Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Η εμφάνιση του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ στον Άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης (1901) ἄλλως περί Αντιχρίστου.


Οἱ Ἅγιοι Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ἀπό τούς μεγαλυτέρους καί πλέον γνωστούς Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, φωτιζόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα προεῖπαν συγκλονιστικές προφητείες σχετικά μέ τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας ἀπό τόν συλλογικό Ἀντίχριστο, ὅπως ὀνομάστηκε τό ἀθεϊστικό καθεστώς πού ἐπιβλήθηκε μέ τήν Μπολσεβικική Ἐπανάσταση τοῦ 1917…. Μία τῶν πλέον χαρακτηριστικῶν προρρήσεων τοῦ ἁγ. Ἰωάννη εἶναι καί ἡ ἀκόλουθη:
Τό 1907, δέκα μόλις χρόνια πρίν τήν Ἐπανάσταση, ὁ ἅγ. Ἰωάννης μιλῶντας στίς ἀδελφές τῆς Μονῆς Λεουσάνσκ, εἶπε: “Μία ἀπαίσια περίοδος ἔρχεται, τόσο ἀπαίσια πού δέν μπορεῖτε νά φαντασθῆτε”.Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, ἡλικίας 80 ἐτῶν, ρώτησε: ”Λοιπόν, πότε θά γίνει αὐτό, Πάτερ;” “Ἐμεῖς - ἀπάντησε ὁ Ἅγιος - δέν θά ζήσουμε νά τήν δοῦμε, ἀλλά αὐτές -εἶπε καί ἔδειξε τίς μοναχές - θά ζήσουν καί θά τήν δοῦν”.
Πράγματι, ὁ ἅγ. Ἰωάννης καί ἡ Ἡγουμένη κοιμήθηκαν μετά ἀπό λίγο, ἐνῶ οἱ μοναχές πρόλαβαν τήν Ἐπανάσταση, ὑπέστησαν διωγμούς καί εἶδαν τήν μονή τους νά διαλύεται.(Βλ. γενικά “Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης“, ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου· Π. Μπότση, “Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης – Τό πνευματικό του πορτραῖτο“· τοῦ ἰδίου “Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κραστάνδης “Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου“, τόμοι Α’, Β’ καί Γ’).
Πρόσφατα εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητος μία ἄλλη ἐμπειρία τοῦ ἁγ. Ἰωάννη. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἕνα σχετικό ὅραμα τόν Ἰανουάριο τοῦ 1901, κατά τό ὁποῖο τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Τό ὅραμα κινεῖται σέ δύο χρονικά ἐπίπεδα: Τό ἀμέσως ἑπόμενο (πού ἀφορᾶ τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας ἀπό τίς ἀθεϊστικές δυνάμεις τοῦ συλλογικοῦ Ἀντιχρίστου – Κομμουνισμοῦ, τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’, τήν δημιουργία τῆς λεγόμενης Ζωντανῆς Ἐκκλησίας τῶν νεωτεριστῶν καί ἀργότερα τῶν καθυποταγμένων στό Σοβιετικό καθεστώς Σεργιανιστῶν, τό μαρτύριο ἑκατομμυρίων Ὀρθοδόξων πιστῶν, τά θύματα τῆς μεγάλης πεῖνας) καί τό ἀπώτερο (πού ἀφορᾶ τήν πτώση σέ αἵρεση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ὑποκατάσταση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό νεωτερίζουσες «ἐκκλησίες» σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ ἱστορικοῦ Ἀντιχρίστου, τό σφράγισμα τῶν ἀνθρώπων, τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά καί τήν καταστροφή τοῦ Ἀντιχρίστου καί τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας).
Ἀπό τά προφητευόμενα συγκλονιστικά γεγονότα, ἄλλα ἔχουν ἤδη συμβεῖ καί ἄλλα ἀναμένονται. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καί στά δύο χρονικά ἐπίπεδα τοῦ ὁράματος, τό σύμβολο τόσο τοῦ συλλογικοῦ – κολλεκτιβικοῦ Ἀντιχρίστου – Κομμουνισμοῦ, ὅσο καί τοῦ ἱστορικοῦ Ἀντιχρίστου, εἶναι τό ἑβραϊκό πεντάκτινο ἀστέρι!
Ἀπό τίς χρονολογίες πού ἀναφέρονται στό ὅραμα σημειώνουμε τό 1917 (ἔτος τῆς Ἐπαναστάσεως), τό 1922 (ἔτος ἐμφανίσεως τῆς λεγόμενης Ζωντανῆς Ἐκκλησίας) καί τό 1924 (ἔτος ἐπιβολῆς τοῦ Παπικοῦ Νέου Ἡμερολογίου).
Στή συνέχεια καταχωρεῖται ἡ διήγηση τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση στήν ἑλληνική γλῶσσα, χωρισμένη θεματικά γιά τήν διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη. Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό, ὅτι κάθε φορά πού ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἀναφέρεται στόν ἅγ. Σεραφείμ, χρησιμοποιεῖ τό ἐπίθετο «τρυφερός»!
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ ΣάρωφΜετά τήν βραδυνή προσευχή μου, ξάπλωσα λίγο νά ξεκουραστώ στό ἀμυδρά φωτισμένο κελλί μου, καθώς ἦμουν κουρασμένος. Μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔκαιγε μία λαμπάδα. Δέν εἶχε περάσει περισσότερο ἀπό μισή ὥρα, ὅταν ἄκουσα ἕνα θρόϊσμα καί κάποιος ἀκούμπησε τόν ἀριστερό μου ὥμο καί μοῦ εἶπε μέ τρυφερή φωνή: «Σήκω, δούλε τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη, καί ἀκολούθησε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Σηκώθηκα καί εἶδα κοντά στό παράθυρο τόν ἔνδοξο Στάρετς ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Εἶχε ψαρά μαλλιά, φοροῦσε μαῦρο μανδύα καί κρατοῦσε στό χέρι του ραβδί. Μέ κοιτοῦσε μέ τρυφερότητα και ἐγώ κρατιόμουν μέ δυσκολία ὄρθιος, νά μήν πέσω ἀπό τόν μεγάλο φόβο μου. Τά χέρια καί τά πόδια μου ἔτρεμαν, ἤθελα νά μιλήσω, ἀλλά ἡ γλῶσσα μου δέν μέ ὑπάκουε.
Ὁ Στάρετς σημείωσε πάνω μου τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἀμέσως αἰσθάνθηκα χαρά καί γαλήνη. Ἔπειτα ἔκανα τόν Σταυρό μου καί ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια ἔδειξε μέ τό ραβδί του τόν δυτικό τοίχο τοῦ κελλιοῦ μου. Πάνω του εἶχε χαράξει τίς ἀκόλουθες χρονολογίες: 1913, 1914, 1917, 1922, 1924 καί 1934.
Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Ρωσικῆς ἘκκλησίαςΞαφνικά ὁ τοῖχος χάθηκε καί βρέθηκα νά περπατῶ μέ τόν Στάρετς σ’ ἕνα καταπράσινο λιβάδι, γεμάτο ἀπό χιλιάδες σταυρούς πού σημείωναν τάφους! Ἄλλοι ἦσαν ξύλινοι, ἄλλοι πήλινοι καί ἄλλοι χρυσοί. Τόν ρώτησα, τί ἦσαν αὐτοί οἱ σταυροί. Μοῦ ἀπάντησε γαλήνια, ὅτι οἱ σταυροί αὐτοί ἦσαν γι’αὐτούς πού ὑπέφεραν καί θανατώθηκαν γιά τήν πίστι τους στόν Χριστό καί γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν Μάρτυρες. Καί ἔτσι συνεχίσαμε νά περπατάμε. Ξαφνικά εἶδα ἕνα ὁλόκληρο ποτάμι ἀπό αἷμα καί τόν ρώτησα ποιά ἦταν ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ αἵματος πού τόσο εἶχε χυθεῖ. Ὁ Στάρετς κοίταξε γύρω καί ἀπάντησε, ὅτι αὐτό ἦταν τό αἷμα τῶν πραγματικῶν Χριστιανῶν!
Ὁ Στάρετς στή συνέχεια ἔδειξε ψηλά καί εἶδα πλῆθος Ἀγγέλων νά ψάλλουν τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ». Μᾶς προσπέρασε ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μέ λαμπάδες στά χέρια καί τήν χαρά νά λάμπει στά πρόσωπά τους. Ἦσαν Ἐπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ὁμάδες λαϊκῶν, ἐνήλικες, νέοι, ἀκόμη καί παιδιά καί βρέφη. Ρώτησα τόν θαυματουργό Γέροντα ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κι αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε: «Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά τίς Ἅγιες Εἰκόνες πού βρέθηκαν στά χέρια ἁμαρτωλῶν καταστροφέων»! Ρώτησα τόν Γέροντα ἄν μποροῦσα νά καθήσω δίπλα τους κι αὐτός ἀπάντησε: «Εἶναι πολύ νωρίς γιά σένα νά ὑποφέρεις, ἑπομένως τό νά καθήσεις μαζί τους δέν εἶναι εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό»!
Ἡ πτώση σέ αἵρεση τῶν τοπικῶν ἘκκλησιῶνἜπειτα ἔδειξε κάποια σύννεφα καί τότε εἶδα πλῆθος ἀναμμένες λυχνίες πού ἔκαιγαν μέ λευκή φλόγα. Ξαφνικά ἄρχισαν νά πέφτουν στό ἔδαφος ἡ μία μετά τήν ἄλλη, κατά δεκάδες καί ἑκατοντάδες, ἔχαναν τό φῶς τους καί γίνονταν στάχτες! Τότε ὁ ἅγιος Στάρετς μοῦ ἔδειξε ἕνα σύννεφο καί μοῦ εἶπε: «Κοίτα». Εἶδα ἑπτά ἀναμμένες λυχνίες. Τόν ρώτησα ποιό ἦταν τό νόημα τῶν καιομένων λυχνιῶν πού ἔπεφταν στό ἔδαφος καί μοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι οἱ ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ πού πέφτουν σέ αἵρεση, ἀλλά αὐτές οἱ ἑπτά λυχνίες στά σύννεφα εἶναι οἱ ἑπτά ἐκκλησίες τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πού θά μείνουν μέχρις συντελείας τοῦ αἰῶνος»!
Ἡ νεωτερίζουσα «Ἐκκλησία»Προχωρήσαμε περισσότερο καί πήγαμε σέ μία μεγάλη ἐκκλησία. Θέλησα νά κάνω τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά ὁ Στάρετς μοῦ εἶπε: «Δέν εἶναι ἀνάγκη νά κάνεις τόν Σταυρό σου, γιατί τό μέρος αὐτό εἶναι τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»! Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκοτεινή καί καταθλιπτική. Στήν «Ἁγία Τράπεζα» ὑπῆρχε ἕνα ἄστρο καί στό Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν ἐπίσης ἀστέρια. Κεριά καμωμένα ἀπό πίσσα ἔκαιγαν τρίζοντας σάν καυσόξυλα! Τό Ἅγιο Ποτήριο ἦταν ἐκεῖ, καλυμμένο ἀπό μία ἀπαίσια βρωμιά! Ὑπῆρχε καί ἕνα πρόσφορο κι αὐτό σημειωμένο μέ ἀστέρια! Ἕνας Ἱερέας στέκοταν μπροστά σ’ αὐτή τήν φοβερή «ἁγίατράπεζα» μέ πρόσωπο μαῦρο σάν πίσσα καί ἀπό κάτω της βρίσκοταν μία γυναῖκα ντυμένη μέ κόκκινα, μέ ἕνα ἀστέρι στά χείλη της πού γελοῦσε οὐρλιάζοντας «εἶμαι ἐλεύθερη»! Σκέφθηκα: «Θεέ μου, εἶναι τρομερό»!
Ἄνθρωποι σάν τρελλοί ἄρχισαν νά τρέχουν γύρω ἀπό τήν «ἁγία τράπεζα», φωνάζοντας, σφυρίζοντας, χειροκροτῶντας καί τραγουδῶντας ἄσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά μία ἀστραπή ἄστραψε, ἕνα ἀστροπελέκι ἀντήχησε, ἡ γῆ σείστηκε καί ἡ «ἐκκλησία» κατέρρευσε, στέλνοντας τήν γυναῖκα, τούς ἀνθρώπους καί τόν παπά στήν ἄβυσσο! Σκέφθηκα, «Κύριε, σῶσε μας, εἶναι τόσο τρομερό».
Ρώτησα τόν Στάρετς, ποιά ἦταν ἡ σημασία αὐτῆς τῆς φοβερῆς «ἐκκλησίας». «Αὐτοί – μοῦ ἀποκρίθηκε – εἶναι οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, οἱ αἱρετικοί, πού ἐγκατέλειψαν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἀναγνώρισαν τήν πρόσφατη νεωτερίζουσα ἐκκλησία, τήν ὁποία ὁ Θεός δέν ἔχει εὐλογήσει. Σ’ αὐτή τήν ἐκκλησία δέν νηστεύουν, δέν παρακολουθοῦν Ἀκολουθίες καί δέν παίρνουν Θεία Κοινωνία»!!!
Ὁ πόνος τῶν ἀθέωνἜπειτα εἶδα μία κοσμοσυρροή. Κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς εἶχε στά χείλη του ἀστέρι καί ὅλοι ἦσαν τρομερά ἐξαντλημένοι ἀπό τήν δίψα καί τήν περιπλάνηση. Ὅταν μᾶς εἶδαν φώναξαν δυνατά: «Ἅγιοι Πατέρες, προσευχηθεῖτε γιά μᾶς, γιατί ἐμεῖς δέν μποροῦμε. Οἱ γονεῖς μας δέν μᾶς δίδαξαν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχουμε, οὔτε εἰρήνη. Ἀπορρίψαμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ»!
Τό μαρτύριο τῶν μοναχῶν ἀπό τόν ἈντίχριστοἈκολούθησα τόν Στάρετς. «Κοίτα», μοῦ εἶπε δείχνοντας μέ τό δάχτυλο. Εἶδα ἕνα βουνό ἀπό ἀνθρώπινα πτώματα, βαμμένα στό αἷμα. Φοβήθηκα καί ρώτησα τόν Στάρετς, ποιό ἦταν τό νόημα αὐτῶν τῶν νεκρῶν σωμάτων. Μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν μοναστική ζωή, ἀπέρριψαν τόν Ἀντίχριστο καί δέν ἔλαβαν τήν σφραγίδα του. Ὑπέφεραν γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου πεθαίνοντας γιά τόν Χριστό. Νά προσεύχεσαι γι’ αὐτούς τούς δούλους τοῦ Θεοῦ».
Τό μαρτύριο τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’Χωρίς προειδοποίηση ὁ Στάρετς γύρισε πρός τόν βορρᾶ καί ἔδειξε μέ τό χέρι του. Εἶδα ἕνα αὐτοκρατορικό ἀνάκτορο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἔτρεχαν σκυλιά. Καί εἶδα τόν Τσάρο νά κάθεται στόν θρόνο. Τό πρόσωπό του ἦταν χλωμό, ἀλλά ἀνδρεῖο. Ἔλεγε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ξαφνικά ἔπεσε σάν νεκρός. Τό στέμμα του ἔπεσε καί τά σκυλιά τσαλαπάτησαν τόν βασιλιά! Ἦμουν φοβισμένος καί ἔκλαιγα πικρά.
Ὁ Στάρετς μέ ἄγγιξε στόν δεξιό ὤμο. Εἶδα μία φιγούρα σαβανωμένη στά λευκά, ἦταν ὁ Νικόλαος Β’. Ἦταν στεφανωμένος καί τό πρόσωπό του γεμάτο αἵματα. Γύρω ἀπό τό λαιμό του ὑπῆρχε χρυσός σταυρός καί ψυθύριζε ἤσυχα μία προσευχή. «Κάνε προσευχή γιά μένα π. Ἰωάννη – μοῦ εἶπε – Πές σ’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἐγώ, ὁ Τσάρος – Μάρτυρας πέθανα ἀνδρείως γιά τήν πίστη μου στόν Χριστό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πές στούς ἁγίους πατέρες νά κάνουν μία πανυχίδα γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά δέν θά ὑπάρξει τάφος γιά μένα»!!! Σύντομα ὅλα τά κάλυψε ὁμίχλη. Ἔκλαψα πικρά, προσευχόμενος γιά τόν Τσάρο – Μάρτυρα. Τά χέρια καί τά πόδια μου ἔτρεμαν ἀπό τόν φόβο.
Ἡ καταδίκη τῶν βλασφήμωνΜετά ὁ Στάρετς μοῦ εἶπε, «κοῖτα». Εδα μία κοσμοσυρροή ἀνθρώπων διασκορπισμένων στή γῆ πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν πεῖνα, ἐνῶ ἄλλοι ἔτρωγαν γρασίδι καί χορτάρια! Σκυλιά ἔτρωγαν τά πτώματα τῶν νεκρῶν καί ἡ δυσοσμία ἦταν τρομερή. Σκέφτηκα, «Κύριε, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν πίστη. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαιναν βλασφημίες καί γι’ αὐτό δέχτηκαν τήν ὀργή Σου».
Τά αἱρετικά βιβλία
Ἔπειτα εἶδα ἕνα ὁλόκληρο βουνό από βιβλία, πού ἀνάμεσά τους σέρνονταν σκουλήκια πού ἀνέδυαν τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα τόν Στάρετς ποιά ἦταν ἡ σημασία τῶν βιβλίων αὐτῶν. «Αὐτά τά βιβλία – μοῦ εἶπε – εἶναι γεμάτα ἀσέβεια καί βλασφημία καί θά μολύνουν τούς Χριστιανούς μέ αἱρετικές διδασκαλίες». Στή συνέχεια ὁ Στάρετς ἄγγιξε μέ τό ραβδί του κάποια ἀπό αὐτά τά βιβλία καί ἐκεῖνα ἔπιασαν φωτιά. Ὁ ἄνεμος σκόρπισε τίς στάχτες τους.
Ἡ ἀμέλεια τῶν Ἱερέων καί ἡ προσευχή τῶν ἈγγέλωνΣτή συνέχεια εἴδαμε μία ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ἦταν στοιβαγμένες δεήσεις γιά τούς κεκοιμημένους. Ἔσκυψα καί θέλησα νά μνημονεύσω, ἀλλά ὁ Στάρετς μέ σταμάτησε. «Αὐτές οἱ δεήσεις - εἶπε – βρίσκονται ἐδῶ πολλά χρόνια καί οἱ Ἱερεῖς τίς ἔχουν ξεχάσει. Δέν πρόκειται νά τίς μνημονεύσουν ποτέ, ἀλλά οἱ νεκροί θά ζητοῦν κάποιον νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς». «Ποιοί θά προσευχηθοῦν γι’ αὐτούς;», τόν ρώτησα. «Οἱ Ἄγγελοι» μοῦ ἀπάντησε.
Ἡ κοινή καταδίκη νεωτεριστῶν καί ἁμαρτωλῶνΠροχωρήσαμε πιό πέρα καί ὁ Στάρετς τάχυνε τό βῆμα του τόσο πού μέ δυσκολία τόν προλάβαινα. «Κοίτα» μοῦ εἶπε. Εἶδα ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων νά καταδιώκονται ἀπό δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τούς κτυποῦσαν μέ πασσάλους, δίκρανα καί γάντζους! Ρώτησα τόν Στάρετς γιά τήν σημασία τοῦ ὁρωμένου καί αὐτός μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους καί ἄφησαν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί δέχθηκαν τήν καινούργια νεωτερίζουσα «ἐκκλησία». Καί αὐτοί εἶναι οἱ Ἱερεῖς, οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές πού ἀρνήθηκαν τούς ὄρκους τους, καθώς καί οἱ λαϊκοί πού ἀρνήθηκαν τόν γάμο τους καί ὑποδουλώθηκαν στό ποτό, στήν ἀνηθικότητα καί κάθε εἴδους βλασφημίες». Ὅλοι εἶχαν πρόσωπα τρομακτικά καί φοβερή δυσοσμία ἔβγαινε ἀπό τά στόματά τους. Οἱ δαίμονες τούς κτυποῦσαν, ὁδηγῶντας τους στήν τρομερή ἄβυσσο, ἀπό τήν ὁποία ἔβγαιναν οἱ φλόγες τῆς κολάσεως! Φοβισμένος ἔκανα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσευχόμενος νά μᾶς ἀποτρέψει ὁ Κύριος ἀπό τέτοια μοῖρα.
Ἡ ἐγκαθίδρυση τοῦ ἱστορικοῦ Ἀντιχρίστου
Τελικά εἶδα τόν θόλο τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Πάνω του ὑπῆρχε ἕνα ἀστέρι. Γύρω του ὑπῆρχαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πού προσπαθοῦσαν νά μποῦν. Θέλησα νά κάνω τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά ὁ Στάρετς μοῦ ἄρπαξε τό χέρι καί μοῦ εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»!
Ἔτσι μπήκαμε στό Ναό πού ἦταν γεμάτος κόσμο. Εἶδα ἕναν θρόνο πού πάνω του ἔκαιγαν κεριά ἀπό λίπος ζώων. Πάνω του κάθοταν ἕνας βασιλιᾶς ντυμένος στά κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στό κεφάλι φοροῦσε χρυσό στέμμα μέ ἀστέρι. Ρώτησα τόν Στάρετς, «ποιός εἶναι;» «Ὁ Ἀντίχριστος», μοῦ ἀπάντησε. Ἦταν πολύ ψηλός, μέ μάτια σάν φωτιά, μαῦρα φρύδια, ξυρισμένα τά γένια, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός, μέ τρομακτικό πρόσωπο. Ἦταν μόνος του στό θρόνο καί ἔτεινε τά χέρια του πρός τούς ἀνθρώπους φωνάζοντας: «Εἶμαι ὁ βασιλιᾶς, εἶμαι ὁ ἀρχηγός, εἶμαι ὁ θεός. Αὐτός πού δέν ἔχει τήν σφραγίδα μου θά θανατωθεῖ»!
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν κάτω καί τόν προσκύνησαν καί ἐκεῖνος ἄρχισε νά βάζει τήν σφραγίδα του στά χείλη καί στά χέρια τους, ὥστε νά μπορέσουν νά πάρουν λίγο ψωμί καί νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα.
Γύρω ἀπό τόν Ἀντίχριστο ὑπηρέτες του ὁδηγοῦσαν ἀρκετούς ἀνθρώπους μέ τά χέρια δεμένα, ἐπειδή δέν τόν εἶχαν προσκυνήσει. «Εἴμαστε Χριστιανοί - ὁμολόγησαν – καί πιστεύουμε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό». Ἀμέσως ὁ Ἀντίχριστος συνέτριψε τά κεφάλια τους καί τό χριστιανικό αἷμα ἄρχισε νά ρέει.
Μετά ὁδηγήθηκε μπροστά στόν Ἀντίχριστο ἕνα παιδί γιά νά τόν προσκυνήσει, ἀλλά ἐκεῖνο διακήρυξε τολμηρά: «Εἶμαι Χριστιανός καί πιστεύω στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐσύ εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ Σατανᾶ»! «Θάνατος σ’ αὐτόν», ἀναφώνησε ὁ Ἀντίχριστος, ἄλλοι ὅμως πού δέχθηκαν τό σφράγισμά του ἔπεσαν καί τόν προσκύνησαν.
Κατόπιν εἶδα μία ὁμάδα ἀνθρώπων, νέων καί γέρων μαζί, πού ἦσαν ντυμένοι ἄσχημα. Κρατοῦσαν ψηλά ἕνα ἀστέρι μέ πέντε ἄκρα. Σέ κάθε ἄκρο ὑπῆρχαν δώδεκα δαίμονες καί στό κέντρο ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς, μέ κέρατα στό κεφάλι. Βγάζοντας ἀφρούς ἀπό τό στόμα, ἀνακοίνωσε στούς ἀνθρώπους: «Σηκωθεῖτε σεῖς οἱ καταραμένοι μέ τήν σφραγίδα μου»! Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοί δαίμονες καί ἄρχισαν νά βάζουν τήν σφραγίδα του στά χείλη, στούς ἀγκώνες καί στό δεξί τό χέρι τῶν ἀνθρώπων. Ρώτησα τόν Στάρετς, τί σημαίνει αὐτό. Μοῦ ἀποκρίθηκε, «εἶναι τό σημάδι τοῦ Ἀντιχρίστου». Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί τόν ἀκολούθησα.
Ἡ καταστροφή τοῦ ἈντιχρίστουΞαφνικά ἀκούστηκε μία βοή καί χιλιάδες φλογισμένες ἀστραπές ἄρχισαν νά πέφτουν. Βέλη ἄρχισαν νά χτυποῦν τούς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἔπειτα, ἕνα μεγάλο φλογισμένο βέλος χτύπησε καί τόν ἴδιο στό κεφάλι, τό στέμμα του ἔπεσε καί κομματιάστηκε μαζί του στό ἔδαφος.
Αἰσθάνθηκα τόν Στάρετς νά μέ παίρνει ἀπό τό χέρι. Προχωρήσαμε περισσότερο καί εἶδα καί πάλι αἷμα χριστιανικό. Τότε θυμήθηκε τά λόγια τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Ἀποκάλυψη, ὅτι τό αἷμα θά ἔφτανε στό χαλινάρι τοῦ ἀλόγου. Σκέφθηκα, «Κύριε σῶσε μας» καί τήν ἴδια στιγμή εἶδα Ἀγγέλους νά πετοῦν καί νά ψάλλουν τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ».
Ἡ δόξα τῆς ἘκκλησίαςΞαφνικά ὁ Στάρετς σταμάτησε καί ἔδειξε μέ τό χέρι του πρός τήν ἀνατολή. Εἶδα μία μεγάλη συγκέντρωση ἀνθρώπων μέ χαρούμενα πρόσωπα, πού κρατοῦσαν σταυρούς καί κεριά. Στό μέσο τους ὑπῆρχε μία Ἁγία Τράπεζα λευκή, ὅσο τό χιόνι. Πάνω της ὑπῆρχε ὁ Τίμιος Σταυρός καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀπό πάνω ἕνας ἀέρας μέ τό αὐτοκρατορικό στέμμα, στόν ὁποῖο ἦταν γραμμένο μέ χρυσά γράμματα: «Γιά τό ἄμεσο μέλλον». Γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἔστεκαν Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, μοναχοί, μοναχές καί λαϊκοί πού ἔψαλλαν τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ». Ἀπό τήν μεγάλη μου χαρά ἔκανα τόν Σταυρό μου καί δόξασα τόν Θεό.
Ξαφνικά ὁ Στάρετς κούνησε τόν σταυρό πού φοροῦσε πρός τά πάνω τρεῖς φορές καί τότε εἶδα ἕνα βουνό ἀπό σώματα καλλυμένα μέ ἀνθρώπινο αἷμα πού πάνω τους πετοῦσαν Ἄγγελοι. Ἔπαιρναν στόν οὐρανό τίς ψυχές αὐτῶν πού εἶχαν θανατωθεῖ γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ψάλλοντας τό «Ἀλληλούϊα».
Παρατηρῶντας ὅλα αὐτά ἄρχισα νά κλαίω δυνατά, ὁ Στάρετς ὅμως μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μοῦ ἀπαγόρευσε νά κλαίω. «Ὅσοι δέν δεχθοῦν τήν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου - μοῦ εἶπε - θά γίνουν Μάρτυρες καί ὅσοι χύσουν τό αἷμα τους θά λάβουν οὐρανίους στεφάνους». Ἔπειτα στράφηκε πρός τήν ἀνατολή καί προσευχήθηκε γι’ αὐτούς τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, καθώς τά λόγια τοῦ Προφήτη Δανιήλ γιά τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως» ἔβγαιναν ἀληθινά.
Τό τέλος τοῦ ὁράματος
Ὁ Στάρετς μέ κύτταξε καί μοῦ εἶπε: «Μή λυπᾶσαι, διότι σύντομα, πολύ σύντομα, θά ἔρθει τό τέλος τοῦ κόσμου. Προσευχήσου στόν Κύριο, ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαχνος στούς ὑπηρέτες Του. Ὁ καιρός πλησιάζει στό τέλος του». Ἔδειξε τήν ἀνατολή, ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Προσευχήθηκα κι ἐγώ μαζί του. Μετά ὁ Στάρετς ἄρχισε νά φεύγει ἀπό τήν γῆ καί νά κατευθύνεται πρός τίς οὐράνιες μονές. Καθώς ἔφευγε, θυμήθηκε πώς ἐνῶ τόν γνώριζα, δέν εἶχα ρωτήσει τό ὄνομά του καί ἔτσι τόν ἰκέτεψα δυνατά. «Πάτερ, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» «Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» μοῦ ἀπάντησε μέ τρυφερότητα!
Κάτι σάν κουδούνι ἀντήχησε πάνω ἀπό τό κεφάλι μου, ἄκουσα τόν ἦχο καί σηκώθηκα ἀπό τό κρεββάτι. «Κύριε - ἀναφώνησα – εὐλόγησε καί βοήθησέ με, δι’ αὐχῶν τοῦ ἁγίου Στάρετς Σεραφείμ. Σ’ εὐχαριστῶ πού μέ φώτισες τόν ἁμαρτωλό δοῦλο Σου Ἰωάννη, Ἱερέα τῆς Κροστάνδης»!
Το είδαμε εδω.