Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

μετάφραση σελ. 37 επ.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΤΟΝ ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ ΤΙΜΟΘΕΟ,
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Ποιος ο σκοπός του λόγου, και ποια η παράδοση σχετικά με τα θεία ονόματα
Ι
Τώρα λοιπόν ευλογημένε, μαζί με τα θεολογικά κείμενα, θα επιδιώξω, όσο είναι δυνατόν, την ανάπτυξη πάνω στα θεία ονόματα. Ας ισχύσει και για μας, λοιπόν τώρα, ο θεσμός των λογίων, ο οποίος έχει καθοριστεί να είναι η κατάδειξη της αλήθειας αυτών που λέγονται για τον Θεό, όχι με την πειθώ της ανθρώπινης σοφίας, αλλά με την απόδειξη της πνευματοκίνητης δύναμης των θεολόγων, σύμφωνα με την οποία, μπορούμε, με άγνωστο τρόπο και χωρίς λόγια, να σχετιζόμαστε και να πλησιάζουμε τα άγνωστα και τα άρρητα, με την καλύτερη ένωση της δικής μας λογικής και της νοερής δύναμης και ενέργειας.
Γενικά λοιπόν, δεν πρέπει να τολμήσουμε ούτε να πούμε ούτε και να σκεφτούμε κάτι σχετικά με την υπερούσια και μυστική θεότητα, πέρα από αυτά που με θεϊκό τρόπο φανερώθηκαν σ’ εμάς από τους ιερούς λογίους.
Γιατί, την αγνωσία αυτής της υπερ-ουσίας, που βρίσκεται πάνω από το λόγο και το νου και την ουσία, πρέπει να την αναθέσουμε στην επιστημονική γνώση, αρνούμενοι αυτήν όλο και περισσότερο όσο προχωράμε προς τα πάνω, όσο μας τη χαρίζει η ακτίνα των θεϊκών λογίων προς τις υψηλότερες και υπέρτερες λάμψεις, με σωφροσύνη και ιερότητα ταπεινώνοντας τον εαυτό μας αναφορικά με τα θεία.
Γιατί, αν πρέπει να υπακούμε στην πάνσοφη και αληθέστατη θεολογία, τα θεία αποκαλύπτονται ανάλογα με τη νοητική κατάσταση του καθενός, και ελέγχουν, λόγω της θεϊκής αγαθότητας, μέσα στη δικαιοσύνη που έχει τη δύναμη να σώζει, διαχωρίζοντας –με τρόπο που ταιριάζει στον Θεό που είναι αχώρητος– την αμετρία, απ’ αυτούς που υπάρχουν μέσα σε μέτρα.
Γιατί, όπως ακριβώς τα νοητά είναι ακατάληπτα και αθεώρητα από τις αισθήσεις, και τα απλά και ασχημάτιστα, από αυτά που έχουν σχήμα και είναι πλασμένα, και σ’ αυτά που έχουν πάρει μορφή και σχήματα σωμάτων, είναι ακατανόητη η ασχημάτιστη και ανέγγιχτη αμορφία των ασωμάτων˙ σύμφωνα με τον ίδιο λόγο της αλήθειας, η αοριστία της υπερ-ουσίας είναι ανώτερη από τις ουσίες˙ και η ενότητα που ξεπερνά το νου, βρίσκεται πάνω από τα νοητά˙ και για όλα τα διανοήματα, είναι αδιανόητο αυτό που υπάρχει πάνω απ’ τη διάνοια, και είναι άρρητο, και με κανένα λόγο δεν μπορεί να λεχθεί το αγαθό που βρίσκεται από το λόγο, μονάδα που ενώνει κάθε μονάδα, και υπερούσια ουσία, και νους που δεν μπορεί να νοηθεί, και λόγος που δεν μπορεί να λεχθεί˙ η έλλειψη του λόγου και η έλλειψη της νόησης και η έλλειψη του ονόματος δεν υπάρχει σε κανένα ον˙ και, απ’ τη μια πλευρά αυτό είναι το αίτιο των πάντων, απ’ την άλλη είναι ανύπαρκτο, επειδή είναι πέρα από κάθε ουσία, και σαν να εκφραζόταν αυτή η ίδια για την ίδια, κύρια και επιστημονικά.

ΙΙ
Σχετικά λοιπόν μ’ αυτήν, όπως ήδη έχουμε πει, την υπερούσια και μυστική θεότητα, δεν πρέπει να τολμήσουμε να πούμε ούτε να κατανοήσουμε κάτι, πέρα απ’ αυτά που έχουν φανερωθεί σ’ εμάς με θεϊκό τρόπο, από τους ιερούς λογίους˙ γιατί, όπως η ίδια η θεότητα έχει αποκαλύψει με αγαθό τρόπο στους λογίους, ότι γι’ αυτήν δεν υπάρχει καμμιά επιστήμη, ούτε θεωρία, ότι είναι απρόσιτη σ’ αυτά, επειδή εξαιρείται με τρόπο υπερούσιο από όλα τα πράγματα.
Και θα βρεις πολλούς από τους θεολόγους να την υμνούν, όχι μόνον ως αόρατη και ακατανόητη, αλλά και ως ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη συγχρόνως, σαν να μην υπάρχει κανένα ίχνος απ’ αυτούς που έχουν διηγηθεί λεπτομερώς τη μυστική απειρότητά της.
Αλλά  το αγαθό δεν είναι ολοκληρωτικά αμέθεκτο στα όντα (δηλαδή, μπορεί να μετέχει στη ζωή των όντων και τα όντα μπορούν να μετέχουν στο αγαθό), αλλά εμφανίζεται με την υπερούσια ακτίνα που είναι θεμελιωμένη μέσα στο ίδιο –όπως ακριβώς αρμόζει στην αγαθή του φύση– σε κάθε ον, ανάλογα με την εσωτερική λάμψη του κάθε όντος˙ και για να γίνει εφικτή η παρατήρηση αυτού και η κοινωνία των όντων με αυτό (το αγαθό) και η ομοίωσή τους προς αυτό, εξυψώνει τα ιερά πνεύματα, που κατευθύνονται σ’ αυτό με τρόπο θεμιτό και με ιεροπρέπεια, και όχι για να μιλούν με θράσος για τη δύναμη της εμφάνισης του Θεού που παρέχεται με αρμονία, ούτε για να χαθούν πέφτοντας κάθετα προς το χειρότερο, λόγω της αδράνειας, αλλά για να εξυψώσουν, σταθερά και με ευθύτητα, την ακτίνα που λάμπει πάνω τους, και για να αναπτερωθούν, με σωφροσύνη και οσιότητα, διά μέσου του έρωτα, του ανάλογου με τις δίκαιες εσωτερικές λάμψεις, με ιερή ευλάβεια.
ΙΙΙ

Ακολουθώντας αυτούς τους θεαρχικούς ζυγούς, οι οποίοι διοικούν όλες τις άγιες διαβαθμίσεις των επουρανίων τάξεων, αποδίδοντας τιμή, κατ’ αρχήν σ’ αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τη διάνοια και την ουσία, το μυστήριο της θεαρχίας, με ανεξερεύνητη και ιερή νοητική ευλάβεια, και κατά δεύτερον, τιμώντας με σώφρονα σιγή, αυτά που δεν μπορούν να λεχθούν, εξυψωνόμαστε προς τις λάμψεις που μας φωτίζουν εσωτερικά μέσω των ιερών λογίων, και από το φως οδηγούμαστε σ’ αυτούς τους θεαρχικούς ύμνους, φωτιζόμενοι απ’ αυτούς με τρόπο που είναι υπεράνω του κόσμου αυτού, και καθώς διαμορφωνόμαστε με την τάση προς τις ιερές υμνολογίες, για να μπορούμε να δούμε τα θεαρχικά  φώτα που μάς δωρίζονται απ’ αυτές (τις υμνολογίες), και για να υμνούμε την αρχή αυτή που με αγαθότητα παρέχει κάθε ιερή φωτοφάνεια, επειδή αυτή γι’ αυτήν την ίδια παρέδωσε στους ιερούς λογίους.
Επειδή αυτή είναι η αιτία, η αρχή, η ουσία και η ζωή των πάντων˙ και αποτελεί κάλεσμα εκ νέου και ανάσταση αυτών που την έχασαν, και ανακαινισμός και αναμόρφωση αυτών που έχασαν την προσομοίωσή του με τον Θεό, και ιερή ανασύσταση αυτών που καταλήφθηκαν από ανίερη παραφροσύνη, και ασφάλεια των ανορθωμένων, και χειραγωγία ασκητική και εξυψωτική, και έλλαμψη αυτών που έχουν φωτιστεί, και αρχηγία αυτών που τελούνται, και θεαρχία αυτών που έχουν φτάσει στο επίπεδο της θέωσης, και απλότητα των απλοϊκών, και ενότητα κάθε εξουσίας, επειδή είναι υπερούσια αρχή πέρα και πάνω από κάθε εξουσία, και αγαθή μετάδοση, με θεμιτό τρόπο, των μυστικών, και, για να το πούμε απλά, η ζωή των ζωντανών, και η ουσία των όντων και η αρχή και η αιτία κάθε ζωής και ουσίας, εξ αιτίας της πλεονάζουσας και συνεκτικής για την ύπαρξη των όντων αγαθότητας.
IV
Σ’ αυτά έχουμε μυηθεί σύμφωνα με τους θεϊκούς λογίους, και θα βρεις ολόκληρη την ιερή υμνολογία των θεολόγων να προσανατολίζεται στις προόδους της θεαρχίας που πράττει πάντα το αγαθό, διασκευάζοντας φανερά και υμνητικά τις ονομασίες του Θεού.
Από ’κείνο το σημείο και μετά, σε όλη τη θεολογική πραγματεία βλέπουμε τη θεαρχία να υμνείται με ιερότητα, ως μονάδα και μοναδικότητα, από την απλότητα και την ενότητα της υπερφυούς έλλειψης μερών, από την οποία εμφανιζόμαστε, επειδή είναι ενοποιός δύναμη, αλλά και αφού οι διαφορετικές ετερότητές μας συμπτυχθούν με υπερκόσμιο τρόπο, ενωνόμαστε σε μια θεοειδή μονάδα και σε ένωση που μιμείται τον Θεό˙ ως Τριάδα λοιπόν, εξ αιτίας της τρισυπόστατης φανέρωσης της υπερούσιας γονιμότητας, από την οποία, κάθε γενεαλογία και γένος στον ουρανό και στη γη, υπάρχει και ονομάζεται˙ ως αιτία λοιπόν των όντων, επειδή όλα ήρθαν στην ύπαρξη, εξ αιτίας της αγαθότητάς της που μπορεί να δημιουργεί την ουσία˙ από την άλλη, σοφή και καλή, επειδή όλα τα όντα τα συγγενικά μ’ αυτήν είναι γεμάτα από θεϊκή αρμονία και ιερή ευπρέπεια, σωζόμενα άφθαρτα˙ από την άλλη μεριά όμως, είναι φιλάνθρωπη, επειδή, με σκοπό τη φανέρωση σ’ εμάς της αλήθειας, μετείχε ολοκληρωτικά σε μία από τις υποστάσεις της, ανακαλώντας προς αυτήν την ίδια και αναλαμβάνοντας το ανθρώπινο τελευταίο όριο, απ’ το οποίο, με άρρητο τρόπο, συντέθηκε ο απλός Ιησούς, και έχει πάρει χρονική παράταση ο αιώνιος, και είχε υπάρξει μέσα στη δική μας φύση –αυτός που υπερέβη με υπερούσιο τρόπο κάθε τι που έχει ταχθεί σε οποιαδήποτε φύση– μαζί με την αμετάβλητη και ασύγχυτη στερέωση των συγγενικών της.
Και όσα άλλα θεουργικά φώτα δώρισε σ’ εμάς, συνακόλουθα με τους λογίους, φανερά και εκδηλωτικά η μυστική παράδοση των θεόπνευστων ηγεμόνων μας, σ’ αυτά κι εμείς έχουμε μυηθεί˙ τώρα λοιπόν, ανάλογα σ’ εμάς, διά μέσου των ιερών παραπετασμάτων της φιλανθρωπίας των λογίων και των ιεραρχικών παραδόσεων, η οποία καλύπτει ολοκληρωτικά τα νοητά με τα αισθητά και αυτά που είναι πάνω και πέρα από κάθε ουσία (τα καλύπτει) με αυτά που έχουν ουσία, περιβάλλοντας με μορφές και σχήματα αυτά που δεν έχουν μορφή και τα ασχημάτιστα, και διαμορφώνοντας και πληθαίνοντας την εξαιρετική και χωρίς σχήμα απλότητα με την ποικιλία των διαφορετικών συμβόλων.  
Τότε λοιπόν, όταν θα γίνουμε άφθαρτοι και αθάνατοι, και θα φτάσουμε στο ευλογημένο και χριστοειδές τέρμα, πάντοτε μαζί με τον Κύριο, κατά τη ρήση, θα είμαστε, επειδή θα είμαστε απόλυτα πλήρεις από την ορατή εμφάνιση του Θεού, μέσα από απόλυτα αγνές παρατηρήσεις, η οποία με λαμπρότατες ακτινοβολίες θα μάς περιβάλλει, όπως ακριβώς τους μαθητές του Ιησού σ’ εκείνη τη θεϊκή μεταμόρφωση˙ μετέχοντας δε εμείς στη νοητή προσφορά του φωτός του, με ελεύθερο από πάθη και χωρίς ύλη νου, και στην ένωση που υπερβαίνει το νου μέσα στις άγνωστες και ευλογημένες επιβολές των ακτίνων που φαίνονται πάνω απ’ όλες, μέσα σε πιο θεϊκή μίμηση των υπερουράνιων πνευμάτων˙ γιατί, ισάγγελοι, όπως λέει η αλήθεια των λογίων, θα γίνουμε, και παιδιά του Θεού, όντας παιδιά της αναστάσεως.
Τώρα όμως, όσο είναι δυνατό σ’ εμάς, θα χρησιμοποιήσουμε γνωστά σύμβολα για τα θεϊκά, κι απ’ αυτά πάλι, με σκοπό την απλή και την ενωμένη με τις νοητές θεάσεις αλήθεια αναλόγως θα επεκταθούμε, και με κάθε δική μας κατανόηση των θεοειδών, σταματώντας τελείως τις δικές μας νοερές ενέργειες, θα αφοσιωθούμε όσο είναι θεμιτό στην υπεράνω κάθε ουσίας ακτίνα, στην οποία προϋπήρχαν όλα τα πέρατα ανεξαρτήτως όλων των γνώσεων, την οποία δεν είναι δυνατό ούτε να διανοηθούμε, ούτε να πούμε, ούτε με κανέναν τρόπο να δούμε, γιατί αυτή εξαιρείται υπεράνω όλων, και είναι απόλυτα άγνωστη, έχοντας λάβει εκ των προτέρων με τρόπο υπερούσιο όλες τις ουσιώδεις γνώσεις και το τελείωμα των δυνάμεων, όλα δε με ακατανόητη δύναμη, έχοντας θεμελιωθεί από τα υπερουράνια πνεύματα.
Γιατί, αν όλες οι γνώσεις είναι των όντων, και έχουν τα όριά τους στα όντα, η γνώση που είναι πέρα από κάθε ουσία, είναι και πέρα και πάνω από κάθε γνώση εξαιρεμένη.
V
Και όμως, αν είναι καλύτερη από κάθε λόγο και κάθε γνώση και θεμελιώνεται συνολικά πέρα και πάνω από το νου και την ουσία, περιλαμβάνοντας μεν τα πάντα, και συνάπτοντάς τα και συλλαμβάνοντας και προλαμβάνοντάς τα, ενώ αυτή από κανέναν δεν μπορεί να συλληφθεί, και ούτε αίσθηση αυτής υπάρχει, ούτε φαντασία, ούτε εντύπωση, ούτε όνομα ούτε λόγος, ούτε επαφή ούτε επιστήμη, πώς θα πραγματευθεί ο λόγος μας τα σχετικά με τα θεϊκά ονόματα, αφού αποδείχθηκε η υπερούσια θεότητα ως άκλητη και ως πέρα και πάνω από κάθε όνομα; 
Αλλά, όπως είπαμε, όταν εκθέταμε τις θεολογικές διατυπώσεις, το ένα, το άγνωστο, το υπερούσιο, το ίδιο το αγαθό, το οποίο είναι, την τριαδική μονάδα λέω, αυτήν που ταυτίζεται με τον Θεό και με το αγαθό, ούτε να την εκφράσουμε, ούτε να τη σκεφτούμε είναι δυνατό˙ αλλά και οι ενώσεις των αγίων δυνάμεων που ταιριάζουν σε αγγέλους, οι οποίες πρέπει να φανερώνουν είτε τις επιβολές είτε τις επιδοκιμασίες της απόλυτα άγνωστης και υπεράνω κάθε εμφάνισης αγαθότητας, κι αυτές είναι άρρητες και άγνωστες, και ενυπάρχουν μόνον στους αγγέλους, που αξιώθηκαν να κατακτήσουν την αγγελική γνώση που είναι πέρα και πάνω από κάθε γνώση.
Με αυτές ενωμένοι, όσο είναι δυνατόν, οι θεοειδείς νόες, μιμούμενοι τους αγγέλους (επειδή κατά την απόλυτη παύση κάθε νοητής ενέργειας, λαμβάνει χώρα αυτή η ένωση των νοών που τρέχουν προς το υπέρθεο φως), υμνούν αυτό κυρίως με την αφαίρεση από όλα τα όντα, επειδή δοξάστηκαν αληθινά και μοναδικά από την ευτυχή ένωση μαζί του, επειδή αυτό βέβαια είναι το αίτιο όλων των όντων, ενώ αυτό δεν έχει αιτία, επειδή με υπερούσιο τρόπο είναι πέρα και πάνω απ’ όλα.      
Την θεαρχική λοιπόν υπερουσιότητα, επειδή αποτελεί ύπαρξη πέρα και πάνω από κάθε ύπαρξη της υπεραγαθότητας, ούτε ως λόγο ή δύναμη, ούτε ως νου ή ζωή ή ουσία μπορεί να υμνήσει κανείς από τους εραστές της αλήθειας που είναι πέρα και πάνω από κάθε αλήθεια˙ αλλά μόνον ως αφαιρούμενη λόγω της υπεροχής της, από κάθε συνήθεια, κίνηση, ζωή, φαντασία, εντύπωση, όνομα, λόγο, διάνοια, νόηση, ουσία, στάση, ίδρυση, ένωση, πέρας, απειρότητα, όλα όσα είναι ιδιότητες των όντων.
Επειδή λοιπόν, ως αγαθότητας ύπαρξη, σ’ αυτήν την ίδια την ύπαρξη, είναι η αιτία όλων των όντων, πρέπει να υμνηθεί η με αγαθή αρχή της θεαρχίας πρόνοια, από όλα τα αιτιατά όντα˙ επειδή γύρω απ’ αυτήν βρίσκονται τα πάντα, και εξ αιτίας αυτής, και αυτή είναι πριν από όλα, και τα πάντα συνίστανται σ’ αυτήν˙ και αυτή είναι στην ύπαρξη, η παραγωγή και υπόσταση των πάντων, και τα πάντα αυτήν επιθυμούν και σ’ αυτήν προσβλέπουν˙ τα νοερά και τα λογικά, με τη γνώση, ενώ τα κατώτερα αυτών, με τις αισθήσεις˙ και τα υπόλοιπα, ανάλογα με τη ζωτική κίνηση, ή την ουσιώδη και την κατά το σύνηθες αρμοδιότητα.
VI
Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας οι θεολόγοι, υμνούν αυτήν, και ως ανώνυμη και με όλα τα ονόματα. Χωρίς όνομα μεν, όπως όταν λένε ότι η θεαρχία αυτή, σε μία από τις μυστικές συμβολικές φανερώσεις του Θεού, επέπληξε αυτόν που ρώτησε: Ποιο είναι το όνομά σου; και όπως ακριβώς απομακρύνει αυτόν από κάθε γνώση οποιουδήποτε θεϊκού ονόματος, απάντησε: Και γιατί ρωτάς το όνομά μου; και αυτό είναι θαυμαστό. Ή μήπως πράγματι, αυτό δεν είναι το θαυμαστό όνομα, το πάνω και πέρα από κάθε όνομα, το ανώνυμο, αυτό που θεμελιώνεται πάνω από κάθε ονομαζόμενο όνομα, είτε στον αιώνα αυτό είτε στο μέλλονα αιώνα;
Από την άλλα μεριά, έχει πολλά ονόματα, όταν πάλι την παρουσιάζουν να λέει˙ Εγώ ειμί ο ών˙ η ζωή, το φως, ο Θεός, η αλήθεια, και όταν αυτοί που έχουν σοφία σχετικά με τον Θεό υμνούνε τον αίτιο των πάντων με πολλά ονόματα από όλα τα αιτιατά όντα, ως αγαθό, ως καλό, ως σοφό, ως αγαπητό, ως Θεό των θεών, ως Κύριο κυρίων, ως Άγιο αγίων, ως αιώνιο, ως όντως υπαρκτό, και ως αίτιο των αιώνων˙ ως ζωής χορηγό, ως σοφία, ως νου, ως Λόγο, ως γνώστη, ως αυτόν που υπερέχει από όλους τους θησαυρούς κάθε γνώσης, ως δύναμη, ως δυνάστη, ως Βασιλέα των βασιλευόντων, ως παλαιό ημερών, ως αγέραστο και αναλλοίωτο, ως σωτηρία, ως δικαιοσύνη, ως αγιασμό, ως απολύτρωση, ως αυτόν που είναι πέρα και πάνω από όλα τα μεγέθη, και ως αυτόν που υπάρχει μέσα σε λεπτή αύρα.
Και βέβαια, και μέσα στα πνεύματα ισχυρίζονται ότι είναι αυτός, και στις ψυχές και στα σώματα, και στον ουρανό και στη γη, και συγχρόνως ο ίδιος αυτός μέσα σ’ αυτόν, μέσα στον κόσμο, γύρω απ’ τον κόσμο και πάνω απ’ τον κόσμο, πάνω από τον ουρανό, πέρα και πάνω από κάθε ουσία, ήλιος, αστέρας, φωτιά, νερό, πνεύμα, δροσιά, νεφέλη, η ίδια η πέτρα, και βράχος, όλα τα όντα και κανένα από τα όντα.
VII
Έτσι λοιπόν, στο αίτιο των πάντων, και που ταυτόχρονα είναι πέρα και πάνω από τα πάντα, και η ανωνυμία θα ταιριάζει, και όλα τα ονόματα των όντων, να είναι ακριβώς η βασιλεία όλων, και τα πάντα να σχετίζονται μ’ αυτήν, και να εξαρτώνται απ’ αυτήν, επειδή αυτή είναι η αρχή και το τέλος, και αυτή, σύμφωνα με το λόγιο, είναι τα πάντα στα πάντα, και αληθινά εξυμνείται ως θεμέλιο όλων, αρχική και τελειωτική και συνεκτική, φύλακας και βωμός, και ως αυτή που μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της, και όλα αυτά με τον τρόπο της ένωσης, ασυγκράτητα, εξαιρετικά˙ γιατί δεν είναι μόνον η αιτία της συνοχής, της ζωής ή της τελειώσεως, για να ονομαστεί η αγαθότητα που είναι πέρα και πάνω από ονόματα, μόνον απ’ αυτήν ή από άλλη πρόνοια˙ όλα λοιπόν τα όντα τα έλαβε εκ των προτέρων εντός της απλά και απεριόριστα, με τις απόλυτες αγαθότητες της μίας και ίδιας πρόνοιας που είναι αιτία των πάντων, και από όλα τα όντα με αρμονία υμνείται και ονομάζεται.
VIII
Και βέβαια, δεν υποστηρίζουν μόνον αυτά τα θεϊκά ονόματα οι θεολόγοι, αυτά που προέρχονται από την απόλυτη ή τη μερική πρόνοια, ή από αυτά που προνοούνται, αλλά κάποτε και από κάποια θεϊκά σημάδια ή ομοιώματα, μέσα στους ιερούς ναούς, ή από αλλού, από τους μύστες ή τους φωτισμένους προφήτες, και σύμφωνα με άλλες αιτίες και δυνάμεις ονομάζουν τη μοναδική και πάνω από κάθε όνομα αγαθότητα, και την περιβάλλουν με μορφές και τύπους ανθρώπινους, ή πύρινους ή λαμπερούς, και εξυμνούν και τα μάτια αυτής (της αγαθότητας), και τα αυτιά, και τις πλεξίδες των μαλλιών, και τα πρόσωπα, και τα χέρια και τα νώτα και τα φτερά και τους βραχίονες, και τα οπίσθια, και τα πόδια˙ και στεφάνια, και έδρες, και ποτήρια, και κρατήρες και άλλα τέτοια, με μυστικό τρόπο την περιβάλλουν, για τα οποία θα μιλήσουμε, όσο είναι δυνατόν, στη Συμβολική θεολογία˙ τώρα όμως, όσα αφορούν αυτήν εδώ την πραγματεία, αφού τα συγκεντρώσουμε από τους λόγιους, και αφού χρησιμοποιήσουμε κάποιους κανόνες από αυτούς που έχουμε ήδη πει, και αποσκοπώντας σ’ αυτά, θα προβούμε στην ανάπτυξη των νοητών ονομάτων του Θεού˙ και αυτό ακριβώς που μας διδάσκει πάντα, σύμφωνα με κάθε θεολογία, ο ιεραρχικός θεσμός, με πνεύμα που έχει φωτιστεί από τον Θεό θα ερευνήσουμε και θα ελέγξουμε (κυρίως) τις θεόμορφες θεωρίες˙ και αυτιά αγιασμένα ας παραθέσουμε στις αναπτύξεις τις σχετικές με τα ιερά θεία ονόματα, αποδίδοντας τα άγια στους αγίους, σύμφωνα με τη θεϊκή παράδοση, και μη δίνοντας σημασία στα γέλια και τους εμπαιγμούς των αμυήτων σ’ αυτά, περισσότερο όμως (μη δίνοντας σημασία) σ’ αυτούς τους ίδιους, αν βέβαια υπάρχουν καθόλου κάποιοι τέτοιοι άνθρωποι, έχοντας ελευθερωθεί από τις σχετικές μ’ αυτό θεομαχίες.
Εσύ λοιπόν, έχεις χρέος να τα διαφυλάξεις αυτά καλέ μου Τιμόθεε, σύμφωνα με την ιερή διδασκαλία, και να μη μιλήσεις για τα θεία, ούτε να τα γνωστοποιήσεις στους αμύητους. Σε μένα λοιπόν, έδωσε ο Θεός να εξυμνήσω με τρόπο που ταιριάζει στον Θεό, τις ποικίλες αγαθοεργείς ονομασίες του άρρητου Θεού που δεν είναι δυνατό να κατονομαστεί, και να μην αποστερήσει αληθινό λόγο από το στόμα μου.

(σελ. 77 επ. Μετάφραση, σελ. 72 επ. αρχαίο κείμενο)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΚΥΡΙΛΛΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
«ΚΑΤΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ»

Και λοιπόν, ευκρινώς υποστηρίζει ο Πλάτων: «Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, είναι διαιρετέο, κάποιο πρώτο ον πάντα, καθώς όμως δεν έχει γένεση, κάτι γίνεται, ποτέ όμως ον. Το ένα λοιπόν το ον, αυτό πάντα είναι κατανοητό με τη γνώση, μαζί με το λόγο, και είναι ον σύμφωνα με αυτά˙ το άλλο πάλι, ακόμη κι αν με τη μη λογική αίσθηση, σύμφωνα με την αντίληψη, γίνει ιδεατό, και αν χαθεί, ποτέ δεν είναι ον, γιατί βέβαια, πάντα, ον το οποίο δεν έχει την υπέρτατη γένεση και κατονομάζει την πράξη της δημιουργίας ανώτερη φύση, το ονομάζουν Θεό των πάντων, που είναι αληθινός.
Από τη μια λοιπόν, λένε ότι ο Ορφέας, ο γιος του Οιάγρου, περισσότερο δεισιδαίμων έγινε από τους άλλους, και ότι έφθασε βέβαια την ποίηση του Ομήρου, επειδή ακριβώς και στα χρόνια είναι πιο ηλικιωμένος, και ότι έπλασε ωδές και ύμνους για τους ψευδώνυμους θεούς, και όχι ότι δεν προκαλεί θαυμασμό ότι γι’ αυτό κατέκτησε τη δόξα, έπειτα όταν ανακάλυψε τα δικά του δόγματα, και συνειδητοποιώντας ότι όχι μόνον αφού άφησε την άμαξα βγήκε από τον ίσιο δρόμο, λένε ότι μαθήτευσε με σκοπό τα καλύτερα, και αφού επέλεξε την αλήθεια αντί του ψεύδους, ότι μίλησε έτσι για τον Θεό:
Θα μιλήσω καθαρά για αυτά που είναι δικαιοσύνη˙ κλείστε όμως τις πόρτες, βέβηλοι, όλοι μαζί˙ εσύ όμως άκουγε, απόγονε της φωτοδότρας Μνήμης, Μούσες, γιατί θα πω τα αληθινά. Ούτε να στερήσεις τον εαυτό σου από αυτά που φανερώθηκαν πριν στα στήθη της φίλης του αιώνα. Αφού λοιπόν παρατηρήσεις το θείο λόγο, μείνε κοντά σ’ αυτόν, κυβερνώντας της καρδιάς το νοερό σώμα˙ όμως με καλό και ευγενικό τρόπο να ανεβαίνεις την ατραπό, μόνον, παρατήρησε με υπομονή και σεβασμό τον κόσμο Βασιλιά. Ένας λοιπόν είναι, αυτογένητος˙ από έναν όλοι οι απόγονοι γεννιούνται, και ενώ αυτός υπερτερεί ανάμεσά τους κανένας από τους θνητούς δεν μπορεί να παρατηρήσει αυτόν, όμως  αυτός βλέπει τους πάντες.
Και με άλλο τρόπο  πάλι˙
Γιατί αυτός, με χάλκινο εργαλείο είναι στηριγμένος στον ουρανό, και σε χρυσό θρόνο στη γη με τα πόδια περπάτησε. Κι έχει απλώσει από παντού το δεξί του χέρι, στα πέρατα του Ωκεανού˙ επειδή σείεται γύρω από μεγάλα βουνά, και ποταμούς και σε βάθος χαροποιού λαμπρής θάλασσας.
Έναν λοιπόν, και αυτόν αυτογέννητο, διά μέσου όλων και πάνω απ’ όλους ονομάζει Θεό, και λέει ότι ο θρόνος αυτού είναι στον ουρανό, και ότι η γη κείτεται κάτω από τα πόδια του, θέλοντας να υποδηλώσει μ’ αυτό, νομίζω, το απεριόριστο της καθαρής δόξας του, και ότι αυτή διέρχεται μέσα από τα πάντα και πληροί τα πάντα.
Ότι λοιπόν, τα πάντα καταλαμβάνει, ίσως υποδηλώνει το ότι ακόμη και σ’ αυτά τα πέρατα του Ωκεανού έχει απλώσει το χέρι του, και ότι σείονται τα βουνά και η θάλασσα, και, απλώς, όλος ο κόσμος. Γιατί όπως ακριβώς λέει η θεόπνευστη Γραφή: «Ολόκληρη η γη καλεί την αλήθεια, και ο ουρανός αυτήν ευλογεί, και όλα τα έργα σείονται και ηρεμούν».
Τα λόγια λοιπόν του Ορφέα, είναι σύμφωνα μ’ αυτά.
Και ο Όμηρος, θα μπορούσε να πει κανείς, πιστεύω, ότι είναι άριστος μεταξύ των ποιητών, που πολύ λίγο διαφέρει από αυτούς που τα έργα τους παρουσιάζονται με χορό και παντομίμα πάνω στις σκηνές˙ γιατί, απ’ τη μια μεριά, γι’ αυτούς λένε οι φιλοθεάμονες ότι με σχήματα και νεύματα δίνουν μορφή στη συνηθισμένη φύση των πραγμάτων, ότι αυτά πιστεύουν ότι δείχνουν σ’ αυτούς που βλέπουν σε μία νύχτα τα παρόντα πράγματα.
Ενώ αυτός, έχει μελετήσει να θεοποιεί αρετές και κακίες και τα στοιχεία του κόσμου, και αυτήν την ίδια τη φύση των στοιχείων, και ότι αντιτάχθηκαν οι θεοί μεταξύ τους, ο ένας στον άλλον, κάποτε στο Ίλιον, και περιγράφει σαφώς ποιοι αντιτάχθηκαν εναντίον ποιών:
Γιατί, απ’ τη μια μεριά βέβαια, ενάντια στον βασιλιά Ποσειδώνα,
Στεκόταν ο Φοίβος Απόλλωνας, έχοντας βέλη φτερωτά˙
Απ’ την άλλη, ενάντια στον πολεμοχαρή Άρη, η λαμπρή Αθηνά με τα γαλανά μάτια˙
Στην Ήρα πάλι, αντιτάχθηκε ταραχώδης και ηχηρή με χρυσό βέλος
η Άρτεμις που ενθουσιάζεται να ρίχνει βέλη, συγγενής εξ αίματος της Εκάτης,
Στη Λητώ απ’ την άλλη αντιτάχθηκε ο ισχυρός Ερμής που φέρει την ευτυχία˙
Και αντίθετα στον Ήφαιστο κινήθηκε μεγάλος ποταμός που σχημάτιζε βαθιές δίνες.
Και εξετάζει λοιπόν, μέσα σ’ αυτούς, και με πολύ σαφή τρόπο, τις αρετές, προσπαθώντας αυτός ο ίδιος να τις καταδείξει αντιτιθέμενες στις κακίες. Γιατί βέβαια, τον Άρη, τον παρουσιάζει ως ανόητο και οργισμένο, και γι’ αυτό, είναι σύνηθες στους Έλληνες ποιητές να τον αποκαλούν αλλοπρόσαλλο. ενώ την Αθηνά, πανούργα και πολυμήχανη˙ τη Λητώ απ’ την άλλη ομοίως ότι υπονοεί τη λησμονιά˙ ενώ τον Ερμή, ότι υπονοεί τη μνήμη και το λόγο.
Έπειτα, ασχολείται με τη φυσιολογία, και περιγράφει τη διαφορά των στοιχείων μεταξύ τους όταν λέει:
Γιατί, απ’ τη μια μεριά βέβαια, ενάντια στον βασιλιά Ποσειδώνα,
Στεκόταν ο Φοίβος Απόλλωνας, έχοντας βέλη φτερωτά˙
Στην Ήρα πάλι, αντιτάχθηκε ταραχώδης και ηχηρή με χρυσό βέλος
Και αντίθετα στον Ήφαιστο κινήθηκε μεγάλος ποταμός που σχημάτιζε βαθιές δίνες.
Γιατί κι εδώ μου φαίνεται ότι με τον Ποσειδώνα βέβαια υπονοεί την υγρή ουσία, με τον Απόλλωνα τον ήλιο, και με την Ήρα τον αέρα˙ ενώ ταραχώδη και με χρυσό βέλος εννοεί τη σελήνη, με τον Ήφαιστο υπονοεί τη φωτιά, ενώ με τον ποταμό υποδηλώνει αυτό που δέχεται μέσα σε τάξη το ψυχρό.
Αλλά θα ανακαλύψουμε την αλήθεια, αν και πολύ κοντά σ’ αυτόν είναι η αγάπη για το μύθο, αλλά όμως δεν βρίσκεται σε πλήρη άγνοια˙ γιατί λέει πάλι κάπου:
Αλλά ούτε αν υπήρχε για μένα ο ίδιος ο Θεός,
καταργώντας τα γεράματα, θα με έκανε να έχω νεανική ηλικία.
Γιατί κάπου λέει: Αν και κάποιος από τους θεούς θα μου υποσχόταν ότι θα έδιωχνε τα γεράματα ανακαλώντας πίσω τη νεότητα˙ ανέθεσε το ζήτημα μόνο στον Θεό των πάντων, αναγνωρίζοντας στις δυνάμεις αυτού ότι μπορούν να κατορθώσουν τα πάντα, χωρίς προσπάθεια, και αυτά που ξεπερνούν την ελπίδα και το λόγο τον σύμφωνο μ’ εμάς. «Αλλά ούτε αν υπήρχε για μένα ο ίδιος ο Θεός», δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, όχι για κάποιο ένα απ’ αυτά τα πλάσματα του μύθου, αυτόν μόνον θα μπορούσε να κατονομάσει ότι είναι πραγματικά ο αληθινός Θεός.
Αλλά βέβαια, και στον Όμηρο έτσι φαίνεται ότι σκέφτεται και λέει, προχωράμε όμως και σ’ αυτούς ήδη τους σοβαρούς και συνοφρυωμένους, οι οποίοι έχουν τη φήμη ότι φαίνονται σοφοί, όχι με αγενή τρόπο, στα παιδιά των Ελλήνων.
Ο Πορφύριος λοιπόν, αυτός που εξαπέλυσε σε μας πικρά λόγια, και τη θρησκεία των Χριστιανών χλεύασε για μια νύχτα, λέει ότι αυτοί που ονομάζονται σοφοί, οι οποίοι είναι εφτά στον αριθμό, προσέλαβαν αυτήν την ονομασία εξ αιτίας αυτών˙ γράφει λοιπόν έτσι, στο πρώτο βιβλίο της Φιλοσόφου Ιστορίας:
Ενώ λοιπόν ήταν εννέα, επτά ονομάστηκαν σοφοί, εξ αιτίας αυτού˙ στα δίχτυα ενός ψαρά, ο οποίος έδωσε σε μερικούς νέους ψάρια, συνέβη να βρεθεί ένας χρυσός τρίποδας˙ κι ενώ ο ψαράς έλεγε ότι τα ψάρια πουλάει και όχι τον τρίποδα, ενώ οι νέοι έλεγαν ότι είναι δική τους τύχη η εύρεση του τρίποδα, τους φάνηκε σωστό να στραφούν στην κρίση του Θεού γι’ αυτό το θέμα˙ αυτός, αφού χρησμοδότησε να δώσουν τον τρίποδα στον σοφό, πρώτα προσφέρθηκε ο τρίποδας στον Θαλή˙ αυτός όμως τον έστειλε στον Βία, λέγοντας ότι εκείνος είναι σοφός˙ κι αυτός σε άλλον τον στέλνει˙ κι εκείνος σε άλλο, αφού περιήλθε ο τρίποδας και στους επτά, και πάλι επέστρεψε στον πρώτο, τους φάνηκε σωστό να τον αφιερώσουν στον Θεό˙ γιατί αυτός είναι ο σοφότερος όλων.
Και βέβαια, και ο σοφότατος Ξενοφών λέει:
Αυτός λοιπόν που τα πάντα σείει και ηρεμεί, όπως ακριβώς κάποιος πολύ μεγάλος και δυνατός, είναι φανερός˙ όποιος όμως είναι αφανής στη μορφή, και ούτε φαίνεται να είναι ο ήλιος που φωτίζει τα πάντα, ούτε αυτός μοιάζει να επιτρέπει στον εαυτό του να γίνει ορατός˙ αλλά εάν κάποιος με αναίδεια τον δει, του αφαιρεί την όψη.
Και βέβαια λοιπόν, ότι ένας είναι ο Θεός σύμφωνα με τη φύση και αληθινά, ακατανόητος από κάθε ανώτερο νου και λόγο, χωρίς σχήματα, ζωοποιός και η αρχή των πάντων, αγέννητος, άφθαρτος, γενεσιουργός των πάντων, έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την ανώτερη Γραφή, και με τη φωνή των ποιητών και των λογογράφων που βρίσκονται κοντά σ’ αυτούς. Ότι βέβαια είχαν γνωρίσει κι αυτοί τον απ’ αυτόν γεννηθέντα, με φυσικό τρόπο, Υιό τον Δημιουργό Λόγο, θα το αποδείξουμε μέσα από τα ίδια αυτά τα γραφτά τους, παραθέτοντας τα ίδια τους τα λόγια.
Γιατί λέει ο Πορφύριος, στο τέταρτο βιβλίο της Φιλοσόφου Ιστορίας, ότι είπε ο Πλάτωνας για το αγαθό αυτά:
Απ’ αυτό λοιπόν, τρόπον τινά, δε μπορεί να επινοηθεί ο νους από τους ανθρώπους, και να υπάρξει ολόκληρος και καθ’ εαυτός, μέσα στον οποίο βρίσκονται πράγματι όλα τα όντα και όλη η ουσία των όντων. Αυτό λοιπόν, και πρώτα καλό και καλό από τον εαυτό του, έχοντας από αυτόν την ομορφιά του σχήματός του, προήλθε πριν από τους αιώνες, ορμώμενος από αίτιο του Θεού, ο οποίος είναι αυτογέννητος και πατέρας του εαυτού του˙ γιατί, δεν έγινε η πρόοδος επειδή κινήθηκε εκείνος για τη γένεση αυτού, αλλά αφού παρήλθε αυτός, γεννήθηκε αφ’ εαυτού από τον Θεό, αφού παρήλθε όμως, όχι από κάποια αρχή χρονική˙ γιατί ακόμη δεν υπήρχε χρόνος˙ αλλά αν και δεν είχε δημιουργηθεί ο χρόνος, ο χρόνος υπάρχει αναφορικά μ’ αυτόν˙ γιατί είναι πάντα άχρονος και μοναδικός αιώνιος ο νους. Όπως ακριβώς ο Θεός είναι πάντα ο πρώτος και ο μοναδικός, κι ενώ απ’ αυτόν τα πάντα δημιουργήθηκαν, δεν μπορεί να συναριθμηθεί μ’ αυτά, ούτε είναι δυνατόν να τον συγκαταλέξουμε την αξία μαζί στην ύπαρξη εκείνου˙ έτσι και ο νους, αφού υπάρχει αιώνιος, μοναδικός και εκτός χρόνου, και αυτός είναι χρόνος όλων αυτών που βρίσκονται μέσα στο χρόνο, παραμένοντας ταυτιζόμενος με τη δική του αιώνια υπόσταση.
Και βέβαια, και ο Ορφέας πάλι, έτσι κάπου μιλάει:
Ουρανό σε ορκίζω, θεού μεγάλου και σοφού έργο˙
Ομιλία σε ορκίζω του Πατέρα, την οποία πρώτη μίλησε,
Κάθε φορά που τον κόσμο ολόκληρο στερέωσε με τη δική του θέληση και απόφαση.
Ομιλία λοιπόν του Πατέρα, την οποία λάλησε πρώτη, λέει τον μονογενή του Λόγο, που από πάντα συνυπάρχει με τον Πατέρα˙ γιατί δεν υπήρχε χρόνος, όταν χωριστά από τον ίδιο τον Λόγο, θα μπορούσε νοητά να υπάρχει ο Θεός και Πατέρας˙ σ’ αυτόν τον ίδιον λοιπόν, διακήρυξε τον πραγματικό Θεό, τον δημιουργό των πάντων.
Και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος έτσι μιλάει για τον Θεό:
Γιατί, ο λόγος αυτού, αφού προήλθε, όντας απόλυτα τέλειος, και γόνιμος, και δημιουργός, πέφτοντας σε γόνιμη φύση σε γόνιμο νερό και το νερό την κατέστησε έγκυο˙ Και ο ίδιος λέει πάλι˙ η πυραμίδα λοιπόν, η οποία υπόκειται στη φύση και στο νοερό κόσμο˙ γιατί έχει άρχοντα που βρίσκεται από πάνω τον Δημιουργό Λόγο του Δεσπότη των πάντων, ο οποίος είναι μαζί με εκείνον πρώτη δύναμη, αγέννητη, απέραντη, η οποία προέκυψε από εκείνον, και βρίσκεται από πάνω, και εξουσιάζει όσα δημιουργήθηκαν απ’ αυτόν, είναι δε ο πρόγονος του απόλυτα τέλειου, και τέλειος και γόνιμος γνήσιος υιός.
Και αυτά που είπα προηγουμένως, εσύ δεν τα κατανόησες˙ η φύση του νοερού αυτού Λόγου είναι φύση γεννητική˙ αυτό, όπως ακριβώς η γέννησή του, ονόμασέ το ή φύση, ή συνήθεια, ή όπως θέλεις να το ονομάσεις, κατανοώντας αυτό μόνον, ότι είναι τέλειος σε τέλειο, και από την  τελειότητα, τέλεια αγαθά εκτελεί, και δημιουργεί και ζωοποεί˙ επειδή λοιπόν συγκρατείται από τέτοιου είδους φύση, με καλό τρόπο αυτό αποκαλείται. Και ο ίδιος αυτός, στον πρώτο λόγο των προς τον Τατ Διεξοδικών, έτσι μιλάει για τον Θεό˙ Ο Λόγος του Δημιουργού, παιδί μου, είναι αιώνιος, κινείται από μόνος του, δεν αυξάνεται, ούτε μειώνεται, είναι αμετάβλητος, μοναδικός  άφθαρτος, πάντα είναι όμοιος με τον εαυτό του, και ίσος και ομαλός, σταθερός, παρατασσόμενος σωστά, ο οποίος είναι ένας, αυτός που είναι μετά από τον Θεό που ήδη είχε αναγνωριστεί από πριν, και φανερώνει νομίζω, διά μέσου βέβαια αυτού εδώ, τον Πατέρα.
Επαρκεί λοιπόν, αυτό, για την πληρέστερη απόδειξη τού ότι είχαν κατανοήσει κι αυτοί τον μονογενή Λόγο του Θεού. Νομίζω όμως ότι πρέπει να αναφέρω, επιπλέον απ’ αυτά που είπα, και όσα έχουν ειπωθεί απ’ αυτούς σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.
Ο Πορφύριος λοιπόν λέει, εκθέτοντας την άποψη του Πλάτωνα:
Ότι μέχρι τρεις αποστάσεις προχώρησε η ουσία του Θεϊκού, και ότι είναι κατ’ αρχήν ο Θεός, το ανώτατο αγαθό˙ μαζί μ’ αυτόν, και δεύτερο, ο δημιουργός˙ και τρίτο, η ψυχή του κόσμου˙ γιατί, η θεότητα προχώρησε μέχρι την ψυχή.
Εδώ βέβαια, μ’ αυτά τα λόγια, με σαφήνεια ισχυρίζεται ότι η ουσία του Θείου προχώρησε μέχρι τις τρεις υποστάσεις˙ γιατί βέβαια ένας είναι ο Θεός των πάντων, διευρύνεται όμως, όπως ακριβώς η γνώση γι’ αυτόν, σε αγία και ομοούσια Τριάδα, σε Πατέρα, λέω, και σε Υιό και σε Άγιο Πνεύμα, το οποίο ψυχή του κόσμου αποκαλεί ο Πλάτων˙ και δίνει ζωή στο Πνεύμα, και προέρχεται από τον ζωντανό Πατέρα διά μέσου του Υιού, και μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε, και υπάρχουμε˙ γιατί είναι αλήθεια όταν λέει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός˙ «το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή». Και πάλι, ο ίδιος Πορφύριος, αναφέρει σχετικά με την άποψη του Πλάτωνα˙ Γι’ αυτό, μιλώντας αινιγματικά σχετικά μ’ αυτά τα μυστικά, λέει˙ γύρω από τον βασιλέα βρίσκονται τα πάντα, και όλα εξ αιτίας αυτού υπάρχουν, κι εκείνος είναι το αίτιο όλων των καλών, το δεύτερο όμως γύρω από τα δεύτερα, και το τρίτο γύρω από τα τρίτα˙ γιατί τα πάντα σχετίζονται με τους τρεις θεούς, αλλά ήδη βέβαια πρώτα με τον βασιλέα των πάντων, και κατά δεύτερον με τον θεό που προέρχεται από εκείνον, και κατά τρίτον, σχετίζεται μ’ εκείνον που προέρχεται από αυτόν. Έχει δηλώσει δηλαδή, αποσαφηνίζοντας, και τη μεταξύ τους υπόσταση, αρχίζοντας από τον βασιλέα, και τη βάση και την ύφεση αυτών που βρίσκονται μετά από το πρώτο, διά μέσου αυτού που λέμε και κατά πρώτον και κατά δεύτερον και κατά τρίτον, και ότι από το ένα προέρχονται τα πάντα, και ότι διά μέσου αυτού σώζονται˙ κι έχει δει λοιπόν, όχι υγιώς καθ’ ολοκληρία, αλλά γι’ αυτούς που φρονούν αυτά που φρονεί ο Άρειος, με ίσο τρόπο τα διαιρεί, και προτείνει να υποκαθίστανται μεταξύ τους οι υποστάσεις, και νομίζει ότι υπάρχουν τρεις θεοί, με τρόπο που να διαιρείται η αγία και ομοούσια Τριάδα.
Όμως βέβαια, δεν αγνοεί εξ ολοκλήρου την αλήθεια. Νομίζω λοιπόν, ότι κι αν υγιώς μίλησε και σκέφτηκε, έφερε όμως και σε όλους τους άλλους την αρτιότητα της άποψης σχετικά με τον Θεό, εάν βέβαια πιθανώς φοβήθηκε τη γραφή του Ανύτου και του Μελίτου, και το κώνειο του Σωκράτη.
Γιατί, ένα όλοι ομολογούνε, τον για όλους και για όλα Θεό, και άναρχο, και αιώνιο, και αγέννητο και άφθαρτο, ζωή και ζωοποιό, δημιουργό του ουρανού και της γης, και συνολικά, όλων όσων βρίσκονται πάνω στη γη.
Ο Πυθαγόρας λοιπόν λέει:
Ο Θεός βέβαια είναι ένας, κι αυτός μάλιστα είναι, όχι όπως κάποιοι τον φαντάζονται, αλλά εκτός των τάξεων και των τακτοποιήσεων του κόσμου, αλλά ολόκληρος, μέσα σε όλον αυτόν τον κύκλο, επιτηρώντας όλες τις γενιές, καθώς αποτελεί συγχώνευση όλων των αιώνων, και φως των δικών του δυνάμεων και έργων, αρχή των πάντων, νους και εμψύχωση όλων των κύκλων, κίνηση των πάντων. Εδώ βέβαια σαφώς, λέει ότι ένας είναι ο Θεός όλων, και η αρχή των πάντων, και δημιουργός των δικών του δυνάμεων, πηγή φωτός και εμψύχωση, δηλαδή ζωοποίηση των πάντων, και η κίνηση όλων των κύκλων˙ και τίποτε δεν κινείται από μόνο του, και τα πάντα προκαλούνται απ’ αυτόν, και φαίνεται να του έχει τύχει η κίνηση από τη μη ύπαρξη του όντος, στην ύπαρξη.
Και ο Πλάτων κάπως έτσι κάπου μιλάει:
Και είναι δύσκολο έργο να βρει κάποιος τον πατέρα και τον δημιουργό αυτού εδώ του παντός, και αν τον βρει, είναι αδύνατο να το εξηγήσει σε όλους. Πολύ σωστά λοιπόν˙ «γιατί η δόξα του Κυρίου κρύβει το λόγο», κατά τη γραφή, και κάθε λόγος σχετικά μ’ αυτόν είναι αδύναμος, και είναι κατώτερος της πραγματικής αξίας. Γιατί είναι πέρα από κάθε έννοια, και βλέπουμε μέσα από καθρέφτη και αινιγματικά όσα σχετίζονται μ’ αυτόν, σύμφωνα με τα λόγια του πάνσοφου Παύλου. Και ο Πορφύριος λέει στο τέταρτο βιβλίο της Φιλοσόφου Ιστορίας˙ Και να εξυμνήσει ο Πλάτωνας και βέβαια και να μιλήσει πάλι για έναν Θεό, και κανένα όνομα να μην του δώσει, και ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει την ανθρώπινη γνώση, ενώ οι λεγόμενες προσηγορίες από τους επόμενους,  καταχρηστικά υποδηλώνουν αυτόν˙
Και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος κάπως έτσι μιλάει:
Το να κατανοήσεις τον Θεό είναι βέβαια δύσκολο, ενώ να τον εκφράσεις είναι αδύνατον, γιατί ακόμη και αν μπορείς να τον κατανοήσεις με τη νόησή σου, είναι αδύνατο να υποδηλώσεις το ασώματο με το σώμα˙ και ούτε είναι δυνατόν να καταληφθεί το τέλειο από το ατελές, και είναι δύσκολο να έρθει σε επικοινωνία το αιώνιο μ’ αυτό που έχει λίγο χρόνο˙ γιατί το ένα, απ’ τη μια μεριά υπάρχει για πάντα, ενώ το άλλο παρέρχεται˙ το ένα είναι αληθινό, το άλλο σκιάζεται από τη φαντασία. Όση λοιπόν διάσταση υπάρχει ανάμεσα στο ασθενέστερο και στο ισχυρότερο, και στο χειρότερο και το καλύτερο, τόσο πολύ διαφέρει το θνητό από το θεϊκό και το αθάνατο. Αν λοιπόν κάποιο ασώματο μάτι βγει έξω από το σώμα, με σκοπό να δει το καλό, και πετάξει προς τα πάνω, και αιωρηθεί, και ζητώντας να δει σχήμα, όχι σώμα, όχι ιδέες, αλλά περισσότερο εκείνο που έχει δημιουργήσει αυτά, το ήσυχο και γαλήνιο, το στέρεο και αμετάβλητο, το ίδιο πάντα και μοναδικά, το  όμοιο με τον εαυτό του, το οποίο με κανένα άλλο δεν είναι όμοιο, ούτε ανόμοιο με τον εαυτό του, και πάλι αυτός ο ίδιος. Μέχρι τώρα λοιπόν, τίποτε για εκείνο το ένα και μόνο αγαθό δεν είπες, θεωρώντας το αδύνατον˙ γιατί όλη η δύναμη αυτός είναι, και ούτε να διανοηθείς ότι σε κάτι αυτός υπάρχει, ούτε και πάλι έξω από κάτι˙ γιατί αυτός, καθώς είναι απέραντος, είναι το όριο των πάντων, και χωρίς να εμπεριέχεται σε τίποτα, εμπεριέχει τα πάντα˙ γιατί ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα σώματα και τα ασώματα, και σ’ αυτά που γεννιούνται και στο αγέννητο, και μεταξύ αυτών που υπόκεινται στη ανάγκη και σ’ αυτά που εξουσιάζουν τον εαυτό τους, ή ανάμεσα στα επίγεια και τα επουράνια, και στα φθαρτά και τα αιώνια; όχι ότι τα ένα απ’ ατη μι μεριά είναι αυτεξούσιο ενώ το άλλο υπόκειται στην ανάγκη και ότι αυτά που βρίσκονται κάτω, επειδή είναι ατελή, είναι φθαρτά;
Αλλά βέβαια και ο Σοφοκλής έτσι μιλάει για τον Θεό:
Μέσα στις αλήθειες ένας είναι ο Θεός,
αυτός που κατασκεύασε τον ουρανό, και τη μακρά γη,
και το χαρωπό κυματισμό της μεγάλης θάλασσας, και τις ορμές των ανέμων˙
Ενώ οι θνητοί, αφού πλανηθήκαμε πολύ στην καρδιά,
εγκαταστήσαμε παρηγοριά στις θλίψεις˙
Αγάλματα θεών, από πέτρα ή χαλκό,
ή κατασκευασμένα από χρυσό, ή σχήματα από ελεφαντόδοντο,
και θυσίες σ’ αυτά και κενές συγκεντρώσεις προκαλώντας,
έτσι νομίζουμε ότι εκδηλώνουμε την ευσέβειά μας.
Λέει βέβαια και ο Ερμής στον τρίτο λόγο προς τον Ασκληπιό:
Γιατί δεν είναι εφικτό να παρέχουμε αυτά τα μυστήρια στους αμύητους˙ αλλά ακούστε με το νου˙ ένα μόνον υπήρχε φως νοερό, πριν από το νοερό φως, και πάντα υπάρχει νους φωτεινός του νου, και τίποτε άλλο δεν υπήρχε παρά η ενότητα αυτού που υπάρχοντας πάντα μέσα στον εαυτό του, πάντα παρέχει τα πάντα στο δικό του νου, και στο φως και στο πνεύμα. Και μαζί με τ’ άλλα αναφέρει˙ Εκτός απ’ αυτό, ο Θεός δεν είναι ούτε άγγελος ούτε δαίμονας, ούτε κάποια άλλη ουσία˙ γιατί είναι ο Κύριος των πάντων, και Πατέρας, και Θεός, και πηγή, και ζωή, και δύναμη, και φως, και νους, και πνεύμα, και τα πάντα υπάρχουν σ’ αυτόν και απ’ αυτόν.
Γιατί νου λοιπόν, από το νου, όπως εγώ νομίζω, αποκαλεί τον Υιό, και ως φως από το φως˙ και κάνει μνεία και του Πνεύματος, ως αυτό που περιέχει τα πάντα˙ και ούτε άγγελος, ούτε δαίμονας, ούτε οποιαδήποτε άλλη φύση ή ουσία, λέει ότι βρίσκεται έξω από τη θεϊκή υπεροχή, ή εξουσία˙ αλλά καθορίζεται ότι κάτω απ’ αυτήν υπάρχουν τα πάντα και διά μέσου αυτής.
Και πάλι ο ίδιος, στον τρίτο αυτόν προς τον Ασκληπιό λόγο, επειδή ρώτησε κάποιος σχετικά με το θείο Πνεύμα, μιλάει έτσι:
Εάν δεν ήταν πρόνοια του Κυρίου των πάντων, ώστε με το λόγο τούτο να σας αποκαλύψω αυτά, ούτε κι εσάς θα σας κατείχε τώρα διακαής πόθος , για να με ρωτήσετε γι’ αυτό˙ τώρα λοιπόν ακούστε και τον υπόλοιπο λόγο˙  Αυτό το πνεύμα, για το οποίο μίλησα πολλές φορές ποηγουμένως, το έχουν όλοι και όλα ανάγκη˙ γιατί συγκρατώντας τα πάντα σύμφωνα με την αξία τους, δίνει ζωή στα πάντα, και τα τρέφει, και από την άγια πηγή εξαρτάται, υπάρχοντας πάντα ως βοηθός στο πνεύμα και στη ζωή πάντων, όντας γόνιμη μονάδα.
Γνωρίζει λοιπόν γι’ αυτό, και ότι υπάρχει με δική του σύσταση, και ότι ζωοποιεί και τρέφει τα πάντα, και ότι εξαρτάται και πηγάζει από την ίδια πηγή του Θεού και Πατρός˙ γιατί προέρχεται απ’ αυτόν κατά φύση, και διά μέσου του Υιού χορηγείται στην κτίση.
Και είπε αυτός στο λόγο τον προς Ασκληπιό:
Και είπε, λέει, ο Όσιρις˙ Και μετά, μέγιστο και αγαθό πνεύμα, πώς εμφανίστηκε όλη η γη; Και είπε το μεγάλο αγαθό πνεύμα˙ Με τάξη, και με αποξήρανση, όπως είπα, και αφού τα πολλά νερά διατάχθηκαν να υποχωρήσουν από εκεί που βρίσκονταν, αποκαλύφθηκε όλη η γη γεμάτη λάσπη, και τρέμοντας˙ όταν λοιπόν ο ήλιος έλαμψε ξανά, και καίει τα πάντα συνεχώς, και ξηραίνοντάς τα, η γη στηριζόταν στα νερά και περιέχονταν από το νερό. Και αναφέρει αλλού˙
Ο Κύριος και Δημιουργός των πάντων, φώναξε έτσι˙ να γίνει η γη και να φανεί το στερέωμα, και αμέσως άρχισε να δημιουργείται η γη. Και αυτά εδώ βέβαια για τη γη. Και σχετικά με τον ήλιο πάλι, έτσι μιλάει˙
Και είπε ο Όσιρις˙ τρισμέγιστο αγαθό πνεύμα, θέλεις να μας περιγράψεις πότε αποκαλύφθηκε η γέννηση του ήλιου; Αποκαλύφθηκε από την πρόνοια του Κυρίου των πάντων. Έγινε δε η γέννηση του ήλιου από τον Κύριο των πάντων, διά μέσου του αγίου και δημιουργικού λόγου αυτού.
Όμοια, ο ίδιος, και στον περιγραφικό πρώτο λόγο του προς τον Τατ, λέει:
Και ο Κύριος των πάντων, αμέσως φώναξε δυνατά, μέσω του δικού του αγίου, και νοητού, και δημιουργικού Λόγου˙ Να γίνει ο ήλιος, και καθώς το είπε αυτό, αποσπάστηκε η φύση από το δικό της πνεύμα και υψώθηκε από το νερό, επειδή η φωτιά εξαρτάται από τη φύση που ανέρχεται προς τα πάνω, κι εννοώ τη φωτιά την καθαρή από προσμίξεις, και τη φωτεινότατη, και τη δραστικότερη, και τη γονιμότερη. Το ότι λοιπόν, ο Λόγος υπακούει σε κάθε προσταγή του Θεού Δημιουργού, θα έπρεπε να το κατανοήσει ο άνθρωπος και να ειπωθεί η αλήθεια. Το με ποιον τρόπο όμως συμβαίνει αυτό, αυτός το ξέρει μόνον.
Το ότι απ’ όλα όσα έχουν γίνει, στο καθένα απ’ αυτά διανέμει την ύπαρξη μ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την εξουσία του, και ότι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν τα πάντα απ’ αυτόν ορίζεται, θα μπορούσε να γίνει σαφές και απ’ αυτά που είπε ο Μωυσής˙ «Να γίνει το στερέωμα», κι έγινε έτσι. Και «Να μαζευτούν τα νερά σ’ έναν τόπο και να φανεί η ξηρά». Γιατί αυτά βέβαια ορίζουν τη φύση καθενός απ’ αυτά που έχουν έρθει στην ύπαρξη.
Αυτό το αναφέρει και πάλι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος. Γιατί παρουσίασε τον Θεό να λέει στα κτίσματα: Είναι λοιπόν ανάγκη να χορηγήσω σε σας αυτήν την εντολή που σας έχει δοθεί διά μέσου του Λόγου μου˙ γιατί αυτόν το νόμο έχετε. Γιατί όπως είπα ξεκάθαρα, για καθένα απ’ αυτά που έχουν δημιουργηθεί, φυσικό όρισε το νόμο ο Δημιουργός, και με τα νεύματά του φαίνεται να μοίρασε μ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη, τυχαία ή μη. Και ο μεν ειλικρινής και ευθέως διατυπωμένος λόγος, είναι έτσι.
Κι έχει καταθέσει αυτός, όχι με μέτρο, τη γνώμη του Πλάτωνα, και λέει:
Ο Πλάτωνας λοιπόν, άκουγε τι λέει για τον κόσμο. Και κάθε ουρανός, ή κόσμος ή και οτιδήποτε άλλο, όπως κι αν λέγεται, έτσι να το ονομάσετε˙ και ποιο απ’ τα δύο, υπήρχε από πάντα μη έχοντας καμία αρχή γέννησης, ή έχει δημιουργηθεί προερχόμενος από μία αρχή; έχει γίνει˙ γιατί είναι ορατός, και απτός, αφού έχει σώμα. Και όλα αυτά είναι αισθητά, τα οποία μπορούν να συμπεριληφθούν από τις αισθήσεις, με τις αισθήσεις. Και επιπλέον με τ’ άλλα:
Και αν, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, πρέπει να λέμε αυτόν τον κόσμο ζωντανό, έμψυχο και λογικό, να λέμε ότι αληθινά έγινε από την πρόνοια του Θεού. Εδώ λοιπόν σαφώς, ο κατ’ αυτόν θεϊκός και πάνσοφος Πλάτων διαβεβαιώνει ότι όλος ο κόσμος, ή όπως κι αν λέγεται, είναι γεννημένος, και προέρχεται από κάποια αρχή. Και βέβαια, βεβαιώνει ότι είναι απτός και ορατός και ενσώματος, και αντιληπτός με τις αισθήσεις και ότι ακολουθεί την πρόνοια του Δημιουργού.
Γράφει λοιπόν ο Αλέξανδρος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, στο έργο του Περί Προνοίας, αυτά:
Το να πούμε ότι ο Θεός δεν θέλει να προνοεί για όσα βρίσκονται στον κόσμο εδώ, είναι εντελώς ξένο προς τον Θεό. Γιατί είναι αποτέλεσμα φθόνου και ολοσχερώς παράλογης φύσης, το να μην πράττει τα καλύτερα ενώ μπορεί. Επειδή όμως και τα δύο απ’ αυτά είναι ξένα προς τον Θεό γνωρίσματα, ούτε το ένα μπορεί να τον χαρακτηρίζει, ούτε το άλλο. Εγκαταλείπεται λοιπόν το ότι και μπορεί και θέλει το θεϊκό να προνοεί για τα εδώ κάτω. Και αν θέλει και μπορεί, είναι εμφανές ότι και προνοεί. Άρα είναι εύλογο ότι τίποτε, ούτε ένα από όλα αυτά που συμβαίνουν, δεν έχει γίνει χωρίς τη θεϊκή γνώμη και βούληση. Κάποιοι βέβαια λένε ότι αυτήν τη γνώμη την έχει και ο Πλάτωνας˙ φανερά όμως, ο Ζήνως ο Κιττιεύς και οι μαθητές της Στοάς πιστεύουν σ’ αυτή τη γνώμη. Ότι λοιπόν προνοεί και για τις δικές μας υποθέσεις ο ανώτατος στη φύση και μοναδικός όλων Θεός, το έχουν μαρτυρήσει κι αυτοί.
Γιατί, έτσι γράφει στον Ασκληπιό ο Ερμή, ο αποκαλούμενος Τρισμέγιστος, για τη φύση των πάντων:
Αν λοιπόν συμφωνούμε ότι δύο είναι τα όντα, το δημιουργούμενο και αυτό που δημιουργεί, αν ενωθούν γίνονται ένα, το ένα προηγείται και το άλλο έπεται. Προηγείται βέβαια ο δημιουργός Θεός˙ και έπεται το δημιούργημα, ό,τι κι αν είναι αυτό. Και εξ αιτίας της μεγάλης ποικιλίας των δημιουργημάτων επαγρυπνεί, φοβούμενος μη προσαρτήσει στον Θεό ταπεινότητα και παραλογισμό. Γιατί, μία αντίληψη έχει αυτός, να κάνει τα πάντα, κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό του Θεού, όπως ακριβώς η ποίηση το σώμα. Και τίποτε κακό δεν υπάρχει σ’ αυτόν που δημιουργεί, ούτε τίποτε απ’ όσα θεωρούνται αισχρά. Γιατί αυτά είναι τα πάθη, αυτά που έρχονται μαζί με τη γέννηση, όπως ακριβώς η σκουριά στο χαλκό και η βρωμιά στο σώμα. Αλλά ούτε ο χαλκουργός δημιούργησε τη σκουριά, ούτε αυτοί που γέννησαν δημιούργησαν τη βρωμιά.
Και αλλού πάλι χρησιμοποιεί θερμότερο λόγο θέτοντας ένα σαφές παράδειγμα, και λέει:
Έπειτα, στον ζωγράφο βέβαια είναι δυνατό να φτιάξει και ουρανό και γη και θάλασσα και θεούς και ανθρώπους και όλα τα μη λογικά και τα άψυχα˙ και στον Θεό δεν είναι δυνατό να κάνει τα πάντα; Πόσος παραλογισμός και άγνοια για τον Θεό! Γιατί αυτοί πάσχουν από το μεγαλύτερο δεινό απ’ όλα˙ γιατί αν και λένε ότι είναι ευσεβείς απέναντι στον Θεό και τον ευλαβούνται, με το να μην του αναγνωρίζουν όμως τη δημιουργία των πάντων, τίποτε δε γνωρίζουν για τον Θεό˙ και εξ αιτίας της άγνοιά τους αυτής διαπράττουν τη μεγαλύτερη ασέβεια, περιβάλλοντάς τον με πάθος, υπεροψία ή αδυναμία. Γιατί αν δεν δημιουργεί τα πάντα, δεν τα δημιουργεί από υπερηφάνεια, ή από αδυναμία, πράγμα που αν το υποστηρίξουμε, είναι ασέβεια. Γιατί ο Θεός μόνον ένα πάθος έχει, το αγαθό˙ και ο αγαθός δεν είναι ούτε υπερήφανος ούτε αδύναμος. Γιατί τέτοια αγαθότητα έχει ο Θεός, δηλαδή όλη τη δύναμη για να δημιουργεί τα πάντα. Γιατί οτιδήποτε γεννήθηκε, από τον  Θεό έχει γεννηθεί, το οποίο σημαίνει ότι γεννήθηκε από το αγαθό και απ’ αυτό που μπορεί να δημιουργεί τα πάντα.

ΚΑΤΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ V.
Και λοιπόν ο Αλέξανδρος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, στο λόγο του Για την πρόνοια για το καθένα ξεχωριστά, υποστηρίζει:
Και ίσως είναι ανάγκη να πούμε την αλήθεια σχετικά με την ευσέβεια για το θεϊκό, το μεγαλύτερο και τελειότερο από τα πάντα αγαθό, το να ζούμε με ευδαιμονία. Και αυτό αποδεικνύεται με την παρατήρηση˙ και η παρατήρηση βρίσκεται στη γνώση των αρίστων˙ και όλοι ομολογούν ότι άριστα είναι τα θεϊκά. Επειδή λοιπόν έτσι είναι αυτά, στη γνώση των θεϊκών βρίσκεται η ευδαιμονία μας. Όπως λοιπόν είπα πριν από λίγο, τίποτε δεν έχει μεγαλύτερη αξία για τους εραστές της αληθινής σοφίας, από τα δόγματα σχετικά με τον Θεό. Και διώχνει μακρυά αυτήν την πιθανότητα, το να προσκολληθούμε σε ψεύτικους θεούς. Και τι είναι αυτό το ον που αγνοεί τον Θεό και δεν έχει μερίδιο στην ακραιφνή και αληθινή αντίληψη του Θεού; Έπειτα, πώς θα έχει πληρότητα ευδαιμονίας η γνώση των γήινων πραγμάτων, αφού στεναχωρεί το γεγονός τον Θεό, ο οποίος «θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να έρθουν σε κατάσταση επίγνωσης της αλήθειας»;

(σελ. 101 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΜΑΚΑΡΙΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
«ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΟΣ Ή ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»
Ο Πλάτων, στον Τίμαιο, λέει: «Ο κόσμος είναι ζωντανός και ορατός, ο οποίος περιέχει τα ορατά, εικόνα του νοητού Θεού, αισθητός, πάρα πολύ μεγάλος και αόρατος». Και πράγματι, αν κάποιος κατασκευάσει ομοίωμα ενός φίλου, δεν νομίζει βέβαια –από όσο τουλάχιστον μπορούμε να ξέρουμε– ότι ο φίλος βρίσκεται μέσα στην εικόνα, ούτε ότι τα μέρη του σώματός του περικλείονται μέσα σ’ εκείνο το σχήμα, αλλά ότι μέσω της εικόνας αποδεικνύει την τιμή του αποδίδει στον φίλο˙ και οι θυσίες βέβαια που αφιερώνουμε στους θεούς, δεν φέρουν τόσο τιμή σ’ αυτούς, όσο αποτελούν δείγμα της καλής προαίρεσης και διάθεσης των θρησκευόντων, και ότι δεν διάκεινται απέναντί τους και δεν τους αντιμετωπίζουν με αχαριστία˙ και ότι εύλογα τα σχήματα των αγαλμάτων είναι ανθρωποειδή, επειδή θεωρείται ο άνθρωπος το ανώτερο είδος των ζώων και εικόνα του Θεού. Και ο Πλάτων θεωρεί ότι ο ορατός κόσμος έχει δημιουργηθεί ως παράδειγμα του νοητού κόσμου από τον ορατό... Και ο Νουμήνιος λέει: «Πολλοί λοιπόν, με ευκολία έδωσαν στους βέβηλους τα θεία ονόματα, χωρίς βέβαια μ’ αυτό να στεναχωρήσουν τα θεία, αλλά μόνον τη δικιά τους ανοησία φανέρωσαν. Γιατί αν κάποιος βέβαια ονομάζεται Θεός, και τίποτε θεϊκό δεν έχει, υβρίζει την επωνυμία και συκοφαντεί το όνομα, διαπράττοντας αμείλικτο και αδιόρθωτο έγκλημα. Μη νομίσεις βέβαια ότι εξ αιτίας αυτού ο παντοκράτορας Θεός στεναχωριέται και δυσφορεί, ακόμη κι αν μέχρι και στα ερπετά κάποιοι άφρονες διέσυραν το Θεϊκό όνομα˙ γιατί αυτοί ζημίωσαν πολύ τους εαυτούς τους, αφού σε φτηνές ύλες εγκωμίασαν το όνομα από την πρώτη και αιωνίως ακέραιη και καθαρή ουσία...»
Στη Γένεση λέμε: «Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και με σκοπό να μας ομοιάσει». Ο Αντισθένης δεν είπε σε κάποιο άλλο σημείο: «Ας δημιουργήσουμε άλλο, σύμφωνα με το Λόγο αυτού και τη σοφία αυτού». Το ίδιο παραδέχτηκε και ο Κύριλλος της Αλεξανδρείας στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό.

(σελ. 108 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΡΟΥ
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΔΗΛΑΔΗ
ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
Η κορωνίδα λοιπόν των φιλοσόφων, ο Πλάτων, καθορίζει τη σοφία, όχι ανάλογα με τη γραμματική μόρφωση αλλά από την επίγνωση της αλήθειας, και αυτούς βέβαια που την γνωρίζουν αυτήν (την αλήθεια) καλά, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουν ούτε τα βασικά στοιχεία των επιστημών, τους ονομάζει σοφούς˙ αυτούς όμως που έχουν διέλθει από κάθε είδους παιδεία και μόρφωση, δεν τους εμπιστεύεται... Και όσον αφορά σ’ αυτό μάλιστα, και ο Σωκράτης στον Γοργία του Πλάτωνα, αφού είπε πολλά σχετικά με αυτούς που τιμωρούνται στον Άδη, και βέβαια και γι’ αυτούς που έχουν αναγνωριστεί και διακηρυχθεί ως ευσεβείς, συνέχισε... Και ο Θεόγνης ο Σικελιώτης, βέβαια, ο ποιητής της πίστεως, διακηρύττει: «ο πιστός άνθρωπος ισοσταθμίζεται στην αξία με τον χρυσό και το ασήμι». Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός (από τον Ακράγαντα) έχει πει: «Αλλά οι κακοί εξουσιαστές προσεγγίζουν πάρα πολύ την απιστία». Αν βέβαια, αυτόν που βρίσκεται στην κατάσταση του πιστού τον θεωρεί πιο αξιόλογο από τον χρυσό και το ασήμι, και, σύμφωνα με τον Ακραγαντινό, οι άπιστοι ανήκουν στη μερίδα των κακών... Και ο Αντισθένης, ο μαθητής του Σωκράτη, φωνάζει: «Από εικόνες δεν γνωρίζεται, με τα μάτια δεν γίνεται ορατός, σε κανέναν δεν μοιάζει˙ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κανείς δεν μπορεί να τον γνωρίσει από τις εικόνες και τα ομοιώματα». Και ο Ξενοφών βέβαια ο Αθηναίος, ο Σωκρατικός, ο γιος του Γρύλλου, έχει γράψει: «Αυτός λοιπόν που σείει τα πάντα και τα ηρεμεί, ως κάποιος πολύ σημαντικός και δυνατός, είναι φανερός˙ ως προς τη μορφή όμως, δεν είναι φανερός»... Ότι λοιπόν συνεργεί ο Θεός μ’ αυτούς που επιθυμούν να απολαύσουν τις θεραπείες, ο Ευριπίδης ο τραγικός ποιητής λέει: «αυτόν πάλι που κοπιάζει και μοχθεί, και ο Θεός τον βοηθάει»... Ο Αριστοτέλης αποκάλεσε την πίστη, κριτήριο επιστήμης˙ και ο Επίκουρος τη χαρακτήρισε ως πρώτη αντίληψη της διάνοιας˙ και ότι η πρώτη αντίληψη, αφού αποκτήσει τη γνώση, γίνεται κατάκτηση... Ο Πλάτων, στους Νόμους έχει δηλώσει: «Γιατί λέει ότι αυτός που θέλει να είναι μακάριος και ευτυχισμένος, πρέπει ευθύς εξ αρχής να μετέχει στην αλήθεια, για να περάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ζωής του με την αλήθεια» και στον Φαίδωνα έχει διακηρύξει: «Ο οξ, φτάνοντας αμύητος και ανεκπλήρωτος στον Άδη, στη λάσπη και στη βρωμιά θα βρίσκεται˙ ενώ αυτός που έχει καθαρθεί και βρίσκεται σε πληρότητα, όταν φτάσει εκεί, θα κατοικήσει μαζί με τους Θεούς».
Εμείς, αφού μεταχειριστήκαμε τα πονήματα και τα έργα των δικών σας ποιητών και συγγραφέων, και φιλοσόφων, άλλα τα εγκαταλείψαμε ως δηλητήρια, και τα άλλα, αφού τα τακτοποιήσαμε με την επιστήμη της διδασκαλίας, προσφέρουμε σε σας το αντίδοτο στο δηλητήριο...
Ο Πυθαγόρας, ο γιος του Μνησάρχου, είπε ότι αρχή των πάντων είναι η μονάδα... Και ο Οδρύσης Ορφέας φωνάζει: «Ένας είναι ο αυτοτελής, και τα πάντα γίνονται από αυτόν˙ και αυτός περιέρχεται ανάμεσά τους, αλλά κανείς από τους θνητούς δεν τον έχει δει, αυτός όμως βλέπει τους πάντες. Κι αυτός δεν φαίνεται, γιατί έχει στηριχτεί γύρω από σύννεφο˙ γιατί όλοι οι θνητοί έχουν θνητές κόρες στα μάτια, μικρές, επειδή σε σάρκες και σε κόκκαλα έχουν προσκολληθεί. Αυτός λοιπόν έχει στερεωθεί πολύ καλά στον ουρανό, σ’ ένα χρυσό θρόνο, ενώ στη γη έχει διαβεί με τα πόδια. Και το δεξί του χέρι το έχει απλώσει στα πέρατα του ωκεανού˙ ενώ τρέμουν τα βουνά από μέσα, αν αυτός θυμώσει. Ούτε μπορεί να υποφέρει ισχυρό μένος. Αυτός όμως βρίσκεται συνεχώς στον ουρανό, και στη γη εκπληρώνει τα πάντα. Αρχή έχοντας αυτός και μέση και τέλος». Γιατί αξιοθαύμαστα είναι πράγματι τα σχετικά με το ον, του Πλάτωνα, που έχουν γραφτεί στον Τίμαιο. Γιατί ποιος δεν θα θαυμάσει ακούγοντας να λέει: «Τι είναι αυτό το ον το παντοτινό, που γέννηση δεν έχει; Και τι αυτό που συνεχώς γίνεται αλλά ποτέ δεν είναι; Το ένα λοιπόν, μπορεί να γίνει κατανοητό στη νόηση με το λόγο, όντας το ίδιο πάντα˙ ενώ το άλλο μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις διά μέσου του λόγου, καθώς γεννιέται και καθώς πεθαίνει, χωρίς όμως ποτέ πραγματικά να είναι. Γιατί όλα αυτά είναι μέρος του χρόνου, το «ήταν» και το «θα είναι», το παρελθόν και το μέλλον˙ αυτά λοιπόν έχοντας στο μυαλό μας, χάνουμε την αιώνια ουσία, κι αυτό είναι λάθος. Γιατί λέμε «ήταν», «είναι» και «θα είναι»˙ σ’ αυτήν όμως ταιριάζει αληθινά μόνον το «είναι»˙ ενώ το «ήταν» και το «θα είναι» πρέπει να λέγεται για τα όντα που η γέννησή τους γίνεται μέσα στο χρόνο. Ενώ αυτό που πάντα και με τον ίδιο τρόπο είναι αμετάβλητο, ούτε γεροντότερο ούτε νεότερο ταιριάζει να γίνεται». Και συνομιλώντας ο Σωκράτης με τον Κρίτωνα, λέει ότι υπάρχει ένας που βλέπει τα πάντα. Λέει λοιπόν: «Δεν πρέπει βέβαια, αγαθότατε Κρίτωνα, να μας απασχολεί τόσο πολύ, το τι θα μας πουν οι πολλοί, αλλά το τι θα μας πει ο ειδικός γνώστης των δικαίων και των αδίκων, αυτός που είναι γνώστης κι αυτής της αλήθειας». Ο Πλάτων, στους λόγους που έστειλε προς τον Κορίσκο, πρόσθεσε κι αυτά: «Εάν ορκίζεστε στον κυρίαρχο όλων των θεών, και αυτών που υπάρχουν και αυτών που πρόκειται να υπάρξουν, και στον πατέρα και κύριο του κυρίαρχου και του αιτίου, εάν σκέφτεστε και ερευνάτε σωστά, αυτόν θα τον προσεγγίσετε. Στον Επινομίδη λέει: «Και ας αποδώσουμε τιμές, όχι βέβαια στο ένα έτος, ούτε απ’ την άλλη στο μήνα, αλλά ας ορίζουμε μέρος κάποιου μήνα, ούτε κάποιο χρόνο, στον οποίο διέρχεται γύρω από τον άξονά του, καθιστώντας τον κόσμο, τον οποίο όρισε με το λόγο του ο θεϊκότερος όλων˙ τον οποίον, ο μακάριος, πρώτα βέβαια θαύμασε, κι έπειτα είχε μεγάλο πόθο να μάθει πόσες δυνατότητες ενυπήρχαν στη φύση». Και γράφοντας στον Διονύσιο λέει αυτά: «Πρέπει να σου μιλήσω με αινίγματα και με ασάφειες, γιατί, αν η πινακίδα αυτή όπου είναι γραμμένα αυτά, βρεθεί στη θάλασσα ή σε σχισμές της στεριάς, όποιος να τη διαβάσει, να μην καταλάβει. Γιατί, έτσι έχουν τα πράγματα˙ γύρω από τον κυρίαρχο των πάντων, τα πάντα βρίσκονται, και εξ αιτίας εκείνου τα πάντα, κι εκείνος βέβαια είναι αίτιος όλων των καλών˙ δεύτερον, σχετικά με τα δεύτερα, και τρίτον σχετικά με τα τρίτα». Και ο Νουμήνιος ο Πυθαγόρειος, σ’ αυτά που έγραφε σχετικά με το αγαθό, τα δίδαξε αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια. Λέει λοιπόν: «Ούτε έχει υποχρέωση να δημιουργεί τον πρώτο, ούτε χρειάζεται να νομίζει ο πρώτος Θεός ότι είναι πατέρας του δημιουργού Θεού». Και ο Πλωτίνος, ο οποίος θαύμαζε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, έγραψε βιβλίο σχετικά με τις τρεις αρχικές υποστάσεις, στο οποίο αναφέρει αυτά: «Τι λοιπόν πρέπει να πούμε για τον τελειότατο; Τίποτε απ’ αυτόν ή τα σπουδαιότερα σ’ αυτόν; Σπουδαιότερο βέβαια μετά απ’ αυτόν ο νους και δεύτερο. Και γιατί ο νους βλέπει εκείνον. Και ποθεί κάθε τι που έχει δημιουργηθεί, και αυτό αγαπά, και κυρίως, όταν είναι μόνοι το δημιούργημα και ο δημιουργός˙ όταν όμως και το άριστο ή το δημιούργημα ενωθεί εξ ανάγκης μ’ αυτό, μόνο ως προς την ετερότητα μπορούν να διαχωριστούν. Και λέμε ότι εικόνα εκείνου είναι ο νους. Γιατί, πρέπει να το πούμε σαφέστερα». Αυτή λοιπόν τη σκέψη του Πλάτωνα αναπτύσσοντας και ο Πλωτίνος και ο Νουμίνιος, λένε ότι αυτός είπε ότι υπάρχουν τρία που είναι αιώνια και πέρα και πάνω από το χρόνο, το αγαθό, ο νους και η ψυχή του παντός˙ αυτόν βέβαια που εμείς ονομάζουμε Πατέρα, ονομάζοντας το αγαθό˙ Και Νου, αυτόν που εμείς καλούμε Υιό και Λόγο˙ και η δύναμη που δίνει πνοή και ζωή που την ονομάζει Ψυχή, την οποία Άγιο Πνεύμα καλούνε οι θεϊκοί λόγοι...
Και ότι και κάποιοι από τους αρχαίους ονομάζουν αγέννητο τον Θεό των πάντων, θα μπορούσε κάποιος να ακούσει και από τον Τίμαιο τον Λοκρό, όταν λέει: «Μία αρχή των πάντων είναι αγέννητη˙ γιατί αν γεννιόταν δεν θα ήταν βέβαια αρχή, αλλά εκείνα από τα οποία η αρχή γεννήθηκε». Και ο Παρμενίδης ο Ελεάτης λέγοντας ότι και ο κόσμος είναι αγέννητος, φωνάζει: «Μόνον αυτός μονογενής και ήρεμος, δηλαδή αγέννητος...»
Ο Πλάτων, στο τρίτο κεφάλαιο της Πολιτείας δηλώνει: «Πρέπει λοιπόν να φροντίζετε το σώμα, λέει, για να έχει αρμονία με την ψυχή˙ διά μέσου αυτού ζει, και σωστά ζει αν διακηρύσσει το κήρυγμα της αλήθειας». Έπειτα συνεχίζει: «Και όσον αφορά στους νόμους και στους τύπους σχετικά με τον Θεό, τους οποίους έχουν ανάγκη να λένε αυτοί που τους λένε, και να τους κάνουν αυτοί που τους κάνουν, να μην θεωρείται ως αίτιο όλων αυτών τον Θεό, αλλά μόνο των αγαθών». Και είναι αυτά που άκουσε ο Αλκιβιάδης από τον Σωκράτη να λέει˙ και αυτά βέβαια συνέγραψε ο Πλάτων: «Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το πιο θεϊκό της ψυχής είναι αυτό για το οποίο γνωρίζει και σκέφτεται; Δεν μπορούμε. Αυτό το χαρακτηριστικό της λοιπόν ταιριάζει στον Θεό˙ και βλέποντας κάποιος αυτό και γνωρίζοντας κάθε τι το θεϊκό, και τον Θεό και τη φρόνηση, έτσι κυρίως θα γνωρίσει και τον εαυτό του». Παρόμοια μιλάει και στον Φαίδωνα: «Δηλαδή Σωκράτη, η ψυχή αναφέρεται στον Θεό, ενώ το σώμα στη θνητότητα»...
Ο Επίχαρμος ο Πυθαγόριος λέει: «Τίποτα δεν ξεφεύγει από την προσοχή του θεϊκού˙ αυτό πρέπει να το ξέρεις. Αυτός είναι ο φύλακάς μας που τα βλέπει όλα, και τίποτε δεν είναι αδύνατο στον Θεό». Και ο Δίφιλος ο κωμικός, αναμιγνύοντας την αληθινή φιλοσοφία με την κωμωδία, λέει αυτά: «Σκέψου αυτούς που πέθαναν Νικήρατε. Αφού απόλαυσαν κάθε είδους τρυφή στη ζωή τους, ξέφυγαν από την προσοχή του Θεϊκού; Υπάρχει το μάτι της Δικαιοσύνης, το οποίο βλέπει τα πάντα. Και βέβαια, και στον Άδη θεωρούμε ότι υπάρχουν δύο δρόμοι, ένας για τους δίκαιους κι ένας για τους ασεβείς. Σε τίποτε δεν έχει πλανηθεί˙ υπάρχει και στον Άδη κρίση, την οποία θα κάνει ο Θεός ο Κυρίαρχος των πάντων». Και ο Πίνδαρος ο Θηβαίος, διδάσκει την πανίσχυρη δύναμη του Θεού, σ’ αυτούς που την αγνοούν: «Γιατί λέει, στον Θεό είναι δυνατόν, από τη μαύρη νύχτα να εγείρει καθαρό φως ενώ το μαύρο σκοτάδι να το καλύψει με καθαρή φωτεινότητα της ημέρας». Και ο γιος του Αρίστωνα με μεγαλύτερη σαφήνεια μάς επιδεικνύει τον Κύριο όλων, να έχει το τιμόνι και να καθοδηγεί τον καθένα. Και λέει αυτά στους Νόμους: «Ο Θεός λοιπόν, όπως αναφέρει και ο αρχαίος λόγος, όντας η αρχή και το τέλος και η μέση όλων των όντων, καταλήγει σε ευθεία, καθώς πορεύεται σύμφωνα με τη φύση˙ και αυτός ακολουθείται από τη Δίκη, τιμωρός αυτών που δεν τήρησαν το θεϊκό νόμο˙ την οποία ακολουθεί αυτός που θέλει να ευτυχήσει, ταπεινός και αποδίδοντάς της τιμές. Κι αν κάποιος επαίρεται από αλαζονεία, ή υπερηφανεύεται για χρήματα, τιμές ή και για την ομορφιά του σώματος, απομένει έρημος από τον Θεό. και αφού τιμωρηθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δεν είναι αξιόμεμπτη η δίκη». Και στους Νόμους λέει: «Και απ’ αυτά, τα όλα ανθρώπινα απ’ τη μια μεριά αποβλέπουν στα θεϊκά, και όλα τα θεϊκά στον Κύριο νου». Και στον Θεαίτητο ο Πλάτων έγραψε ότι: «Ο Θεός σε καμιά περίπτωση ποτέ δεν είναι άδικος, αλλά ως Θεός είναι δικαιότατος˙ και δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο, παρά αν γεννηθεί κάποιος από εμάς, επειδή είναι δικαιότατος όσον αφορά αυτόν». Και στην Απολογία λέει: «Αλλά και εσείς πρέπει, κύριοι δικαστές, να έχετε ελπίδα μπροστά στο θάνατο, κι αυτό εδώ το ένα να σκεφτείτε ως αληθινό, ότι σε άνθρωπο αγαθό δεν συμβαίνει κανένα κακό, ούτε όταν είναι ζωντανός, ούτε όταν πεθάνει, ούτε ο Θεός αμελεί αυτά τα πράγματα»...
Ο Πίνδαρος ο λυρικός ποιητής μιλάει έτσι: «Και οι ψυχές των ευσεβών, κατοικώντας στους ουρανούς, ψέλνουν πολύ ευτυχή άσματα στους ύμνους τους». Και ο Ησίοδος λέει για τους αγγέλους: «Τα θεία πνεύματα ονομάζονται αγνά γήινα, γενναία, που διώχνουν μακρυά το κακό, φύλακες των θνητών ανθρώπων». Και ο Απόλλωνας φωνάζει: «Ελευθερώσου λοιπόν βασιλιά˙ Θεός θνητός δεν υπάρχει»...
Και ο Δωδωναίος και ο Πύθιος, ενώ ήταν ξαπλωμένοι, έδωσαν χρησμούς. Ακούστε τώρα κάποιους απ’ αυτούς: «Εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος˙ και εγώ βρίσκομαι σε όσα πρόκειται να συμβούν. Με είδαν τα έθνη και φοβήθηκαν, και ταράχτηκαν τα άκρα της γης˙ πλησίασαν και ήρθαν, επιλέγοντας ο καθένας να βοηθήσει τον πλησίον και τον αδελφό˙ και θα πει˙ υπερίσχυσε ο άνδρας ο ξυλουργός, και ο χαλκουργός που χτυπά με το σφυρί, προχωρώντας ταυτόχρονα. Και τότε θα πει˙ είναι καλή σύζευξη. Του έδωσαν δύναμη, με τα καρφιά˙ θα του δώσουν μεγάλη ακνμή και δόξα, και δε θα ταραχθεί».
Και ο Πλάτων, ο γιος του Αρίστωνα, την ύψιστη σημασία του όρου, και αυτόν τον ίδιο τον όρο, απέκρυψε˙ γιατί, το να γίνει κάποιος όμοιος με τον Θεό όσο είναι δυνατό, ορίζεται ως τελικός σκοπός των αγαθών. Είναι αξιέπαινος. Και στον Φαίδονα λέει: «Και αυτοί που φαίνονται ότι δεν μπορούν να ανορθωθούν και να θεραπευτούν εξ αιτίας του μεγάλου μεγέθους των αμαρτημάτων τους, ή από πολλές και μεγάλες ιεροσυλίες, ή από πολλούς και άδικους φόνους που τους σχεδίασαν με παράνομο τρόπο, ή εξ αιτίας πολλών άλλων παρόμοιων, τούτους λοιπόν, η μοίρα που τους ταιριάζει τους ρίχνει στα Τάρταρα, απ’ όπου ποτέ δεν βγαίνουν». Και στον Γοργία λέει: «Αυτός που περνά τη ζωή του με δικαιοσύνη και οσιότητα, όταν πεθάνει, φεύγοντας κατοικεί στα νησιά των μακάρων (των ευτυχισμένων) με κάθε ευτυχία, μακρυάαπό κάθε κακό˙ ενώ αυτός που περνά τη ζωή του με τρόπο άδικο και αθεϊστικό, στη φυλακή της κρίσης και της δίκης, σ’ αυτό που ονομάζουν Τάρταρο, πηγαίνει». Και πάλι: «Έπειτα πρέπει να κριθούν γυμνοί απ’ όλα αυτά. Γιατί οι νεκροί πρέπει να κρίνονται˙ και ο κριτής ακάλυπτος πρέπει να είναι όταν πεθάνει, έρημος απ’ όλους τους συγγενείς, αφήνοντας στη γη τα πάντα από εκείνον τον κόσμο, για να είναι η κρίση δίκαιη». Στην Πολιτεία λέει: «Είπε λοιπόν ότι, επειδή η ψυχή βγαίνει εκεί έξω, ότι ήδη προχωράει μαζί με άλλες πολλές, και φτάνουν αυτές σ’ έναν τόπο θεϊκό, στη γη του οποίου υπάρχουν δύο χάσματα που συγκρατούν το ένα το άλλο, και στον ουρανό επάνω τα άλλα πάλι απέναντι˙ και ότι μεταξύ αυτών κάθονται δικαστές, οι οποίοι, αφού δικάσουν, τους δίκαιους από τη μια μεριά προστάζουν να προχωρήσουν στα δεξιά και πάνω προς τον ουρανό, έχοντας καθορίσει σημάδια μπροστά απ’ αυτούς που έχουν δικαστεί˙ ενώ τους αδίκους τους προστάζουν να πάνε αριστερά και κάτω, έχοντας κι αυτοί πίσω τους όλα όσα έπραξαν. Κι όταν προσέλθει αυτός, λέει ότι χρειάζεται αυτός να γίνει αγγελιοφόρος στους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί, και να τους παροτρύνει να ακούν καλά και να βλέπουν όλα όσα συμβαίνουν και υπάρχουν σ’ εκείνον τον τόπο».
Αυτοί λοιπόν οι λόγοι της φιλοσοφίας είναι πραγματικά άξιοι... Και στον Θεαίτητο έγραψε: «Η φυγή βέβαια, είναι ομοίωση με τον Θεό, κατά το δυνατόν. Και η ομοίωση, είναι δίκαιο και όσιο να γίνεται με φρόνηση». Με πολύ μεγάλη σαφήνεια και πολύ σοφά σ’ αυτά τα λόγια, διαπαιδαγωγεί προς τον τρόπο μίμησης του Θεού. Έπειτα, με πάρα πολλούς διαλόγους σ’ αυτό το έργο, διδάσκει την τελειότητα της αρετής, γράφοντας αυτά: «Και λέμε για του πολύ σημαντικούς. Γιατί τι να πει κανείς γι’ αυτούς που ασχολούνται παράνομα με τη φιλοσοφία; Αυτοί πουθενά, ούτε για την αγορά γνωρίζουν το δρόμο, ούτε πού είναι το δικαστήριο, ή το βουλευτήριο, ή οποιοδήποτε άλλο συνέδριο της πόλεως για τα κοινά˙ ενώ νόμους και ψηφίσματα που έχουν λεχθεί ή γραφτεί, ούτε βλέπουν ούτε ακούνε˙ και προσπάθειες των εταιριών σχετικές με τις εξουσίες, και σύνοδοι, και δείπνα, και οι διασκεδάσεις με μουσική και χορό, δεν τους συμβαίνει ούτε στο όνειρό τους να κάνουν˙ ούτε αν κάποιος έκανε κακό στην πόλη ή αν κάτι κακό έχει γίνει από τους προγόνους, στους άνδρες ή στις γυναίκες, περισσότερο διέφυγε από την προσοχή αυτού του ίδιου παρά από τους λεγόμενους τάφους της θάλασσας. Και όλα αυτά, όχι επειδή δεν γνωρίζει˙ γιατί ούτε απ’ αυτά απέχει για να αποκτήσει καλή φήμη. Πράγματι όμως, μόνον το σώμα του κείτεται στην πόλη και ζει στην πατρίδα του, ενώ η διάνοια, θεωρώντας ασήμαντα όλα αυτά, κι επειδή τίποτε δεν περιφρόνησε, προς κάθε κατεύθυνση πετάει, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, γεωμετρώντας αυτά που βρίσκονται κάτω από τη γη και τα επίπεδα, και στους ουρανούς ασχολούμενη με την αστρονομία και διερευνώντας το κάθε τι σε όλη τη γη»...
Στον Γοργία αυτά τα λόγια προσέφερε ο Σωκράτης στον Κρίτωνα, σχετικά με τη δικαιοσύνη και την αδικία. Και με πολλούς άλλους, προσέθεσε κι αυτά: «Σε καμμία περίπτωση λοιπόν δεν πρέπει να αδικούμε. Ούτε ο αδικούμενος πρέπει να ανταποδώσει την αδικία, όπως νομίζουν οι περισσότεροι˙ επειδή ακριβώς σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να αδικούμε. Τι λοιπόν; Πρέπει να κάνουμε το κακό Κρίτωνα, ή όχι; Σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει, Σωκράτη. Τι λοιπόν; Το να κάνει το κακό ως ανταπόδοση αυτός που έχει κακοπάθει, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι, είναι δίκαιο, ή όχι; Σε καμμία περίπτωση. Γιατί το να κάνεις το οποιοδήποτε κακό σε άνθρωπο, δεν διαφέρει καθόλου από το να αδικείς. Σωστά μιλάς. Άρα λοιπόν, ούτε να ανταποδίδει κανείς την αδικία πρέπει, ούτε να κάνει το κακό οποιοσδήποτε από τους ανθρώπους, ούτε ακόμη κι αν κάποιος βασανίζεται απ’ αυτούς». Τέτοια λοιπόν διδασκαλία περί αδικίας και δικαιοσύνης δημιούργησαν ο Σωκράτης και ο Πλάτων, η οποία είναι πραγματικά αξιέπαινη και λογική.

(σελ. 124 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΝΕΜΕΣΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΜΕΣΗΣ
«ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»

Ο Θαλής αποκάλεσε πρώτα. την ψυχή του ανθρώπου αεικίνητη και κινούμενη από μόνη της˙ και ο Πυθαγόρας, αριθμό που κινεί τον εαυτό του˙ και ο Πλάτων, νοητή ουσία που κινείται από μόνη της, σύμφωνα με αριθμό αρμονικό˙ και ο Αριστοτέλης, πρώτη ενδελέχεια του φυσικού, οργανικού σώματος, το οποίο έχει εν δυνάμει ζωή... Και ο Χρύσιππος λέει ότι ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα... Και ο Ξενοκράτης, ότι η ψυχή είναι αυτή που διακρίνει τα πράγματα, ότι επιβάλλει τις μορφές και τα σχήματα στο καθένα απ’ αυτά. Γιατί αυτή είναι η οποία χωρίζει τα είδη μεταξύ τους, και τα αποδεικνύει διαφορετικά μεταξύ τους. Και το ότι κινείται μόνη της, κι αυτός επιπροσθέτως δήλωσε, και η ψυχή, αν και μένει μία και ίδια κατά την ουσία της, μεταβάλλει ελαφρώς τις ποιότητες, όταν από την αμάθεια μετακινείται στη γνώση, και από την κακία στην αρετή. Και ο Ευνόμιος όρισε την ψυχή ουσία ασώματη που δημιουργείται μέσα στο σώμα, συμφωνώντας και με τους δύο, δηλαδή και με τον Πλάτωνα και με τον Αριστοτέλη. Γιατί κάθε τι που γεννιέται, σωματικά μαζί και χρονικά, είναι φθαρτό και θνητό, δήλωσε ο Ευνόμιος. Και ο Αμμώνιος, ο δάσκαλος του Πλωτίνου, έλεγε λοιπόν ότι τα νοητά έχουν τέτοια φύση, όπως και ότι ενώνονται με αυτά με αυτά που μπορούν να τα δεχτούν, όπως ακριβώς αυτά που καταστρέφονται τελείως, και αν και ενώνονται, παραμένουν χωρίς να έχουν αναμειχθεί και χωρίς να φθαρούν, όπως ακριβώς αυτά που βρίσκονται υπό την εξουσία τους, για να λύσει την απορία του Πλάτωνα, πώς είναι δυνατόν να είναι ένα με το σώμα η ψυχή... Οι Στωικοί έτσι ορίζουν την αίσθηση: Πνεύμα νοερό το οποίο εκτείνεται από το ηγεμονικό στα όργανα. Κι έτσι επίσης: Δύναμη της ψυχής να αντιλαμβάνεται τα αισθητα˙ και αισθητήριο όργανο της αντίληψης των αισθητών. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει την αίσθηση ως επικοινωνία της ψυχής και του σώματος με όσα βρίσκονται έξω απ’ αυτά. Και η δύναμη, ανήκει στην ψυχή˙ το όργανο, στο σώμα˙ ενώ και τα δύο, διά μέσου της φαντασίας, μπορούν να αντιλαμβάνονται αυτά που βρίσκονται απ’ έξω. Γιατί η κίνηση και η φωνή με ιδιαίτερη οξύτητα και σχεδόν αυτόματα υπακούν στη βούληση του λογισμού. Και το μνημονικό το θεωρεί ο Πλάτων σωτηρία αίσθησης και νόησης. Γιατί η ψυχή, τα αισθητά απ’ τη μια μεριά τα αντιλαμβάνεται διά μέσου των αισθητηρίων οργάνων, ενώ τα νοητά τα αντιλαμβάνεται με το νου, και λέει ότι δημιουργείται η νόηση... Και ο Ζήνων ο Στωικός υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι οκταμερής, διαιρώντας την στο ηγεμονικό, στις πέντε αισθήσεις, και στο φωνητικό και στο σπερματικό.  
Ο Παναίτιος ο φιλόσοφος, το φωνητικό θεωρεί ότι είναι μέρος της κίνησης της σύμφωνης με την ορμή, μιλώντας πολύ σωστά... Και λοιπόν, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, κάποιες από τις ηδονές είναι αληθινές, κάποιες άλλες ψεύτικες˙ ψεύτικες απ’ τη μια μεριά είναι όσες γίνονται με αίσθηση και αντίληψη όχι αληθινή, και έχουν συμπλεχθεί με λύπες˙ αληθινές, απ’ την άλλη, είναι όσες είναι δημιουργήματα της ψυχής αυτής καθεαυτής, με επίγνωση, και με νου και με φρόνηση, καθαρές και αμιγείς από λύπες, τις οποίες ποτέ δεν ακολουθεί καμία μετάνοια. Προσαγορεύουν λοιπόν τις ηδονές με τις καλές πράξεις. Και ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι η απαλλαγή και λύτρωση κάποιου από τη λύπη, είναι ηδονή. Και ο Πλάτων κατά δύο τρόπους, λέει το πεπρωμένο˙ απ’ τη μια, κατά την ουσία, και απ’ την άλλη κατά την ενέργεια. Κατά την ουσία μεν, αναφέρει την ψυχή του παντός˙ κατά την ενέργεια δε, τον απαράβατο Θεϊκό νόμο, απ’ τον οποίο, για κάποια αιτία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Αυτός λοιπόν ο νόμος έχει δοθεί από τον πρώτο και ανώτατο Θεό, στην ψυχή των πάντων, για την τακτοποίηση των πάντων, σύμφωνα με τον οποίο διεξάγονται όλα όσα συμβαίνουν˙ κι ότι αυτό το πεπρωμένο το ονομάζει σύμφωνο με την ενέργεια και σύμφωνο μα την πρόνοια. Και ότι από την πρόνοια προέρχεται το πεπρωμένο˙ γιατί κάθε τι που γεννά το πεπρωμένο, δημιουργείται κατά την πρόνοια˙ αλλά το κάθε τι που δημιουργείται από την πρόνοια δε προέρχεται από το πεπρωμένο. Και αυτός ο Θεϊκός νόμος, για τον οποίο λέει ότι είναι πρόνοια και ομοίως πεπρωμένο, περιέχει μέσα του τα πάντα, απ’ τη μια μεριά τα σύμφωνα με την υπόθεση, από την άλλη τα προερχόμενα από την υπόθεση... Ο Πλάτων λοιπόν, και τα συνολικά και ξεχωριστά το καθένα, θεωρεί ότι τα διοικεί η πρόνοια, διαιρώντας το λόγο της πρόνοιας σε τρία μέρη. Πρώτα λοιπόν , ότι είναι του πρώτου Θεού˙ ότι αυτός προνοεί πρώτα μεν για τις ιδέες, έπειτα δε για όλο συνολικά τον κόσμο, δηλαδή, για τον ουρανό και τα αστέρια και γενικά τα πάντα, που σημαίνει, για τις γενιές, και για την ουσία, και την ποσότητα και την ποιότητα, και των υπόλοιπων των παρόμοιων, και των ειδών που έχουν υποταχθεί σ’ αυτά˙ ενώ για τα περιφρονημένα ζώα και για τα φυτά, και για όλα όσα υπόκεινται στη γέννηση και στη φθορά, ότι προνοούν οι δεύτεροι θεοί, αυτοί που περιφέρονται στον ουρανό. Και ότι προΐστανται αυτής κάποιες από τις καθορισμένες θεότητες ως φύλακες των ανθρώπινων πράξεων, που βρίσκονται γύρω από τη γη. Και ότι υπάρχει βέβαια και η δεύτερη και η τρίτη πρόνοια, που η ύπαρξή της βρίσκεται δίπλα στην πρώτη, ως διοικούμενη από τη δύναμη πάντα του πρώτου Θεού... Ο Επίκουρος λοιπόν έλεγε: «Το ευτυχές και το άφθαρτο ούτε το ίδιο έχει υποθέσεις και δουλειές, ούτε παρέχει τέτοια σε άλλους. Ώστε δεν συγκρατείται ούτε με την οργή ούτε με την ευγνωμοσύνη˙ γιατί όλα αυτά και τα παρόμοια είναι γνωρίσματα των αδυνάτων. Γιατί η οργή είναι ξένη προς τον Θεό. Γιατί προκαλείται χωρίς τη θέληση του οργισμένου˙ στον Θεό όμως δεν υπάρχει τίποτε που να συμβαίνει χωρίς τη θέλησή του»... Ο Ευριπίδης πάλι και ο Μένανδρος υποστηρίζουν ότι σε κάποιους ο νους του καθενός ξεχωριστά προνοεί για τον καθένα ξεχωριστά και για τον εαυτό του... Γιατί, όπως είναι φυσικό, όταν βλέπουμε κάποιους να πάσχουν ταπεινωνόμαστε, όπως σωστά έχει ειπωθεί, και από τον Μένανδρο το «Φοβόμαστε τον Θεό από το δικό σου πάθημα».


(σελ. 138 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ
«ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ»
ΛΟΓΟΣ ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Ως διδάσκαλο λοιπόν δικό σας θα παραθέσω την προφήτη Σίβυλλα˙ «Δεν είναι χρησμοδότης ψεύτικου Φοίβου, τον οποίο ασήμαντοι άνθρωποι ονόμασαν Θεό, και κι επιπλέον ψεύτικα τον είπαν μάντη, αλλά ας εγκωμιαστεί ως Θεός αυτός που δεν έπλασαν χέρια ανδρών όμοιο με άλαλα αγάλματα λαξευμένα στην πέτρα».
Αυτή λοιπόν, ερείπια ονομάζει τους ναούς, το ναό δε της Εφεσίας Αρτέμιδος «σε γκρεμούς και σεισμούς», φανερώνοντας ότι έτσι το επιθυμεί. «Και αναποδογυρισμένη η Έφεσος θα κραυγάσει θρηνώντας δίπλα στις όχθες, αναζητώντας στο ναό αυτόν που πλέον δεν κατοικεί εκεί». Και ο ναός της Ίσιδας και του Σεράπιδος στην Αίγυπτο, θα καταποντιστεί και θα πυρποληθεί˙ «Ίσιδα θεά τρισδυστυχισμένη, μένεις στα ρέοντα ρεύματα του Νείλου μόνη, βουβή μαινάδα στην αμμουδιά του Αχέροντα», ύστερα χαμηλότερα, «Κι εσύ Σέραπι, που βρίσκεσαι πάνω σε πολλές ακατέργαστες πέτρες, κείτεσαι πτώμα σπουδαιότατο στην τρισδυστυχισμένη Αίγυπτο». Κι εσύ, αν δεν θέλεις να ακούσεις την προφήτιδα, άκου τον φιλόσοφο, τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο, ο οποίος καυτηριάζει την έλλειψη αισθήσεων στα αγάλματα˙ «και μερικοί προσεύχονται στα αγάλματα, το οποίο μοιάζει σαν να συνομιλούν με τα σπίτια»...
Οι μόνοι λοιπόν ευτυχισμένοι, για να μιλήσω έτσι, ομόψυχα είναι όλοι εκείνοι κατά την Σίβυλλα που «αφού κατακτήσουν τη γνώση θα απαρνηθούν τους ναούς και τους βωμούς, μάταια πέτρινα ιδρύματα κωφών, και πέτρινα ξόανα και αγάλματα χειροποίητα, που έχουν μολυνθεί από αίμα έμψυχων όντων και από θυσίες τετράποδων, δίποδων, πτηνών σε φόνους του κυνηγιού»... Αν θέλεις, αναφέρω τον Πλάτωνα. Πρέπει να ανιχνεύσουμε τον Θεό, Πλάτωνα; «Είναι έργο μας και καθήκον μας να βρούμε τον πατέρα και Δημιουργό των πάντων, και αυτός που θα τον βρει, τού είναι αδύνατο να το εξηγήσει στον οποιονδήποτε». Και γιατί λοιπόν αυτό; «Γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να λεχτεί με λόγια». Μπράβο Πλάτωνα, άγγιξες την αλήθεια˙ μαζί μ’ εμένα συνέχισε αυτήν την αναζήτηση του αγαθού˙ γιατί σε όλους γενικά τους ανθρώπους, και κυρίως σ’ αυτούς που καταναλώνουν το χρόνο τους σ’ αυτούς τους λόγους, έχει ενστάξει μέσα τους κάποια θεϊκή επίδραση. Μάλιστα, εξ αιτίας αυτού, ακόμη και χωρίς να συνειδητοποιούν, ομολογούν ότι ένας είναι ο Θεός, που δεν καταστρέφεται και δεν έχει γεννηθεί, κάπου στο πίσω μέρος του ουρανού, στη δική του οικεία με την εξέχουσα θέα, πράγματι εκεί είναι πάντα. «Και ποιον Θεό πρέπει να κατανοήσουμε; Αυτόν που βλέπει τα πάντα ενώ δεν μπορεί κανείς να τον δει» Ο Ευριπίδης λέει... Ο Πλάτων, σκεπτόμενος τον Θεό, προσεύχεται: «Τα πάντα βρίσκονται γύρω από τον κυρίαρχο όλων, κι εκείνος είναι αίτιος όλων των καλών»... Και, μην μόνο τον Πλάτωνα, ω φιλοσοφία, αλλά και πολλούς άλλους σπεύσε να μου παρουσιάσεις, οι οποίοι έχουν διακηρύξει τον έναν και μοναδικό πραγματικό Θεό, σύμφωνα με τη δική του έμπνευση, αν κάπου έχουν ψηλαφίσει την αλήθεια.
Ο Αντισθένης όμως δεν κατανόησε αυτό το κυνικό, επειδή ακριβώς είναι γνωστός του Σωκράτη. «Ο Θεός δεν μοιάζει με κανέναν και με τίποτε» λέει: «Γι’ αυτό ακριβώς, κανείς δεν μπορεί να τον αντιληφθεί πολύ καλά από εικόνες». Και ο Ξενοφών ο Αθηναίος, ρητά και κατηγορηματικά θα έγραφε κι αυτός για την αλήθεια, φανερώνοντας κάτι όπως ο Σωκράτης, αν δεν φοβόταν το φάρμακο με το οποίο καταδίκασαν σε θάνατο τον Σωκράτη˙ γιατί τίποτε λιγότερο δεν λέει: «Αυτός λοιπόν που τα πάντα», λέει «σείει και ηρεμεί, ως κάποιος σπουδαίος και δυνατός, είναι φανερός˙ ποια όμως είναι η μορφή του, δεν είναι γνωστό˙ αλλά ούτε και αυτός που θεωρείται ο ολόφωτος ήλιος, ούτε κι αυτός μοιάζει να επιτρέπει να τον βλέπουμε, αλλά αν κάποιος με θράσος τον κοιτάξει, χάνει την όρασή του. Και ο Κλεάνθης ο Πηδασεύς, φιλόσοφος από τη Στοά, αποδεικνύει, όχι θεογονία ποιητική αλλά θεολογία αληθινή. Δεν έκρυψε ό,τι ακριβώς φρονούσε και πίστευε σχετικά με τον Θεό: «Με ρωτάς τι είδους είναι το αγαθό; Άκουσε λοιπόν˙ είναι καθορισμένο, δίκαιο, όσιο, ευσεβές, με αυτοσυγκράτηση, χρήσιμο, καλό, σεβαστό, αυστηρό, ειλικρινές, πάντα συμφέρον, άφοβο, δίχως λύπη, χρήσιμο, ωφέλιμο, προκαλεί ευχαρίστηση, ασφαλές, φιλικό, έντιμο, όπως ομολογείται είναι δοξασμένο, ταπεινόφρων, επιμελές, πράο, έντονο, αυξανόμενο, άμεμπτο, πάντα συνεχίζει να υπάρχει. Ανελεύθερος είναι ο καθένας που αποβλέπει στη δόξα, σαν να πρόκειται από εκείνη να τύχει κάποιου καλού». Εδώ λοιπόν νομίζω ότι σαφώς διδάσκει ποιος είναι ο Θεός, και ότι η κοινή φήμη και η συνήθεια υποδουλώνουν αυτούς που τις ακολουθούν, αλλά δεν επιζητουν να γνωρίσουν τον Θεό. Και δεν πρέπει να αποκρυφτεί ότι οι γύρω από τον Πυθαγόρα μαθητές λένε: «Ο Θεός βέβαια είναι ένας, και αυτός βέβαια, όχι όπως κάποιοι υπονοούν, έξω από διαχωρισμούς και πλαίσια, αλλά μέσα σ’ όλα αυτά, όλος στον κύκλο, δημιουργός και επιθεωρητής των πάντων, συγχώνευση όλων των αιώνων και δημιουργός των δικών του δυνάμεων και όλων των έργων, στον ουρανό εκπέμπει φως, και πατέρας των πάντων, νους και εμψύχωση, κίνηση των πάντων σε όλο τον κύκλο».
Και αυτά επαρκούν για την επίγνωση του Θεού, με την έμπνευση του Θεού, περιγραφόμενα απ’ αυτούς, από εμάς επιλεγμένα για να μπορεί να εξετάσει κάποιος έστω και λίγο την αλήθεια... Ο Άρατος λοιπόν, πιστεύει ότι η δύναμη του Θεού διέρχεται διά μέσου των πάντων: «Καθώς περνάει ο χρόνος, τα πάντα σταθερά και αμετακίνητα μεγαλώνουν, αλλά πάντα, και το πρώτο και το τελευταίο, εξιλεώνονται˙ χαίρε πατέρα, σπουδαίο θαύμα, μεγάλη βοήθεια και αναψυχή στους ανθρώπους». Σ’ αυτήν και ο Ασκραίος μιλάει αινιγματικά ότι ο Ησίοδος λέει για τον Θεό: «Αυτός λοιπόν είναι ο βασιλιάς και κυβερνήτης των πάντων, και κανένας άλλος δεν έχει καταλύσει το κράτος των αθανάτων». Βέβαια, και στη σκηνή αποκαλύπτουν την αλήθεια. Ο ένας λοιπόν, ρίχνοντας το βλέμμα του και στον αέρα και πάνω στον ουρανό, ο Ευριπίδης, λέει «Αυτόν εδώ να θεωρείς Θεό˙ και ο Σοφοκλής του Σοφίλλου αναφέρει: «Αληθινά, ένας είναι ο Θεός, ο οποίος κατασκεύασε τον ουρανό, και τη μεγάλη γη και το χαρούμενο κυμάτισμα του ωκεανού και τη δύναμη των ανέμων˙ από την άλλη μεριά, πολλοί θνητοί στην καρδιά, πλανημένοι, εγκαταστήσαμε, ως παρηγοριά στις θλίψεις, αγάλματα θεών από πέτρες, ή από χαλκό, ή κατασκευασμένα από χρυσό ή σχήματα κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο˙ και διαμοιράζοντας σ’ αυτά θυσίες και άσκοπες πανηγύρεις, έτσι νομίζουμε ότι δείχνουμε την ευσέβειά μας», κι έτσι λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο, και διακινδυνεύοντας παρουσίασε πάνω στη σκηνή, την αλήθεια στους θεατές... Επί παραδείγματι λοιπόν, η προφήτης Σίβυλλα τραγούδησε πρώτη σε μας το άσμα το λυτρωτικό: «Αυτός εδώ, καθαρός και σαφής υπάρχει σε όλα, χωρίς να έχει μετακινηθεί˙ ελάτε και μην επιδιώκετε πλέον ποτέ ξανά το σκοτάδι και το ζόφο. Γλυκιά λαμπρότητα του ήλιου, εδώ, φωτεινότητα έξοχα λάμπει. Γνωρίστε τον αφού συγκεντρώσετε τη σοφία στα στήθη σας. Ένας Θεός υπάρχει, στέλνοντας από πάνω στη γη βροχές και ανέμους και σεισμούς και αστραπές και πείνες και επιδημίες, και ζοφερές φροντίδες και χιονοθύελλες και ψύχος, πώς να τα αναφέρω όλα διεξοδικά; Είναι κυρίαρχος του ουρανού, συγκρατεί τη γη, αφ’ εαυτού υπάρχει». Με ένθεη ένταση, την απάτη από τη μια μεριά την παρομοιάζει με το σκοτάδι, ενώ από την άλλη, τη γνώση την παρομοιάζει με τον ήλιο και το φως του Θεού».
(μετάφραση σελ. 146 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ
«ΑΠΟΛΟΓΙΑ Α΄»
Όταν ο Σωκράτης προσπάθησε να φανερώσει να φανερώσει αυτά με αληθινό λόγο και λεπτομερή εξέταση και να απομακρύνει τους ανθρώπους από τους δαίμονες, τότε αυτοί οι δαίμονες ενήργησαν διά μέσου των ανθρώπων που ευχαριστιούνται στην κακία, για να τον σκοτώσουν ως άθεο και ασεβή, λέγοντας ότι εισάγει καινούργιες θεότητες. Διότι αυτά δεν ελέχθησαν μόνον μεταξύ των Ελλήνων, από τον Λόγο, διά μέσου του Σωκράτη, αλλά και μεταξύ των βαρβάρων, από αυτόν τον ίδιο τον Λόγο, ο οποίος πήρε μορφή, έγινε άνθρωπος και ονομάστηκε Ιησούς Χριστός...
Λέγοντας εμείς οι Χριστιανοί ότι όλα έχουν τακτοποιηθεί και δημιουργηθεί από τον Θεό, θα φανεί ότι εξαγγέλλουμε την αντίληψη του Πλάτωνα˙ με το να λέμε ότι θα γίνει καταστροφή με πυρκαγιά, θα φανεί ότι εξαγγέλλουμε την άποψη των Στωικών, της Σίβυλλας και του Υστάσπη˙ με το να λέμε ότι οι ψυχές των αδίκων τιμωρούνται διατηρώντας τις αισθήσεις τους και μετά το θάνατο, ενώ οι ψυχές των σπουδαίων και δικαίων θα ευτυχούν έχοντας απαλλαχθεί από τις τιμωρίες, θα φανεί ότι διδάσκουμε τα ίδια με τους ποιητές και τους φιλοσόφους˙ με το να λέμε ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε τα έργα που έγιναν από ανθρώπινα χέρια, δηλώνουμε τα ίδια με τον Μένανδρο τον κωμικό, και όσους έχουν πει αυτά˙ διότι αυτός διακήρυξε ότι ο δημιουργός είναι ανώτερος από το δημιούργημα, Εάν λοιπόν συμφωνούμε σε μερικά θέματα με τους ποιητές και τους φιλοσόφους που τιμούνται στο χώρο σας, μερικά άλλα τα διδάσκουμε κατά τρόπο ανώτερο, θεϊκό, και μόνον εμείς, με αποδείξεις, γιατί γινόμαστε άδικα μισητοί περισσότερο από όλους; ... Ο Πλάτων λέει: «Η ευθύνη ανήκει σε αυτόν που έχει κάνει την εκλογή, ενώ ο Θεός είναι χωρίς ευθύνη»... Κατά την ενέργεια πάλι των θεοτήτων ορίστηκε ο θάνατος, σύμφωνα μ’ αυτούς που διαβάζουν τα βιβλία του Υστάσπη ή της Σίβυλλας, ή των προφητών, ώστε χρησιμοποιώντας το φόβο, να εμποδίσουν τους ανθρώπους να γνωρίσουν τα καλά και σωστά, και να τους έχουν υπόδουλούς τους στην ειδωλολατρία˙ πράγμα το οποίο δεν μπόρεσαν να πράξουν μέχρι το τέλος. Διότι, δεν διαβάζουμε μόνον αυτά, αλλά, όπως βλέπετε, τα θέτουμε και υπ’ όψη σας για να τα εξετάσετε, γνωρίζοντας ότι θα φανούν σε όλους σας ευχάριστα. Και λίγους βέβαια αν πείσουμε, θα ξέρουμε ότι κερδίσαμε το περισσότερο που θα μπορούσαμε να κερδίσουμε˙ διότι θα πάρουμε την αμοιβη μας από τον Δεσπότη και Κύριό μας, ως αγαθοί γεωργοί...



(μετάφραση σελ. 148 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

 ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ
«ΑΠΟΛΟΓΙΑ Β΄»

Και οι προγενέστεροι του Χριστού, προσπαθώντας να εξετάσουν και να ελέγξουν τα πράγματα διά μέσου της λογικής, σύμφωνα με τον ανθρώπινο νου, οδηγήθηκαν στα δικαστήρια ως ασεβείς και πολυπράγμονες. Και ο ικανότερος από όλους αυτούς σ’ αυτό το σημείο, ο Σωκράτης, κατηγορήθηκε για τα ίδια με αυτά που κατηγορούμαστε κι εμείς, διότι είπαν ότι αυτός εισήγαγε «καινά δαιμόνια», δηλαδή καινούργιες θεότητες, και ότι δεν παραδέχεται τους θεούς τους οποίους παραδέχονται οι υπόλοιποι πολίτες. Εκείνος βέβαια, δίδαξε στους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τους φαύλους θεούς, και αυτούς που έπραξαν όσα είπαν οι ποιητές, αφού απομάκρυνε από το πολίτευμα και τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές, τους προέτρεπε να γνωρίσουν σε βάθος τον άγνωστο σ’ αυτούς Θεό, αφού τον αναζητήσουν διά μέσου της λογικής, λέγοντας: «Τον Πατέρα λοιπόν και δημιουργό του Σύμπαντος, ούτε είναι εύκολο να τον βρει κανείς, ούτε αφού τον βρει είναι ασφαλές να τον περιγράψει σε όλους τους άλλους». Αυτά έπραξε ο δικός μας Χριστός, με τη δική Του δύναμη. Στον Σωκράτη βέβαια, κανείς δεν πείστηκε να πεθάνει για την αντίληψη και την πίστη αυτήν˙ στον Χριστό όμως, ο οποίος ήταν γνωστός ως ένα σημείο και στον Σωκράτη (επειδή ήταν και είναι Λόγος που βρίσκεται στα πάντα, και όταν προείπε διά μέσου των προφητών αυτά που πρόκειται να συμβούν, και διά μέσου αυτού του ίδιου, όταν βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση με αυτήν που βρισκόμαστε εμείς, και δίδαξε αυτά), όχι μόνον φιλόσοφοι και άνθρωποι που αγαπούν το λόγο πείστηκαν, αλλά και χειροτέχνες και εντελώς αγράμματοι άνθρωποι, περιφρονώντας τη δόξα και το φόβο και το θάνατο˙ επειδή είναι η δύναμη του Πατέρα που δεν μπορεί να κλειστεί στις λέξεις, και όχι κατασκεύασμα του ανθρώπινου λόγου.

(μετάφραση σελ. 149 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

 ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ
«ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»
ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ
Ο Πλάτων λοιπόν, επειδή κατέβηκε από επάνω, και έχει μάθει και έχει δει ακριβώς όλα όσα συμβαίνουν στους ουρανούς, και ότι ο ανώτατος Θεός υπάρχει στη λαμπερή ουσία, λέει: ...Ότι λοιπόν ούτε εδώ, σ’ αυτό το σημείο, θα συμφωνήσει με αυτούς ο λόγος σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή, είναι φανερό από αυτά που λέχθηκαν από καθέναν από αυτούς. Γιατί ο Πλάτων λέει ότι αυτή είναι τριμερής, και λέει ότι υπάρχει το λογικό μέρος αυτής, το θυμικό και το επιθυμητικό. «Κάθε ψυχή είναι αθάνατη», έλεγε φωνάζοντας... Ο Ορφέας για έναν μόνον Θεό κηρύττει, λέγοντας: «Ένας είναι αυτογέννητος˙ από τον έναν όλοι οι απόγονοι γεννιούνται. Και σε σχέση μ’ αυτά, αυτός είναι ανώτερος όλων˙ κανένας όμως δεν είναι ανώτερος από αυτόν»... Και μέσα στους όρκους λοιπόν, έτσι μιλάει ο Ορφέας: «Ουρανό σε ορκίζω εσένα, έργο του μεγάλου σοφού Θεού, Ομιλία σε ορκίζω του Πατρός, την οποία πρώτα φώναξε καθαρά, τη Στιγμή που όλον τον κόσμο τον στήριζε στη δική του θέληση». Ομιλία εδώ ονομάζει τον Λόγο του Θεού, δι άμεσου του οποίου έγινε ο ουρανός και η γη και ολόκληρη η κτίση, και αφού αναφέρει αυτά, λέει συγκεντρωτικά: «Αποβλέποντας στο Θείο Λόγο, μείνε κοντά του». Είναι αναγκαίο βέβαια να σας θυμίσω και κάποια αρχαία και πολύ παλαιά Σίβυλλα, την οποία μνημονεύει και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και πολλοί άλλοι ως προφήτη, μέσα από τους χρησμούς της σας διδάσκει ότι υπάρχει ένας Θεός. Λέει λοιπόν αυτά: «Ένας είναι ο Θεός, ο οποίος είναι τεράστιος, αγέννητος, Παντοκράτωρ, αόρατος, ο οποίος όμως αυτός βλέπει τα πάντα. Αυτός όμως δεν μπορεί να ειδωθεί από οποιαδήποτε θνητή σάρκα». Έπειτα, σε άλλο σημείο, μιλάει έτσι: «Εμείς βέβαια, σε αθάνατες ατραπούς έχουμε περιπλανηθεί, και έργα ανθρώπινων χεριών ανυψώνουμε, στηριζόμενοι σε ανόητο μύθο, και είδωλα ξόανων ανθρώπων κατεστραμμένων», και πάλι σε άλλο σημείο μιλάει έτσι: «Ευτυχισμένοι άνθρωποι στη γη θα γίνουν εκείνοι, οι οποίοι θα αγαπήσουν πολύ τον μεγάλο Θεό, ευλογώντας πριν φάνε και πριν πιούνε, υπακούοντας στους ευσεβείς˙ αυτοί που αφού γνωρίσουν και κατακτήσουν τη γνώση, θα απαρνηθούν όλους τους ναούς, και τους βωμούς, μάταια αγάλματα θεών από ανόητες πέτρες, μολυσμένα από αίματα εμψύχων όντων και από θυσίες τετράποδων, και θα αποβλέπουνε στη μεγάλη δόξα του ενός Θεού». Αυτά λοιπόν είπε η Σίβυλλα...
Αν όμως πρέπει εμείς να προσθέσουμε και τις μαρτυρίες σχετικά με τον έναν Θεό που  συνέβησαν στη σκηνή (του θεάτρου), ακούστε και τον Σοφοκλή που λέει αυτά: «Σύμφωνα με τους αληθινούς λόγους, ένας είναι ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό, και τη μεγάλη γη, και το χαρούμενο κυματισμό του ωκεανού, και τη δύναμη των ανέμων. Ενώ πολλοί θνητοί, πλανημένοι στην καρδιά, δημιουργήσαμε ως παρηγοριά στις θλίψεις, αγάλματα θεών, από πέτρες και ξύλα, ή δημιουργημένα από χρυσό ή σχήματα από ελεφαντόδοντο. Και οργανώνοντας γι’ αυτούς θυσίες και καλές πανηγύρεις, έτσι νομίζουμε ότι εκφράζουμε την ευσέβειά μας». Αυτά λοιπόν είπε ο Σοφοκλής... Και αν επιθυμείτε να γνωρίσετε πιο ξεκάθαρη απόδειξη σχετικά με τον έναν Θεό της αντίληψης του Πυθαγόρα, ακούστε και τη γνώμη αυτού˙ έτσι λοιπόν μίλησε: «Ο Θεός βέβαια είναι ένας˙ κι αυτός είναι όχι όπως κάποιοι υπονοούν,. έξω από κάθε πλαίσιο και τάξη, αλλά μέσα σ’ αυτά, ολόκληρος σε ολόκληρο τον κύκλο, επιβλέποντας όλα τα γένη και τις φυλές, ο οποίος είναι η συγχώνευση όλων των αιώνων, και δημιουργός των δικών του δυνάμεων και έργων˙ η αρχή των πάντων, λαμπρός φωτοδότης στον ουρανό, και Πατέρας των πάντων, νους και εμψύχωση των πάντων, κίνηση όλων των κύκλων». Αυτά λοιπόν είπε ο Πυθαγόρας...
«Επειδή βέβαια έχετε γεννηθεί, αθάνατοι φυσικά δεν είστε, ούτε κατά μέσο όρο αλύτρωτοι, ούτε θα λυτρωθείτε βέβαια, ούτε θα ζείτε συνεχώς με τη μοίρα του θανάτου, κατά τη γνώμη μου, έχοντας τύχει ήδη σπουδαιότερου και ισχυρότερου δεσμού». Εδώ ο Πλάτων, φοβούμενος αυτούς που ασπάζονται τον πολυθεϊσμό, παρουσιάζει τον κατά τη γνώμη του δημιουργό να λέει τα αντίθετα σ’ αυτόν. Γιατί κάθε τι που έχει γεννηθεί είναι φθαρτό, λέγοντας πιο μπροστά ότι αυτός το είχε πει, τώρα παρουσιάζει αυτόν να λέει τα αντίθετα, αγνοώντας ότι με κανέναν τρόπο δε είναι έτσι δυνατόν να αποφύγει το έγκλημα της ψευδολογίας... Ο Πλάτων είπε: «Τι είναι αυτό που είναι αιώνιο ενώ δεν έχει γεννηθεί» και «Ο Θεός λοιπόν, όπως ακριβώς αναφέρει και ο αρχαίος λόγος, βρίσκεται στην αρχή, στο τέλος και στη μέση και των πάντων».
Ο ποιητής Αλκίνοος έγραφε σχετικά με τον εχθρό της ανθρωπότητας που κατέβηκε από τους ουρανούς, τον οποίο διάβολο αποκαλούν οι θεϊκές Γραφές, εξ αιτίας της πρώτης διαβολής (συκοφαντίας) που έκανε αυτός προς τον άνθρωπο, του έτυχε αυτή η ονομασία˙ κι αν κάποιος θέλει να το εξετάσει διεξοδικά, δεν θα βρει πουθενά να αναφέρεται ο δημιουργός της ονομασίας του διαβόλου, αλλά θα διαπιστώσει ότι έχει δημιουργηθεί η ονομασία του από την κάκιστη πράξη του. Γιατί, ονομάζοντας αυτόν ο ποιητής «Όλεθρο», λέει ότι αποβλήθηκε αυτός από τον ουρανό, σύμφωνα με τους δικούς του Θεούς: «Αμέσως μόλις συνέλαβε από τα λαμπερά πλοκάμια του και έθεσε υπό την εξουσία του τον Όλεθρο, χρησιμοποιώντας την κίνηση του νου, και ορκίστηκε με ισχυρό όρκο, ότι ποτέ δεν θα βρεθεί ξανά ούτε στον Όλυμπο, ούτε και σε ουρανό με αστέρια, ο Όλεθρος, ο οποίος τιμωρεί τους πάντες. Αφού είπε αυτά, τον έριξε από τον έναστρο ουρανό, συστρέφοντας το χέρι του˙ αμέσως αυτός έφτασε στα έργα των ανθρώπων»...
Και αν κάποιος θέλει να εξετάσει διεξοδικά και τα σχετικά με τη δωρεά που κατέβηκε από επάνω, από τον Θεό, στους άγιους άνδρες, την οποία οι ιεροί προφήτες ονομάζουν Άγιο Πνεύμα, θα μπορέσει να βρει κι αυτήν στον Πλάτωνα, στο λόγο προς τον Μένωνα, αναφερόμενη με άλλο όνομα. Έτσι λοιπόν, στο λόγο Περί Αναμνήσεως, απαντάει στον Μένωνα λέγοντας: «Αν λοιπόν τώρα εμείς, σε όλον αυτόν το λόγο, μιλήσαμε και αναζητήσαμε σωστά, η αρετή δεν υπάρχει ούτε με φυσικό τρόπο, είναι μπορεί να διδαχθεί, αλλά συμβαίνει, σε όποιους κοντά βρίσκεται, χωρίς τη νόηση»...
Και είναι εύκολο σε σας να μάθετε για τη σωστή Θεοσέβεια, από την αρχαία Σίβυλλα, από πια ισχυρή έμπνευση σας διδάσκει αυτά με τους χρησμούς, αυτά τα οποία φαίνεται ότι είναι πολύ κοντά στη διδασκαλία των προφητών. Αυτήν τη Σίβυλλα και άλλοι πολλοί συγγραφείς την αναφέρουν ως προφήτη, και ο Πλάτων στον Φαίδρο. Και μου φαίνεται ότι ο Πλάτων, έχοντας λάβει γνώση των χρησμών αυτής, επαινεί και εκθειάζει τους προφήτες. Γιατί είδε πολλά από όσα αυτή είχε πει παλιά εκ των προτέρων, να πραγματοποιούνται στην πράξη˙ και θαυμάζοντας γι’ αυτό στο λόγο προς τον Μένωνα, επαινώντας με αυτές τις λέξεις τους χρησμωδούς, έτσι έγραφε: «Άρα σωστά ονομάζουμε και Θεϊκούς αυτούς τους οποίους τώρα αποκαλούμε προφήτες. Όχι λιγότερο, θα λέγαμε ότι είναι θεϊκοί και διαπνέονται από ενθουσιασμό, καθώς είναι γεμάτοι από παροξυσμό έμπνευσης, και διακατέχονται από τον Θεό, όταν καταφέρνουν να λένε πολλά και σπουδαία πράγματα, χωρίς να γνωρίζουν αυτά που λένε ‘φανερά και με σαφήνεια, παρατηρώντας τους χρησμούς της Σίβυλλας’. Γιατί αυτή δεν είχε την εξουσία να διορθώνει και να κάνει αλλαγές, όπως κάνουν οι ποιητές, για την ακρίβεια του μέτρου˙ αλλά κατά τη στιγμή της έμπνευσης, συμπλήρωνε τα λόγια της προφητείας˙ όταν σταματούσε η έμπνευση, σταματούσε και η μνήμη όλων όσων είχαν λεχθεί. Αυτή λοιπόν είναι η αιτία που δεν σώζονται όλα τα μέτρα των λόγων της Σίβυλλας...
Άνδρες Έλληνες, μη θεωρείτε την ψεύτικη φαντασία σχετικά με τους ανύπαρκτους θεούς προτιμότερη από τη δική σας σωτηρία, υπακούστε, όπως ακριβώς είπα, στην αρχαιότατη και πολύ παλαιά Σίβυλλα, της οποίας οι πάπυροι συμβαίνει να σώζονται σε όλη την οικουμένη, οι οποίοι μάς διδάσκουν, διά μέσου των χρησμών, από κάποιον δυνατό παροξυσμό έμπνευσης, ότι δεν είναι υπαρκτοί οι θεοί που αναφέρονται˙ και σχετικά με το ότι θα συμβεί η μέλλουσα παρουσία του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και σχετικά με όλα όσα πρόκειται να γίνουν απ’ Αυτόν, φανερά και με σαφήνεια τα προλέγει. 

(μετάφραση σελ. 162 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

 ΕΥΣΕΒΙΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ»

Μεγάλη δόξα υπάρχει σε κάθε τι που αφορά στην Ελλάδα, και επιλέξαμε να θαυμάσουμε και να επαινέσουμε όλα όσα έχουν εξεταστεί στις μελέτες των φιλοσόφων. Απ’ αυτούς θα μπορούσες να βρεις, επειδή είναι κατανοητοί με αριθμούς, ότι λένε πως όλα τα καλά είναι δύσκολα, αλλά κυρίως στους φιλοσόφους που έχουν τιμηθεί με διάφορα βραβεία από τους Έλληνες, ότι με την πολύ μεγάλη δόξα τους καλύπτουν τους ομοίους τους...
Από το έργο του Νουμηνίου του Πυθαγορείου Περί Αγαθού, διαβάζουμε: «Αν βέβαια το Ον είναι σε όλα και πάντα αιώνιο και χωρίς αλλαγές, και ποτέ, σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο δεν βγαίνει από τον εαυτό του, αλλά παραμένει στα ίδια και όπως ακριβώς έχει εγκατασταθεί, αυτό τότε σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη λογική της νόησης.
Ο Πλάτων ομολογεί το δόγμα σχετικά με τον Θεό, λέγοντας στους Νόμους: «Ο Θεός λοιπόν, και σύμφωνα με τον αρχαίο λόγο, όντας η αρχή και το τέλος και το μέσον όλων των όντων, σε ευθεία εκτείνεται, καθώς πορεύεται σύμφωνα με τη φύση. Ακολουθεί όμως πάντα αυτόν η δικαιοσύνη, αυτή που τιμωρεί όσους εγκαταλείπουν και χάνουν το Θείο νόμο˙ την οποία, όποιος έχει σκοπό να ευτυχήσει, ακολουθεί, ταπεινός και τακτοποιημένος˙ αν κάποιος όμως υπερηφανεύτηκε, από κομπορρημοσύνη ή από αλαζονεία για τα χρήματα ή από δόξα ή από σωματική ομορφιά, ταυτόχρονα φλέγεται η ψυχή του με την ύβρη, από τη νεότητα και την ανοησία, μη φοβούμενος ούτε κάποιον άρχοντα, ούτε κάποιον ηγεμόνα, και θεωρεί ότι και για άλλα είναι ικανός ώστε να ηγηθεί, εγκαταλείπεται έρημος από τον Θεό...
Ο Πλάτων στον Επινομίδα, σχετικά με το δεύτερο αίτιο λέει: «Και τιμές να αποδίδουμε, όχι στον έναν κάθε χρόνο, στον άλλον κάθε μήνα, και στους άλλους να μην καθορίζουμε κάποιο μερίδιο ούτε κάποιο χρόνο, κατά τον οποίο διέρχεται τον άξονά του, αποτελώντας μαζί τον κόσμο, τον οποίον καθόρισε ο θεϊκότερος  όλων». Και στην Επιστολή που έστειλε προς τον Ερμεία, τον Έραστο και τον Κορίσκο, πάρα πολύ καλά και με πολύ προσοχή τίθεται το δόγμα, αποστέλλοντάς το έτσι κατά λέξη: «Ορκιζόμενοι στον Θεό των πάντων, τον ηγεμόνα αυτών που υπάρχουν και αυτών που πρόκειται να υπάρξουν, και τον κυρίαρχο του ηγεμόνα και του πατέρα του αιτίου˙ τον οποίο, αν φιλοσοφούμε σωστά, θα τον δούμε όλοι με σαφήνεια στη δύναμη των ευτυχισμένων ανθρώπων».    
Ο Πλωτίνος, σχετικά με το δεύτερο αίτιο λέει: «Ποιος είναι λοιπόν αυτός που γέννησε αυτόν; Ο απλός και ο πριν απ’ αυτόν, ο αίτιος της ύπαρξης και αυτός που έχει εκτεταμένη ύπαρξη, αυτός που δημιούργησε τον αριθμό˙ γιατί ο αριθμός δεν είναι πρώτος˙ γιατί το ένα υπήρχε πριν από τη δυάδα, και δεύτερη έγινε η δυάδα, δημιουργούμενη από το ένα. Πώς λοιπόν και τι πρέπει να σκεφτούμε για εκείνο που έμεινε; Ακτινοβολία βέβαια προερχόμενη απ’ αυτό, κι απ’ αυτό το οποίο παραμένει αμετάβλητο˙ όπως συμβαίνει και με τη λάμψη του ήλιου, το λαμπρό φως υπάρχει γύρω απ’ αυτόν, δημιουργούμενο πάντα απ’ αυτόν, παραμένοντας όμως σ’ αυτόν. Και όλα ανεξαιρέτως τα όντα, όσο παραμένουν στην ύπαρξη, δίνουν σ’ αυτά υπόσταση που εξαρτάται από την ίδια τη δικιά τους ουσία, αυτήν που βρίσκεται γύρω απ’ αυτά, και κινείται προς τα έξω απ’ αυτά, με την πάντα παρούσα δύναμή της, υπόσταση αναγκαία, επειδή είναι εικόνα αρχετύπων, όπως δημιουργήθηκε. Η φωτιά βέβαια κατέχει την δική της θερμότητα που βρίσκεται μέσα της, και το χιόνι δεν κατέχει μόνον εντός του το ψύχος. Και κυρίως το αποδεικνύουν αυτό όλα τα ευωδιαστά πράγματα˙ γιατί κατά την αυγή, πριν απ’ αυτά υπάρχει κάτι από την ουσία τους που βρίσκεται γύρω τους, τα οποία τα απολαμβάνουν όλοι όσοι βρίσκονται πλάι τους. Και όλα όσα ήδα τα δημιουργεί τέλεια˙ το αιώνιο βέβαια, γεννά πάντα το τέλειο και το αιώνιο˙ αλλά και κατώτερα του ίδιου δημιουργεί. Τι λοιπόν πρέπει να πούμε για το τελειότατο; Τίποτε απ’ αυτό ή τα πιο σπουδαία μαζί μ’ αυτό. Το πιο σπουδαίο δε μαζί μ’ αυτό είναι ο νους και δεύτερο. Και βέβαια, ο νους βλέπει εκείνον, και χρειάζεται μόνον αυτό, ενώ εκείνος από τίποτε δεν έχει ανάγκη. Και αυτό που δημιουργείται από τον υψηλότερο νου είναι νους˙ και ο νους είναι σπουδαιότερος όλων, επειδή και όλα τα άλλα είναι μαζί του και εξαρτώνται απ’ αυτόν».
Και ο Νουμήνιος ερμηνεύει διεξοδικά σχετικά με το δεύτερο αίτιο: «Ο Θεός βέβαια ο πρώτος, καθώς είναι στον εαυτό του, είναι απλός, και επειδή επικοινωνεί με τον εαυτό του, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι διαιρετός˙ ο Θεός λοιπόν, ο δεύτερος και ο τρίτος, ουσιαστικά είναι ένας˙ γιατί ούτε έχει ανάγκη ο πρώτος Θεός να δημιουργεί, και ούτε χρειάζεται να θεωρείται ότι ο πρώτος Θεός είναι πατέρας του δημιουργούντος Θεού. Αυτές είναι λοιπόν οι ζωές, η μια του πρώτου και η άλλη του δεύτερου Θεού. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο πρώτος Θεός είναι σταθερός και στέρεος, ενώ ο δεύτερος, αντίθετα, κινείται˙ και ο πρώτος βέβαια γύρω από τα νοητά, και ο δεύτερος γύρω από τα νοητά και αισθητά. Μην απορήσεις όμως μ’ αυτό που είπα˙ θα ακούσεις κάτι πολύ πιο άξιο απορίας και θαυμασμού˙ γιατί λέω ότι αντί της κίνησης που πλησιάζει στη δεύτερη, η στάση που πλησιάζει την πρώτη λέω ότι είναι κίνηση σύμφυτη, από την οποία και η τάξη του κόσμου, και η μόνη, η αιώνια, και η σωτηρία ξεχύνεται σε όλα τα πράγματα.
Και ο Πλάτων, στην επιστολή του προς τον Διονύσιο λέει: «Τα πάντα υπάρχουν γύρω από τον βασιλιά των πάντων, κι εξ αιτίας εκείνου υπάρχουν τα πάντα, κι εκείνο είναι το αίτιο όλων των καλών˙ και το δεύτερο γύρω από τα δεύτερα και το τρίτο γύρω από τα τρίτα. Η ανθρώπινη ψυχή λοιπόν γι’ αυτά λαχταρά να μάθει, ποια τέλος πάντων είναι αυτά, αποβλέποντας στα συγγενή και παρόμοια μ’ αυτήν». Και στην Πολιτεία μάλιστα, αυτά λέει: «Το αγαθό δημιούργησε γέννημα ανάλογο με τον εαυτό του, επειδή όλα σχετίζονται μ’ αυτό στο νοητό τόπο, και προς το νου και τα νοούμενα, και στον ορατό τόπο αυτό και προς την όραση αυτά που είναι ορατά».
Ο Νουμίνιος λέει για το αγαθό: «Ο πρώτος Θεός λοιπόν είναι αγαθός αφ’ εαυτού˙ και ο μιμητής αυτού είναι αγαθός δημιουργός˙ και όσον αφορά στην ουσία, μία είναι του πρώτου και άλλη είναι του δευτέρου˙ και ο καλός κόσμος είναι αντίγραφο αυτής, εξωραϊσμένος με την επικοινωνία και τη μέθεξή του με το καλό. Ο δημιουργός όλης της δημιουργίας είναι αγαθός, και αναμφιβόλως θα είναι και ο δημιουργός της ουσίας αγαθός αφ’ εαυτού, επειδή είναι σύμφυτος με την ουσία. Και ο δεύτερος, επειδή είναι διπλός, δημιουργεί από τον εαυτό του και την ιδέα τη δική του και τον κόσμο, επειδή είναι δημιουργός».
Ο Πλάτων, στο έργο του Περί ψυχής, λέει: «Επειδή αυτοί από τους οποίους βγαίνει η ψυχή, προχωρούν μαζί με πολλούς άλλους και φτάνουν σε κάποιον τόπο θεϊκό, όπου υπάρχουν και στη γη δυο ρήγματα που συνορεύουν μεταξύ τους, και στον ουρανό πάλι επάνω, άλλα δύο ρήματα, το ένα απέναντι στο άλλο. Και ότι ανάμεσα σ’ αυτά κάθονται δικαστές, οι οποίοι, αφού δικάσουν, διατάσσουν τους δικαίους να προχωρήσουν προς τα δεξιά και πάνω, στον ουρανό, έχοντας μπροστά τους όλες τις αποδείξεις γι’ αυτά που έχουν αποφασιστεί, ενώ τους αδίκους τους διατάζουν να πάνε αριστερά και κάτω, έχοντας κι αυτοί πίσω τους τις αποδείξεις όλων όσων έπραξαν». Και στον Γοργία λέει: «Ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, κατά τη γνώμη μου, παρά η διάλυση δύο πραγμάτων, της ψυχής και του σώματος, διάλυση του ενός από το άλλο. Αυτός που πέρασε τη ζωή του με δικαιοσύνη και οσιότητα, όταν πεθάνει, αφού φτάσει στα νησιά των μακάρων (των ευτυχισμένων) κατοικεί σε κατάσταση πλήρους ευτυχίας, χωρίς τίποτε κακό, ενώ αυτός που πέρασε τη ζωή του με αδικίες και άθεα, πηγαίνει στης τιμωρίας και στης δίκης τη φυλακή, την οποία ονομάζουν Τάρταρο. Έπειτα, όλους αυτούς πρέπει να τους κρίνουν γυμνούς, εκτεθειμένους˙ γιατί αφού πεθάνουν πρέπει να κριθούν. Αλλά και ο κριτής πρέπει να είναι γυμνός, αφού πεθάνει να ελέγξει με αυτήν την ψυχή, αυτήν την ψυχή καθενός που ξαφνικά έχει πεθάνει, ο οποίος είναι έρημος από όλους τους συγγενείς του και έχει εγκαταλείψει στη γη όλον εκείνον τον κόσμο, για να είναι βέβαια η κρίση του δίκαιη».

(συνέχεια μετάφρασης, Ευσέβιου, Επίσκοπου Καισαρείας
σελ. 169 επ.)
Έχουμε κάνει μνεία βέβαια, αν και δεν το ομολογήσαμε ξεκάθαρα στα προηγούμενα κείμενα, ότι αν η ψυχή αποδειχτεί πως είναι σπουδαιότερη και πιο άξια τιμής από το σώμα, τότε και τα στοιχεία και τα γνωρίσματα της ψυχής θα είναι σπουδαιότερα και περισσότερο άξια τιμής από τα στοιχεία και τα γνωρίσματα του σώματος. Είναι λοιπόν ανάγκη, μετά απ’ αυτό, να ομολογήσουμε ότι κατ’ ανάγκη η ψυχή είναι αιτία και των αγαθών, και των κακών, και των καλών, και των αισχρών, και των δικαίων και των αδίκων και όλων των αντιθέτων, αν βέβαια θεωρήσουμε αυτήν ως αιτία των πάντων; Και αυτά προκύπτουν από το δέκατο κεφάλαιο των Νόμων του Πλάτωνα...
Ο Ορφέας στα ποιήματα σύμφωνα με τον Ιερό Λόγο, σε όσα αναφέρει σ’ αυτά έτσι εκθέτει την άποψή του σχετικά με το ότι με θεία δύναμη συγκρατούνται τα πάντα, και ότι υπάρχουν αυτά που γεννιούνται, και ότι πάνω απ’ όλα είναι ο Θεός, τα εκθέτει δε κατ’ αυτόν τον τρόπο: «Και αφού έστρεψε το βλέμμα του προς το Θείο λόγο, αυτόν παρακολουθούσε συνέχεια, κατευθύνοντας προς το μέρος του της καρδιάς το νοερό σώμα˙ προχώρησε στην ατραπό (στο μονοπάτι), και παρατήρησε με θαυμασμό τον μοναδικό αθάνατο που δίνει στον κόσμο τη μορφή. Και λάμπει ο αρχαίος λόγος σχετικά μ’ αυτό: Ένας είναι ο απόλυτα επαρκής με τον εαυτό του, και τα πάντα τελούνται υπό την εξουσία του, και ανάμεσα σ’ όλα αυτά αυτός περιέρχεται, και κανείς από τους θνητούς δεν μπορεί να τον παρατηρήσει, με το νου μόνο γίνεται αντιληπτός. Και κυβερνά τα πνεύματα τα σχετικά με τα ιερά και με τις πηγές τις ρέουσες˙ εκπέμπει λάμψη ισχυρής φωτιάς. Αυτός βρίσκεται επάνω στον ουρανό, και ολοκληρώνει, φέρνοντας σε πέρας, τα πάντα στη γη, έχοντας αυτός αρχή και μέση επίσης ολοκληρωμένη, όπως λέει και ο λόγος των αρχαίων, ότι τακτοποίησε αυτός που γεννήθηκε από το νερό, παίρνοντας τη γνώμη από τους θεούς και δίπτυχο νόμο». Και ο Άρατος, σχετικά μ’ αυτά, έτσι μιλάει: «Από τον Θεό κυβερνιόμαστε, τον οποίον ποτέ δεν αφήνουν οι άνθρωποι χωρίς να μιλήσουν γι’ αυτόν˙ και παντού όλοι μας έχουμε την ανάγκη του Θεού και Τον χρησιμοποιούμε. Κι αυτός, ήρεμος, δείχνει στους ανθρώπους τη δεξιά (το σωστό), και ξεσηκώνει τους λαούς για εργασία και πράξεις, θυμίζοντάς τους τις ανάγκες της ζωής», νομίζω ότι με σαφήνεια φαίνεται ότι η δύναμη του Θεού υπάρχει στα πάντα και διά μέσου των πάντων.
Και ο Όμηρος δεν διστάζει να καταριέται με το «Αλλά εσείς όλοι να γίνετε νερό και γη»... Οι Έλληνες μιλούν πολύ για τον Θεό˙ ο Επίχαρμος, που ήταν Πυθαγόρειος, έλεγε: «Τίποτε δεν ξεφεύγει από την προσοχή του Θεϊκού, αυτό πρέπει να το ξέρεις πάντα˙ αυτός είναι που μας παρατηρεί και μας εποπτεύει... Και ο Σωκρατικός Αντισθένης λέει: «Λέει ότι ο Θεός με κανέναν δεν μοιάζει, γιατί ακριβώς, κανείς δεν μπορεί να τον γνωρίσει από την εικόνα» και παρόμοια και ο Ξενοφών ο Αθηναίος, λέει μάλιστα κατά λέξη: «Αυτός λοιπόν που τα πάντα σείει και τα πάντα ηρεμεί, επειδή είναι κάποιος σπουδαίος βέβαια και δυνατός, είναι φανερός, όσον αφορά όμως το ποια είναι η μορφή του, είναι αφανής. Αλλά ούτε και αυτός που θεωρείται ο ολόφωτος ήλιος, ούτε κι αυτός μοιάζει να επιτρέπει να τον βλέπουμε, αλλά αν κάποιος με θράσος τον κοιτάξει, χάνει την όρασή του». «Γιατί ποιος θνητός, σάρκινος άνθρωπος μπορεί να δει με τα μάτια του τον επουράνιο αληθινό αθάνατο Θεό, ο οποίος κατοικεί στα άκρα; Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί ούτε ενάντια στις ακτίνες του ήλιου να τοποθετηθούν, αφού έχουν γεννηθεί θνητοί», προείπε η Σίβυλλα. Και ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος διδάσκοντας σωστά ότι υπάρχει ένας Θεός και ασώματος, συνεισφέρει στη συζήτηση λέγοντας τα εξής: «Ένας είναι ο Θεός, ο σπουδαιότερος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων». Και ο Κλεάνθης ο Στωικός, σε κάποια ποιήματα σχετικά με τον Θεό, λέει αυτά: «Με ρωτάς τι είδους είναι το αγαθό; Άκου λοιπόν˙ είναι καθορισμένο, δίκαιο, όσιο, ευσεβές, με αυτοσυγκράτηση, χρήσιμο, καλό, σεβαστό, αυστηρό, ειλικρινές, πάντα συμφέρον, άφοβο, δίχως λύπη, χρήσιμο, ωφέλιμο, προκαλεί ευχαρίστηση, ασφαλές, φιλικό, έντιμο, όπως ομολογείται είναι δοξασμένο, ταπεινόφρων, επιμελές, πράο, έντονο, αυξανόμενο, άμεμπτο, πάντα συνεχίζει να υπάρχει.
Και ο λυρικός ποιητής Μελανιππίδης τραγουδώντας λέει: «δώσε προσοχή σε μένα, πατέρα, θαύμα αιώνιας ζωής, εσύ που προστατεύεις τις ψυχές των θνητών». Και ο Παρμενίδης, ο «Μέγας» όπως λέει στον Σοφιστή ο Πλάτων, κάπως έτσι αναφέρεται στον Θεό: «Πολλά υπερβολικά, επειδή, όντας αγέννητο δεν μπορεί και να καταστραφεί, μοναδικό, μονογενές και ήρεμο επίσης αγέννητο». Αλλά και ο Ησίοδος αναφέρει: Γιατί αυτός είναι ο βασιλιάς των πάντων και κυρίαρχος των αθανάτων, και τη δική σου εξουσία κανείς δεν την καταστρέφει». Και ο Σοφοκλής, σύμφωνα με όσα λέει ο Εκαταίος, που συνέταξε τις ιστορίες στο έργο «Σύμφωνα με τον Άβραμο και τους Αιγύπτιους», απέναντι από τη σκηνή φωνάζει: «Αληθινά, ένας είναι ο Θεός, ο οποίος κατασκεύασε τον ουρανό, και τη μεγάλη γη και το χαρούμενο κυμάτισμα του ωκεανού και τη δύναμη των ανέμων˙ από την άλλη μεριά, πολλοί θνητοί στην καρδιά, πλανημένοι, εγκαταστήσαμε, ως παρηγοριά στις θλίψεις, αγάλματα θεών από πέτρες, ή από χαλκό, ή κατασκευασμένα από χρυσό ή σχήματα κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο˙ και διαμοιράζοντας σ’ αυτά θυσίες και άσκοπες πανηγύρεις, έτσι νομίζουμε ότι δείχνουμε την ευσέβειά μας». Και ο Ευριπίδης στη σκηνή, στο δράμα Πειρίθω υμνεί: «Εσένα τον αυτοφυή, που στο στρόβιλο του αιθέρα δημιούργησε τη φύση των πάντων, και γύρω από το φως και γύρω από τη σκοτεινή νύχτα, και χορεύει ολόγυρα το ποικιλόχρωμο πλήθος των ατελείωτων άστρων», κι εδώ λοιπόν έχει αναφερθεί στον αυτοφυή δημιουργό νου, και παρατάσσει τα δημιουργήματα στον κόσμο, στον οποίο βρίσκονται και οι αντιθέσεις του φωτός και του σκότους. Ο Τίμαιος ο Λοκρός, στο φυσικό σύγγραμμά του, θα πει αυτά κατά λέξη: «Μία αρχή των πάντων υπάρχει, αγέννητη˙ γιατί αν είχε γεννηθεί, δεν θα ήταν πια αρχή, αλλά θα ήταν αρχή εκείνα από τα οποία αυτή γεννήθηκε». «Αυτός εδώ, για τους πάντες και τα πάντα, υπάρχει σαφής και σταθερός», όπως λέει η Σίβυλλα...
Και ο Μένανδρος, κάπως έτσι γράφει: «Ο Θεός είναι δίκαιος, και χαίρεται με δίκαια έργα και όχι με άδικα. Αυτόν που κοπιάζει, τον αφήνει αυτόν τον ίδιον να ανυψώσει τη ζωή του, σηκώνοντας τη γη νύχτα και μέρα. Και θυσίαζε στον Θεό μέχρι τέλους, επειδή είναι δίκαιος, και επειδή είναι λαμπρός και βαθιά αρχοντικός μέχρι την καρδιά. Γιατί ο Θεός σε βλέπει δίπλα του παρών». Και ο Δίφιλος ο κωμικός έτσι συνομιλεί σχετικά με την κρίση: «Πιστεύεις εσύ Νικήρατε, ότι αυτοί που πεθαίνουν, ενώ απόλαυσαν κάθε τρυφή και πολυτέλεια στη ζωή τους, θα μπορέσουν να ξεφύγουν από το θεϊκό, επειδή ξέφυγαν απ’ αυτό όσο ζούσαν; Υπάρχει το μάτι της δικαιοσύνης, το οποίο βλέπει τα πάντα˙ γιατί και στον Άδη θεωρούμε ότι υπάρχουν δύο δρόμοι, ο ένας των δικαίων, και ο άλλος είναι το όριο των ασεβών. Και τους δύο, λένε, θα τους καλύψει η γη στην αιωνιότητα, γι’ αυτό (λένε) περνώντας από τη ζωή κλέβε, στέρησε τους άλλους από τα αγαθά, προκάλεσε ταραχές˙ όμως μην πλανηθείς, υπάρχει κρίση και στον Άδη, την οποία θα κάνει ο Θεός, ο κυρίαρχος όλων, του οποίου το όνομα είναι φοβερό και δεν θα τον ονομάσω εγώ». Και ο ίδιος ο Ορφέας, ονομάζει ξεκάθαρα τον Θεό παντοκράτορα: «Δεν καταστρέφεται ποτέ (είναι αιώνιος), αθάνατος, μπορεί να εκφραστεί με λέξεις μόνον ανάμεσα στους αθανάτους. Έλα μεγαλύτερε απ’ όλους τους θεούς, μαζί με τη δύναμη της ανάγκης, φρικτός ανίκητος, σπουδαίος άφθαρτος, τον οποίο στεφανώνει ο αέρας». Και ο Αισχύλοςο τραγικός ποιητής, προβάλλοντας τη δύναμη του Θεού, δεν διστάζει να τον ονομάσει και Ύψιστο, με αυτά τα λόγια: «Ξεχώρισε τον Θεό από τους θνητούς και μη νομίσεις ότι μοιάζει με οτιδήποτε σαρκικό. Κάθε φορά θα σε παρατηρήσει γρήγορα το μάτι του δεσπότη˙ γιατί είναι δυνατή για τα πάντα η δόξα του ύψιστου Θεού». Ο κωμικός Δίφιλος λέει αποφθεγματικά: «Αυτόν που λέει ότι είναι ο πραγματικός πατέρας των πάντων, αυτόν μέχρι τέλους να σέβεσαι, επειδή είναι ο μοναδικός εφευρέτης τόσων πολλών αγαθών και δημιουργός τους»... Μόνος μάλιστα ο Αναξαγόρας, πρώτος των Ελλήνων κάνει μνεία στους λόγος σχετικά με τις αρχές, ότι ο Νους διακηρύχθηκε πως είναι το αίτιο των πάντων. Και λένε μάλιστα ότι αυτός, περισσότερο από τους προγενέστερούς του, θαύμασε τη φιλολογία˙ πρώτος από τους Έλληνες περιέγραψε στο λόγο περί αρχών, το βοσκό που εγκατέλειψε τη δική του χώρα γι’ αυτήν εδώ. Και δεν αναφέρθηκε μόνον στην ουσία των πάντων, όπως οι προγενέστεροί του, αλλά και στο αίτιο που την κινεί. «Στην αρχή, λέει, ήταν όλα τα πράγματα ανακατωμένα. Και αφού ήρθε ο Νους, τα οδήγησε όλα αυτά από την αταξία στην τάξη», και είναι άξιο θαυμασμού και απορίας πώς αυτός πρώτος από τους Έλληνες προέβη σ’αυτή τη θεολογία. Και σχετικά με την άποψη του Αναξαγόρα: «Νους είναι αυτός που τακτοποιεί τα πάντα και είναι αίτιος των πάντων, και εξ αιτίας αυτού, κατά κάποιον ευτυχή τρόπο, αισθάνθηκα και πίστεψα ότι ο Νους είναι το αίτιο των πάντων, και θεώρησα πως, αν αυτό είναι πράγματι έτσι, ο Νους τακτοποιεί τα πάντα και τον καθένα τον τοποθετεί στην καλύτερη δυνατή θέση γι’ αυτόν».

(μετάφραση σελ. 195 επ.)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΝΩΜΙΚΩΝ
ΣΠΟΥΔΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΚΠΟΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΑ,
ΤΑΠΕΙΝΟΤΑΤΟ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΟ
Πηγή που αναβλύζει δροσιά ηθικών λόγων θα ανακαλύψεις εδώ,
αν την προσεγγίσεις με γνήσια αναζήτηση.
 
α΄ Πρέπει ο κάθε Χριστιανός που πιστεύει σωστά στον Θεό, να μην αδιαφορεί αλλά πάντα να περιμένει και να αποδέχεται τον πειρασμό, για να μην ξαφνιαστεί, ούτε να ταραχτεί, όταν αυτός έρθει, αλλά να υπομείνει με ευχαρίστηση τον κόπο της θλίψεως, και να κατανοήσει, ψάλλοντας μαζί με τον Προφήτη, όταν λέει: «Δοκίμασέ με Κύριε και έλεγξέ με˙ και δεν είπε ότι «Η εκπαίδευσή σου με κατέστρεψε», αλλά είπε: «Ανύψωσέ με μέχρι τέλους».
β΄ Αρχή των καλών είναι ο φόβος του Θεού. Και τέλος (τελικός σκοπός) αυτών είναι ο πόθος του Θεού.
γ΄ Αρχή κάθε αγαθού είναι ο έμπρακτος λόγος και η άξια πράξη. Γι’ αυτό καμμία πράξη που δεν είναι αξιόλογη δεν είναι αγαθή και κανείς λόγος που δεν γίνεται πράξη δεν προχωρά και δεν προοδεύει.
δ΄ Πράξη είναι, για το σώμα μεν η νηστεία και η αγρυπνία˙ για το στόμα δε, η ψαλμωδία και η προσευχή, και η σιωπή είναι πιο αξιοσέβαστη από το λόγο˙ και για τα χέρια, είναι πράξη αυτό που γίνεται αγόγγυστα από εκείνα˙ και για τα πόδια (είναι πράξη) αυτό που προοδεύει και εκτελείται αμέσως, με την πρώτη προτροπή.
ε΄ Από όλα αυτά προηγείται το έλεος και η αλήθεια. Από αυτά προκύπτει η ταπείνωση, και η διάκριση που, σύμφωνα με τους Πατέρες, ακολουθεί αυτήν˙ χωρίς αυτήν (τη διάκριση) ούτε η άλλη (η ταπείνωση) θα μπορέσει να δει το δικό της πέρας. Γιατί η πράξη βέβαια η οποία δεν σέβεται το λόγο και δεν υποτάσσεται σ’ αυτόν, τριγυρνά εδώ κι εκεί ανώφελα, σαν περιπλανώμενη κοπέλα˙ ενώ ο λόγος, ο οποίος αποποιείται τους έντιμους χιτώνες της πρακτικής, δεν διαμορφώνεται με ευπρεπή τρόπο, ακόμη κι αν φαίνεται ότι είναι κάπως έτσι (δηλαδή ευπρεπής).
ς΄ Η γενναία ψυχή, όπως η γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, η οποία καίγεται από δύο λυχνάρια, το πρακτικό και το θεωρητικό, πράττει αυτά που οφείλει να πράξει. Όμως, ακριβώς τα αντίθετα πάλι πράττει, η ψυχή που έχει παραδοθεί στις ηδονές.
....................................................................................................................................
ρε΄ Όταν η ψυχή τελειώσει με τις εξωτερικές ασχολίες της και προσκολληθεί στην ευχή, τότε ολόκληρη γίνεται πυρακτωμένη, σαν να την έχει περικυκλώσει φλόγα, όπως ακριβώς όταν περικυκλώνει η φωτιά το σίδερο. Και αυτή η ψυχή (η πυρακτωμένη από την ευχή), δεν μπορεί να προσβληθεί από κανέναν και από τίποτα˙ γιατί ούτε και ο σίδηρος, αν πυρακτωθεί, μπορεί να έρθει σε επαφή με οτιδήποτε εξωτερικό.
ρς΄ Ευτυχισμένος και ευλογημένος όποιος αξιωθεί σ’ αυτήν τη ζωή να ειδωθεί έτσι, και δει το φυσικό χωμάτινο ανδριάντα του εαυτού του, να γίνεται πύρινος με τη θεία χάρη.
ρζ΄ Για τους αρχάριους, προκύπτει βαρύς, σαν κάποιος εξουσιαστής, ο νόμος της ευχής˙ ενώ σ’ αυτούς που έχουν προχωρήσει κι έχουν προοδεύσει στην ευχή, ο νόμος της γίνεται αισθητός ως διακαής πόθος, όπως ακριβώς αυτός που πεινάει να πηγαίνει σε κάποιο πολυτελές γεύμα.
ρη΄ Αυτούς που σωστά ασκούν την πρακτική της ευχής, η ευχή κάποια στιγμή εμποδίζει μέσα τους, τους κακούς λογισμούς, όπως ακριβώς επισκιάζει το σύννεφο˙ και κάποτε, προκαλώντας τους ροή δακρύων, τους δείχνει τα πνευματικά θεάματα.
ρθ΄ Ευχάριστη και γλυκιά θα ακουστεί η μουσική της κιθάρας, την οποία παίζει κάποιος έξω˙ κι η ψυχή δεν είναι δυνατόν να περιέρθει σε κατάσταση κατάνυξης, αν δεν εναρμονιστεί με την ευχή, στο πνεύμα της μυστικής προσφώνησής της. Γιατί το «τι να προσευχηθούμε κατά πως πρέπει, δεν γνωρίζουμε», και τα υπόλοιπα, σ’ αυτό παροτρύνει τον προσευχόμενο.