20090404210545.pngΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΖΩΗ: Οι περισσότεροι από τούς σημερινούς Αγιορείτες Μοναχούς είναι νέοι καί μορφωμένοι. Απαρνούνται τόν μάταιο κόσμο καί όλα όσα τούς εμποδίζουνε στήν κατόρθωση της αρετής, μέ επίγνωση αναζητούν τόν Θεό καί τή βίωση μυστικών θείων εμπειριών, βι-άζοντας εαυτούς βιάζονται νά ζήσουν τόν Χριστό καί τή Βασιλεία Του επί της γης. Υπόσχονται παρθενία καί αγωνίζονται γιά τήν κάθαρση της ψυχής τους, γιά νά γευθούν τή θεία χάρη. Καθώς τό λέει καί ο μακαρισμός: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται» -Ματθ. ε΄8- Τήν κάθαρση ακολουθεί ο αγιασμός, ο φωτισμός, η θέωση. Οι μοναχοί είναι φιλόπονοι καί εργατικοί. Διά των διακονημάτων καί των άλλων εργασιών μέσα στά πλαίσια της υπακοής υπηρετούν τούς αδελφούς, μέ πνεύμα ανιδιοτελείας καί ακτημοσύνης, γιά νά υμνούν καί νά παρακαλούν τόν Θεό απερίσπαστοι από μέριμνες κοσμικές.
Διακονούν τούς αδελφούς καί τούς προσκυνητάς τΙς Μονής καί μέ προθυμία εκφράζουν καί έτσι τήν πρός πάντας αγάπη τους. Σύμφωνα καί μέ τόν λόγο του Κυρίου μας: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν.ιγ΄35) Διότι δέν είναι δυνατόν νά ισχυρίζεται κανείς ότι αγαπά τόν Θεόν, εάν δέν αγαπά συγχρόνως καί τούς αδελφούς του, σύμφωνα μέ τόν ΄Αγιο της αγάπης (Α΄ Ιω.δ΄20) Διά της αγάπης πρός τόν πλησίον επιτυγχάνεται η σωτηρία του Χριστιανού, σύμφωνα μέ τούς Μεγάλους Πατέρες του ασκητισμού καί μέ τόν λόγο του Κυρίου, ότι οι δύο μεγάλες εντολές Του, από τίς οποίες εξαρτώνται όλες οι άλλες, είναι η αγάπη πρός τόν Θεό, αλλά καί πρός τόν συνάνθρωπο (Ματθ.κβ΄40)
Μέσα στή διάρκεια ενός 24ώρου, εκτός από τήν τουλάχιστον 5ωρη κοινή λατρεία του Θεού, τήν ατομική προσευχή, τήν πνευματική μελέτη, τήν ετοιμασία φαγητού, τήν τάξη καί καθαριότητα της τράπεζας (= εστιατορίου) καί των άλλων χώρων της Μονής, οι Μοναχοί απασχολούνται στό αρτοποιείο, στήν δενδροκαλλιέργεια καί τόν λαχανόκηπο, στήν αγιογραφία, τήν ξυλογλυπτική, τήν κατασκευή μοσχοθυμιάματος, στήν καλλιγραφία, τή συντήρηση παλαιών βιβλίων καί χειρογράφων κωδίκων, στό γηροκομείο, τό ραφείο, τό ξυλουργείο, τό σιδηρουργείο, ή ως ξυλοκόποι, κτίστες, ή ψαράδες.