τον Θεό, αλλά εκείνοι που θα τον ευαρεστήσουν με την εργασία τους είναι ολίγοι. Κι αυτό το «ολίγοι» πρέπει να μας συνέχει διαρκώς, μήπως από τους πολλούς είμαστε κι εμείς που θα χάσουμε τη σωτηρία μας.
Ας αγωνισθούμε, πατέρες μου, ας βιάζουμε τον εαυτό μας και ας προσπαθούμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή να καλυτερεύουμε τον ψυχικό μας κόσμο. Να τηρούμε τα μοναχικά μας καθήκοντα, να ‘χουμε αγάπη, αδελφοσύνη, να μη πικραίνει ο ένας τον άλλον, να μη σκανδαλίζει ο ένας τον άλλον, να υπομένουμε αλλήλους. Ο ένας να συνεργεί στο καλό του άλλου με το καλό παράδειγμα. Να ωφελούμεθα, να ωφελούμε και τους άλλους που μας πλησιάζουν και έρχονται να δουν κάτι καλύτερο στο μοναστήρι. Έχουμε χρέος και για τους αδελφούς μας, τους λαϊκούς. Εκείνος που είναι ωφέλιμος, και στον εαυτό του είναι ωφέλιμος και στον πλησίον του. Όπως, όταν κανείς έχει μικρόβιο κολλητικό, το μεταδίδει και στους άλλους, έτσι γίνεται και στα πνευματικά. Όταν είναι κανείς ψυχικά άρρωστος, μεταδίδει την ασθένειά του και στον άλλον και τον παρασύρει στο κακό. Και θα δώσουμε λόγο εάν σκανδαλίζουμε τον πλησίον μας.
Αυτά τα ολίγα για την αγία μνήμη του θανάτου, την οποία εύχομαι να την κάνουμε όλοι κτήμα μέσα στην ψυχή μας. Και νύχτα-μέρα αυτό το βιβλίο, αυτό τον τόμο, της μνήμης του θανάτου να τον ανοίγουμε και να το διαβάζουμε συνέχεια για να διδασκόμεθα την προετοιμασία και να βρεθούμε εντάξει την ώρα που θα λογοδοτήσουμε ενώπιον του Θεού.
Θα επανέλθω σε λίγες συμβουλές, που σας τις έχω ξαναπεί, αλλά θα τις ανανεώσω, για να προσέξετε περισσότερο. Στην εκκλησία να είμεθα εγκρατείς στις κινήσεις μας και να μη γίνεται μετακίνηση, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ώστε να μη δημιουργείται οχλαγωγία, επειδή συμβαίνει να είμαστε κάμποσοι στην συνοδεία. Σε ορισμένα σημεία της ακολουθίας να στεκόμεθα όρθιοι, π.χ. στον ψαλμό, στον πεντηκοστό ψαλμό, στην «Τιμιωτέρα», στις απολύσεις, στις ευχές της κεφαλοκλισίας, στη Θεία Λειτουργία, στις Ιεροτελεστίες, στους αγιασμούς, στη θεία μετάληψη. Συνάμα να καταβάλουμε και λίγο κόπο, για να πάρουμε μισθό από τον Θεό. Όταν κτυπάει το ξύλο για να κατεβούμε κάτω, να τρέχουμε, όπως τρέχουν οι αθλητές: ποιος θα πάρει το βραβείο, έτσι κι εμείς να τρέχουμε στην εκκλησία του Θεού. Είναι η Κιβωτός που σώζει κάθε άνθρωπο, που μπαίνει εκεί. Επίσης να αποφεύγουμε τις πολλές επαφές και με τους λαϊκούς, εκτός από τους πατέρες που είναι ορισμένοι για την διακονία των λαϊκών αδελφών μας.
Να είμαστε αθόρυβοι και σιωπηλοί. Να είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε τον αδελφό με το διακόνημά του και να μην ξεφεύγουμε, γιατί ο κόπος έχει μισθό και χάρη από το Θεό. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το πρόγραμμα χωρίς λόγο ή ευλογία από το Γέροντα είναι αμαρτία και πολλές φορές το έχω επισημάνει.
Κάτι άλλο, που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι δεν πρέπει να πηγαίνουμε εύκολα ο ένας στο κελλί του άλλου χωρίς σοβαρό λόγο, π.χ. σε περίπτωση ασθενείας ενός αδελφού- αλλά και πάλι να είμαστε σύντομοι και διακριτικοί. Οι Πατέρες λέγουν ότι οι νεότεροι αρχίζουν από την θεολογία και καταλήγουν στην αισχρολογία. Προσοχή λοιπόν, να φυλάξουμε την εντολή.
Μετά το Απόδειπνο να πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στο κελλί μας, να μελετάμε και να «τραβάμε κομποσχοίνι» ή και να χορταίνουμε τον ύπνο μας, ώστε να σηκωνόμαστε ξεκούραστοι για την αγρυπνία. Το να πηγαίνουμε εδώ κι εκεί μετά το απόδειπνο είναι αταξία, γιατί και την εντολή παραβαίνουμε και τους αδύνατους στο λογισμό αδελφούς σκανδαλίζουμε.
Αυτά είχα να σας πω σαν συμβουλές και εύχομαι να μας αξιώσει ο Θεός να προετοιμαζόμεθα συνέχεια, για να αξιωθούμε της σωτηρίας. Αμήν.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4, ΙΟΥΝΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 198
το είδα http://opougis.blogspot.com
Αυτός ο γέροντας ήταν άρρωστος από την καρδιά του, άλλα ο πειρασμός «έβαζε το πόδι του» και δεν τον είχε αφήσει να εξομολογηθεί ορισμένα σφάλματα, που είχαν σχέση με την κοσμική του ζωή, όταν ήταν ακόμη λαϊκός. Όταν βάρυνε και κατάλαβε ότι πλησιάζει ο καιρός για να φύγει, με ξανακάλεσε με τον αδελφό του, που ήταν και αυτός μοναχός. Ο αδελφός του μου είπε ότι ο άρρωστος ανυπομονεί και να πάω να τον τονώσω, μήπως χάσει την ψυχή του.
Απόρησα βέβαια, που μου είπε ότι έχασε την υπομονή του, γιατί ξέρω ότι οι μοναχοί είναι κάπως υπομονετικοί στους πειρασμούς, στην ασθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε για το κελλί του.
Όταν αντίκρισα αυτόν τον Γέροντα είδα ότι δεν ανυπομονούσε, αλλά ότι τον είχαν περικυκλώσει οι δαίμονες. Αφού μείναμε οι δυο μας με τον ασθενή, τον ρώτησα αν τον πλησίασαν πονηρά πνεύματα. Απάντησε καταφατικά. Ήταν εξαγριωμένος, κοίταζε δεξιά-αριστερά και προσπαθούσε να πάρει προφυλακτικά μέτρα σαν να προσπαθούσαν να τον δαγκώσουν σκυλιά λυσσασμένα.
Τόνωσα τη φωνή μου, για να αποσπάσω την προσοχή του από τους δαίμονες και τον ρώτησα τι του έλεγαν τα δαιμόνια. «Ου...! τι μου λένε..., δεν λέγεται». «Όχι, όχι! Για πρόσεξε καλά, του είπα, γιατί αυτά γνωρίζουν καλύτερα τα δικά μας αμαρτήματα απ' όσο τα ενθυμούμεθα εμείς». Οι δαίμονες τον κατηγορούσαν για διάφορα σφάλματα, που κατά το πλείστον δεν τα είχε εξομολογηθεί και του τα θεάτριζαν, για να τον απελπίσουν. Μου τα έλεγε κι εγώ του τα έπαιρνα ελπίζοντας ότι ο Θεός θα κάμει το έλεος Του και σ' αυτόν τον άνθρωπο σ' αυτή τη δύσκολη ώρα που βρέθηκε.
Επειδή έβλεπα όμως ότι εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος, απελπισμένος, εξαγριωμένος, του ζήτησα να φύγω λίγο από κοντά του, για να ζητήσω από τους πατέρες της αδελφότητος να του κάνουν κομποσχοίνι. «Όχι πνευματικέ, μου λέει, κάθισε δίπλα μου». Με παρακαλούσε με αγωνία. Τον έπεισα και απομακρύνθηκα 2-3 λεπτά από κοντά του, για να ζητήσω την προσευχή των πατέρων. Όταν επέστρεψα, τον βρήκα ειρηνικό. Οι δαίμονες, όπως μου είπε, ήταν εκεί, αλλά σιωπούσαν.
Το βράδυ, στην κατ' ιδίαν αγρυπνία, ένιωσα ότι όλα εκείνα τα δαιμόνια που ήταν στο γέροντα ήλθαν μέσα στο δικό μου κελλί και μου δημιουργούσαν ανησυχία, φασαρία. Στα χρονικά μου για πρώτη φορά γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αισθητά να με πολεμούν. Άναψα τη λάμπα να διαβάσω, αλλά πού να διαβάσω! Δεξιά-αριστερά δαιμόνια! Δεν φοβήθηκα καθόλου. Ήξερα ότι ήθελαν να με φοβίσουν, για να μην ξαναπάω στο γέροντα, αλλά εγώ τους απάντησα: «Εσείς τη δουλειά σας κι εγώ τη δική μου δουλειά». Έπειτα, στη θεία Λειτουργία, δεν παρουσιάστηκαν καθόλου.
Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ξαναπήγα στον άρρωστο, για να τον βοηθήσω με ευχέλαιο, εξομολόγηση και όλα τα απαραίτητα. Τον ρώτησα αν έκτος από τα δαιμόνια είναι εκεί και ο φύλακας άγγελος του. Απάντησε καταφατικά και επίσης ότι περιμένει ανωτέρα διαταγή για να τον «πάρει». «Καλά, του είπα, τον δικό σου άγγελο τον βλέπεις, τους δικούς μας (γιατί ήμουν μαζί με έναν άλλο πνευματικό) δεν τους βλέπεις;» «Τους βλέπω, απάντησε, και μάλιστα οι δικοί σας άγγελοι φέρουν σαν στέμμα στο κεφάλι και κάτι άλλο περισσότερο» (που φανερώνει ότι οι άγγελοι που φυλάγουν τους πνευματικούς έχουν κάτι ιδιαίτερο επάνω τους). Στη συνέχεια μου είπε ότι την Δευτέρα (ήταν Παρασκευή) θα γίνει πανήγυρις (εννοούσε την κηδεία του) και ότι θα παρευρεθούν και κάποια πρόσωπα που έλειπαν εκείνες τις μέρες, πράγμα που έγινε.
Στα τελευταία του οι δαίμονες, επειδή είδαν ότι έχασαν αυτοί, λόγω του ότι ο γέροντας εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του, εξαγριώθηκαν και θέλησαν να τον υποσκελίσουν σε κάτι σοβαρό, ώστε να χάσει την ψυχή του. Τη νύχτα της προπαραμονής του θανάτου του έστειλα τον π. Ιωσήφ, να του συμπαρασταθούν να του κάνουν κομποσχοίνι και να τον ξενυχτίσουν.
Όταν πήγα το πρωί, μου είπε ότι κατά την διάρκεια της νύχτας, παρά λίγο να χάσει την ψυχή του εξ αιτίας της πονηρίας των δαιμόνων. Του έδειχναν δηλ. ένα σταμνί γεμάτο με νερό, που ήταν εκεί δίπλα, και του έλεγαν πως, αν το πιει όλο, θα γίνει καλά. Ο γέροντας κατάλαβε πως, αν το έκανε αυτό, θα έσκαζε, αλλά τον νίκησε ο λογισμός να το κάμει, για να τελειώσει το βάσανό του. Ζήτησε το σταμνί από έναν πατέρα, αλλά επενέβη άλλος και είπε πως αν το κάμει αυτό θα πεθάνει. Έτσι ξέφυγε κι απ' αυτή την παγίδα των δαιμόνων.
Μετά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής τον βρήκα να κάθεται ειρηνικός σε μια πολυθρονίτσα. «Είμαι πολύ καλά, πνευματικέ μου, μου είπε, ο θεός να σε ξεπληρώσει το καλό που μου έκαμες». Έφυγα, για να ξεκουραστώ λίγο μετά την ολονύκτιο αγρυπνία και με την προοπτική να επιστρέψω ξανά στον ετοιμοθάνατο. Όταν ξύπνησα, έμαθα ότι προ μισής ώρας χτύπησαν οι καμπάνες. Πράγματι ο γέροντας είχε τελειώσει.
Αυτή η περίπτωση φανερώνει άνθρωπο που δεν ήταν προετοιμασμένος για την έξοδό του. Τώρα θα σας πω και την περίπτωση του προετοιμασμένου πνευματικού άνθρωπου, για να δούμε τη διαφορά μεταξύ τους.
Αυτός ο καλώς προετοιμασμένος άνθρωπος είναι ο Γέροντας μου. Όταν καθόταν για να προσευχηθεί, πρώτα σκεπτόταν πως πέρασε την ημέρα, ποιο πάθος τον ενοχλεί, ποια αδυναμία ζει και έπαιρνε νέα απόφαση, για να τα καταπολεμήσει να σβήσουν. Αυτή η προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στην προσευχή του Γέροντα και τον είχε ετοιμάσει ανθρωπίνως, θα μπορούσα να πω, τέλεια, ώστε να αντιμετωπίσει το θάνατο. «Παιδί μου, πώς θα περάσω το γεφύρι του θανάτου», μου έλεγε. «Από κει και πέρα με τη χάρη του Θεού είναι όλα τακτοποιημένα».
Το ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος το έδειξαν οι προθανάτιες καταστάσεις. Μια απ' αυτές τις καταστάσεις ήταν ότι έκλαιγε από πολύ αγάπη προς το Χριστό και την Παναγία μας. Δεν είχε κανέναν έλεγχο στη συνείδησή του. Περίμενε το θάνατο σαν μια πανήγυρη, σαν μια λύτρωση από την πίεση έδώ του κόσμου, ανυπομονούσε να δει το Θείο Πρόσωπο και να απολαύσει και να χορτάσει το κάλλος Του, να μπει μέσα στο αγγελικό τάγμα, το όποιο συνεχώς το εζούσε. Και λίγο πριν το θάνατό του στενοχωριόταν που δεν έφευγε, ενώ η πληροφορία από Θεού ήταν τέλεια και θετική και η απόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, του είπα εγώ, εμείς θα κάνουμε κομποσχοίνι και εσείς θα φύγετε». Πράγματι σε ένα εικοσάλεπτο της ώρας, εκεί που ο Γέροντας μιλούσε στους πατέρες κοίταξε προς τον ουρανό, είδε κάτι που αυτός μόνο το είδε και δεν μπόρεσε να μας το πει, έκλινε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και λέγοντας το «φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε, όλα τελείωσαν» δέχθηκε τον ύπνο του μακαρίου άνθρωπου.
Για τη μνήμη του θανάτου ο Γέροντας μας έκαμνε πολλές διδασκαλίες πολλλά παραδείγματα και ιστορικά από διαφόρους ανθρώπους και έτσι μας την είχε εμφυτεύσει πολύ βαθειά στην ψυχή μας. Με το που ξυπνούσαμε ηλιοβασίλευμα, για να ξεκινήσουμε την αγρυπνία, νιώθαμε αυτή τη μνήμη να μας προκαταλαμβάνει και να μας προδιαθέτει, ώστε να δοθούμε στην προσευχή με κατάνυξη περισυλλογή, με πένθος, για να βρούμε λίγο την Χάρη του Θεού.
Πράγματι αυτή η ώρα του θανάτου είναι η πιο δύσκολη ώρα του κάθε ανθρώπου. Αυτή την ώρα πλησιάζουν οι δαίμονες, έχουν στα χέρια τους διάφορα χαρτιά με γραμμένα τα διάφορα αμαρτήματα λεπτομερώς, ακόμη και την ώρα, το πρόσωπο και το όνομα του προσώπου, με το οποίο κάναμε κάποια αμαρτία. Τα παρουσιάζουν, για να φοβίσουν τον άνθρωπο και να πουν ότι με τόσα πολλά αμαρτήματα δεν υπάρχει έλεος Θεού και σωτηρία, ο Άδης τον περιμένει, να χάσει το θάρρος και την εμπιστοσύνη του στον Ουράνιο Πατέρα και να πιστεύση ότι θα του φερθεί σαν δήμιος, που ήλθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή του. Η ψυχή συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει το ηθικό της και, χωρίς να το θέλει, κάθεται και προσέχει τι λένε οι δαίμονες.
Πρέπει να ‘ναι πολύ γενναία η ψυχή, να έχει πολύ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ότι είναι εντάξει, ότι όλα όσα λένε οι δαίμονες είναι ψέματα, κι αν δεν είναι ψέματα, ότι τα αμαρτήματα έχουν τακτοποιηθεί με την ειλικρινή εξομολόγηση.
Τον Αββά Αρσένιο, όταν πλησίαζε η ώρα να φύγει, τον είδαν οι μαθηταί του να κλαίει και απόρησαν. «Κι εσύ, Γέροντα, φοβείσαι τον θάνατο; Εμείς τι έχουμε να πούμε;» Κι ο μέγας στην αρετή και την προετοιμασία Αρσένιος απάντησε: «Παιδιά μου, αυτή την ώρα του θανάτου δεν τη λησμόνησα ποτέ και γι αυτό δεν αμέλησα ποτέ τα καθήκοντά μου» .
Η μνήμη αυτή του θανάτου είναι πάρα πολύ δυνατή, συνέχει τον άνθρωπο και τον κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει τη συνείδηση και τη φέρνει στο σημείο να ελέγχει και τα παραμικρά αμαρτήματα και να ωθεί τον άνθρωπο να τα τακτοποιεί, για να ‘ναι εντάξει απέναντι του Θεού. Από στιγμή σε στιγμή δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί. Πόσο πρέπει να είμεθα έτοιμοι με μια προσεκτική ζωή!
Θα σάς πω ένα ακόμη γεγονός προετοιμασμένου και πάρα πολύ πετυχημένου άνθρωπου στην υπακοή. Όταν ο μακαριστός μου Γέροντας ήταν στην έρημο, πριν ακόμα εγώ πάω και μονάσω κοντά του, είχε έναν υποτακτικό (δυνάμει βέβαια, διότι ήταν σε κάποιον άλλον Γέροντα, αλλά τον δικό μου Γέροντα είχε πνευματικό οδηγό). Αυτός ο αδελφός ήταν νέος, γερός, εύρωστος, αλλά προσεβλήθη από φυματίωση και προχωρούσε προς το θάνατο. Ο Γέροντάς μου τον νουθετούσε πολύ και τον προετοίμαζε σαν ένας καλός γυμναστής για την ώρα τη δύσκολη του θανάτου. Όταν ο αδελφός πλησίαζε προς το τέλος του, ο Γέροντας του είπε, όταν θα φύγει από το σώμα και θα είναι με τον άγγελο του μαζί, πριν πάρει τον ανήφορο για πάνω, να περάσει από την καλύβα του να τον χαιρετήσει. «Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα», απάντησε ο υποτακτικός. Αλλά ο Γέροντας, για να είναι σίγουρος, είπε στους αδελφούς της συνοδείας, όταν ξεψυχήσει ο μοναχός, να χτυπήσουν το καμπανάκι, για να ειδοποιηθεί. Σε λίγες μέρες, ενώ ο Γέροντας έκανε εργόχειρο κι ο γέρο-Αρσένιος ήταν απ' έξω, του είπε ο Γέροντας: «Αρσένιε, ο αδελφός Ιωαννίκιος πέθανε, εκοιμήθη και τώρα είναι εδώ, μας χαιρετάει και φεύγει». Σε λίγο χτύπησε το καμπανάκι, που ανήγγειλε το θάνατο του υποτακτικού.
Μια άλλη μοναχή του Γέροντος έξω στη Θεσσαλονίκη, όταν ήλθε η ώρα της, είδε τους δαίμονες που ήλθαν να την πάρουν. Γύριζε προς τα αριστερά και λέγοντας «γκιτ, γκιτ» (τουρκ. φύγε) έδιωχνε τους δαίμονες με ανοιχτά μάτια και μ' όλες της τις φρένες εκεί, και προς τα δεξιά έλεγε στον άγγελο «γκελ, γκελ» , δηλ. «έλα προς τα εδώ, έλα κοντά».
Με όλα αυτά που είπαμε γίνεται φανερό ότι οι δαίμονες κάνουν αυτή τη δουλειά στον άνθρωπο που πρόκειται να φύγει. Αυτά έγιναν εδώ, στον δικό μας τον καιρό. Τα παραδείγματα βέβαια των Αγίων Πατέρων γύρω από το θάνατο πάρα πολλά. Γι’ αυτό πρέπει να προετοιμαζόμεθα κι εμείς και στην προσευχή μας να παρακαλούμε τον Θεό να μας χαρίσει αυτή την αγία μνήμη του θανάτου να βρεθούμε έτοιμοι σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή. Και δεν αρκεί μόνο το να βρεθούμε έτοιμοι σ' αυτή την ώρα, αλλά μετά την επιθανάτιο δοκιμασία ακολουθεί συνέχεια προς τα πάνω.
Πρόκειται να περάσουμε τα εναέρια τελώνια κατά τους Πατέρας. Εκεί πρόκειται να δώσουμε λογαριασμό στο κάθε τελώνιο, τι του χρωστάμε. Κι αν μεν βρεθεί ότι το χρέος μας, ο φόρος, τα τέλη που χρεωστούμε είναι το ένα κατόπιν του άλλου θα τα περνούμε, θα τα τελειώσουμε και θα φθάσουμε έπειτα στον Θείο Θρόνο. Εκεί θα προσκυνήσουμε τον Δεσπότη Χριστό και θα ακούσουμε τον τελευταίο λόγο, δηλαδή την απόφαση του Θεού, πού θα βρεθούμε πού θα κατοικήσουμε αιώνια. Πολλά ιστορικά από ανθρώπους που πέρασαν τα τελώνια μας λένε ότι η περίπτωση είναι πολύ δύσκολη. Μέγας φόβος καταλαμβάνει την ψυχή, γιατί οι δαίμονες ορμούν με αγριότητα μεγάλη, να την αρπάξουν από τα χέρια των αγγέλων. Η ψυχή συμμαζεύεται, αγκαλιάζει τους αγγέλους, τους κρατάει σφικτά φοβούμενη, μη την πάρουν οι δαίμονες και την κατεβάσουν στον Άδη. Όμως εκείνη την ώρα δεν βοηθούν οι άγγελοι, αλλά τα έργα του ανθρώπου. Εάν οι άγγελοι έχουν την «αβάντα» των καλών έργων, μάχονται ξεπερνούν την ψυχή από τα τελώνια. Όταν όμως πιασθεί η ψυχή ότι έσφαλε θανάσιμα, τότε αναγκαστικά την εγκαταλείπουν στα χέρια των δαιμόνων κι εκείνα με πολύ πάταγο την κατεβάζουν προς τα κάτω θριαμβευτικώς, ότι κέρδισαν μια και λύπησαν τον Πανάγαθο Θεό.
Τώρα θυμήθηκα κάτι που το είχα διαβάσει πριν πολλά χρόνια. Μια ψυχή ήταν αγιασμένη, στολισμένη με παρθενία και πνευματικότητα, με μια χαριτωμένη ζωή, και ένας άγιος άνθρωπος έβλεπε ότι την πήραν οι άγγελοι, δυο άγγελοι την ανέβαζαν ακώλυτα προς συνάντηση του Θεού. Στη συνέχεια έβλεπε ότι άγγελοι κατέβαιναν από τον ουρανό, που είχαν οδηγήσει άλλες ψυχές πιο πάνω, κι όταν συνάντησαν αυτή την ψυχή από τη χαρά τους που γλύτωσε από τα δαιμόνια κι ανέβαινε προς τον Θεό, την ησπάζοντο και η ψυχή επληρώνετο άρρητον ευωδία από τον ασπασμό και το πλησίασμα των αγγέλων. Οι άγγελοι επειδή πλησιάζουν το Θρόνο του Θεού, πηγαίνουν προς τον Παράδεισο, βρίσκονται μέσα στην Βασιλεία του Θεού, ευωδιάζονται από κάθε προσέγγιση τόπου στον άλλο κόσμο κι έχουν ποικιλία από ευωδίες επάνω τους. Από τον ασπασμό αυτόν η ψυχή εκείνη πληρώθηκε από την ευωδία των αγγέλων και την μακάριζε ο άγιος καθώς ανέβαινε προς τα πάνω.
Δεν ξέρουμε τη στιγμή και την ώρα, που θα μας καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό να έχουμε προσεκτική ζωή. Σαν μοναχοί να προσπαθούμε ολοένα και να καλυτερεύουμε την ψυχική μας κατάσταση, να μην αδιαφορούμε, να μην παίρνουμε τα πράγματα ρηχά, να κοιτάμε τον σκοπό μας. Γιατί, ναι μεν, εμείς έτσι εδώ τα λογαριάζουμε. Να όμως που θα έλθει η ώρα εκείνη, που τη γνωρίζουμε και την περιμένουμε! Θα έλθει αυτή η ώρα! Τότε βέβαια δεν θα «περάσουν» αυτά που λέμε σήμερα, ότι «δεν βαριέσαι, δεν πειράζει, ας κάμω κι εκείνο και το άλλο, κι όσα θέλω, και μετά όσα θέλουν ας έλθουνε». Όχι έτσι! θα 'ρθεί αυτή η δύσκολη περίσταση και τότε ο καθένας μας θα βάλει μυαλό, θα 'ρθεί το μυαλό του στη θέση του, αλλά θα είναι πλέον αργά.
Πόσα και πόσα δεν σκέπτεται κανείς εκείνη την ώρα! «Γιατί να μην προσέξω, γιατί να μην βιασθώ λίγο παραπάνω; Τώρα πού θα πάω; Τώρα τι θα συναντήσω; θα περάσω τα τελώνια άραγε; Ποια θα είναι η απόφαση του Χριστού; Αν είναι αρνητική, με τους δαίμονες στην κόλαση; Χωρίς τέλος, χωρίς τέρμα, ατελείωτα, αβασίλευτα, κάτω στο σκότος το εξώτερο, το ψηλαφητό, με τους δαίμονες;» Εδώ ένας λογισμός μας έρχεται και είναι τόσο βασανιστικός, ωσότου με τη Χάρη του Θεού μπορέσουμε να τον αποβάλουμε. Μα εκεί δεν θα είναι απλός λογισμός, αλλά τελεία στέρηση του Θεού και μια τελεία, μπορώ να πω, επαφή με την κόλαση και τους δαίμονας. Τρομακτικό το πράγμα, ασύλληπτο. Δεν μπορεί να το βαστάσει ο νους του άνθρωπου. Αυτά και τόσα άλλα που δεν θα ‘χουν αριθμό θα μας βασανίζουν εκείνη την ώρα. Τότε θα παρακαλούμε, θα δεόμεθα του Θεού, των αγίων να μας βοηθήσουν. Τότε η συνείδησή μας θα μας καταμαρτυρεί για ό,τι εκωφεύσαμε στη φωνή της. Η μεταμέλεια εκείνη την ώρα θα είναι σκληρή, μαστίγιο αλύπητο, βασανιστικότερη κι από τους δαίμονες. Ούτε ένα λεπτό από τα χρόνια που πέρασαν δεν θα μας χαρισθεί. Οι λογισμοί αυτοί θα είναι μία πρόγευση της αιωνίου κολάσεως.
Όλα αυτά να τα σκεπτόμεθα συνέχεια, για να βάλουμε καλή αρχή, να μας βρει ένα καλό τέλος, να μη χάνομε τον σκοπό μας. Διάβασα στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ ότι στο μοναστήρι του είχε πάνω από εκατό μοναχές και προείδε ότι όλες θα σωθούν έκτος από τρεις που θα κολασθούν... Πόσο τρομερό είναι να χωρίζεται κανείς από την αδελφότητα αιώνια! Είναι κάτι πολύ τρομακτικό! Εδώ νιώθουμε όλοι μαζί αγάπη, θαλπωρή, σιγουριά, θάρρος, νιώθουμε ευχάριστα, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτό που θα ζούμε στον Παράδεισο, που όλα είναι τέλεια. Εκεί επάνω λένε οι Πατέρες ότι η αγάπη θα είναι η τροφή των άγιων ψυχών. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς, όχι μόνο από την αδελφότητα μας να χάσει τη σωτηρία του, αλλά κι όλος ο κόσμος να σωθεί. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα λέγει ότι ολίγοι οι σωζόμενοι, «πολλοί οι κλητοί, αλλά ολίγοι οι εκλεκτοί». Και πολλοί καλούνται να εργασθούν τον Θεό, αλλά εκείνοι που θα τον ευαρεστήσουν με την εργασία τους είναι ολίγοι. Κι αυτό το «ολίγοι» πρέπει να μας συνέχει διαρκώς, μήπως από τους πολλούς είμαστε κι εμείς που θα χάσουμε τη σωτηρία μας.
Ας αγωνισθούμε, πατέρες μου, ας βιάζουμε τον εαυτό μας και ας προσπαθούμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή να καλυτερεύουμε τον ψυχικό μας κόσμο. Να τηρούμε τα μοναχικά μας καθήκοντα, να ‘χουμε αγάπη, αδελφοσύνη, να μη πικραίνει ο ένας τον άλλον, να μη σκανδαλίζει ο ένας τον άλλον, να υπομένουμε αλλήλους. Ο ένας να συνεργεί στο καλό του άλλου με το καλό παράδειγμα. Να ωφελούμεθα, να ωφελούμε και τους άλλους που μας πλησιάζουν και έρχονται να δουν κάτι καλύτερο στο μοναστήρι. Έχουμε χρέος και για τους αδελφούς μας, τους λαϊκούς. Εκείνος που είναι ωφέλιμος, και στον εαυτό του είναι ωφέλιμος και στον πλησίον του. Όπως, όταν κανείς έχει μικρόβιο κολλητικό, το μεταδίδει και στους άλλους, έτσι γίνεται και στα πνευματικά. Όταν είναι κανείς ψυχικά άρρωστος, μεταδίδει την ασθένειά του και στον άλλον και τον παρασύρει στο κακό. Και θα δώσουμε λόγο εάν σκανδαλίζουμε τον πλησίον μας.
Αυτά τα ολίγα για την αγία μνήμη του θανάτου, την οποία εύχομαι να την κάνουμε όλοι κτήμα μέσα στην ψυχή μας. Και νύχτα-μέρα αυτό το βιβλίο, αυτό τον τόμο, της μνήμης του θανάτου να τον ανοίγουμε και να το διαβάζουμε συνέχεια για να διδασκόμεθα την προετοιμασία και να βρεθούμε εντάξει την ώρα που θα λογοδοτήσουμε ενώπιον του Θεού.
Θα επανέλθω σε λίγες συμβουλές, που σας τις έχω ξαναπεί, αλλά θα τις ανανεώσω, για να προσέξετε περισσότερο. Στην εκκλησία να είμεθα εγκρατείς στις κινήσεις μας και να μη γίνεται μετακίνηση, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ώστε να μη δημιουργείται οχλαγωγία, επειδή συμβαίνει να είμαστε κάμποσοι στην συνοδεία. Σε ορισμένα σημεία της ακολουθίας να στεκόμεθα όρθιοι, π.χ. στον ψαλμό, στον πεντηκοστό ψαλμό, στην «Τιμιωτέρα», στις απολύσεις, στις ευχές της κεφαλοκλισίας, στη Θεία Λειτουργία, στις Ιεροτελεστίες, στους αγιασμούς, στη θεία μετάληψη. Συνάμα να καταβάλουμε και λίγο κόπο, για να πάρουμε μισθό από τον Θεό. Όταν κτυπάει το ξύλο για να κατεβούμε κάτω, να τρέχουμε, όπως τρέχουν οι αθλητές: ποιος θα πάρει το βραβείο, έτσι κι εμείς να τρέχουμε στην εκκλησία του Θεού. Είναι η Κιβωτός που σώζει κάθε άνθρωπο, που μπαίνει εκεί. Επίσης να αποφεύγουμε τις πολλές επαφές και με τους λαϊκούς, εκτός από τους πατέρες που είναι ορισμένοι για την διακονία των λαϊκών αδελφών μας.
Να είμαστε αθόρυβοι και σιωπηλοί. Να είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε τον αδελφό με το διακόνημά του και να μην ξεφεύγουμε, γιατί ο κόπος έχει μισθό και χάρη από το Θεό. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το πρόγραμμα χωρίς λόγο ή ευλογία από το Γέροντα είναι αμαρτία και πολλές φορές το έχω επισημάνει.
Κάτι άλλο, που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι δεν πρέπει να πηγαίνουμε εύκολα ο ένας στο κελλί του άλλου χωρίς σοβαρό λόγο, π.χ. σε περίπτωση ασθενείας ενός αδελφού- αλλά και πάλι να είμαστε σύντομοι και διακριτικοί. Οι Πατέρες λέγουν ότι οι νεότεροι αρχίζουν από την θεολογία και καταλήγουν στην αισχρολογία. Προσοχή λοιπόν, να φυλάξουμε την εντολή.
Μετά το Απόδειπνο να πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στο κελλί μας, να μελετάμε και να «τραβάμε κομποσχοίνι» ή και να χορταίνουμε τον ύπνο μας, ώστε να σηκωνόμαστε ξεκούραστοι για την αγρυπνία. Το να πηγαίνουμε εδώ κι εκεί μετά το απόδειπνο είναι αταξία, γιατί και την εντολή παραβαίνουμε και τους αδύνατους στο λογισμό αδελφούς σκανδαλίζουμε.
Αυτά είχα να σας πω σαν συμβουλές και εύχομαι να μας αξιώσει ο Θεός να προετοιμαζόμεθα συνέχεια, για να αξιωθούμε της σωτηρίας. Αμήν.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4, ΙΟΥΝΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 198
το είδα http://opougis.blogspot.com