Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΩΔΙΚΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Εάν τις εξ όλων των χωρών του τότε γνωστού κόσμου, ήθελεν ερευνήσει και περισυλλέξει τας σχετικάς με το προκείμενον θέμα κυκλοφορίας ιδέας, χρησμούς και κατά τόπους παραδόσεις θα εσχημάτιζεν έναν ογκώδη τόμον υπό την επιγραφήν «Προσδοκίαν των εθνών». Και η Ελλάς; Ω! η Ελλάς! Η Ελλάς δια του στόματος μεγάλων αυτής τέκνων επροφήτευσε την ανατολήν της χαρμοσύνου ημέρας, καθ’ ην το κακόν, ο «Τυφών» θα συνετρίβετο κάτω από την δύναμιν του Ισχυρού και θα εσημειούτο νέα στροφή της ανθρωπότητας». (Εκ του βιβλίου «Χριστούγεννα» του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη). Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλυτέρα αρχή για να προλογίσουμε το πόνημα τούτο, από τα λεγόμενα του μεγάλου αυτού συγχρόνου μας Ιεράρχη, που κοσμεί ακόμα και σήμερα, παρά την απόσυρση του λόγω γήρατος εκ της Ιεράς Συνόδου, την Ορθοδοξία. Έχουν ιδιαιτέρα αξία τα λεγόμενα του διότι είναι εις εκ των πλέον συντηρητικών ιεραρχών και μας εξέπληξαν ευχάριστα, όμως είναι απόρροια της μεγάλης του αγάπης και των μεγάλων του αγώνων για την Ελλάδα.
Κατόπιν ιδιαιτέρως προσεκτικής και επίμονης έρευνας, συλλέξαμε τα λεγόμενα γνωστών και αγνώστων στο ευρύ κοινό Αγίων της Εκκλησίας μας, που αναφέρονται σε όσα ειπώθηκαν για το πρόσωπο του Κυρίου Υμών Ιησού Χριστού εκ των προγόνων μας προ της Ελεύσεως Του. Μαζί με τα λεγόμενα των Αγίων καταθέτουμε και τα όσα ειπώθηκαν εκ συγχρόνων μας Ιεραρχών και Ιερωμένων.
Επειδή τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία, η αιτία της συγγραφής όσων ακολουθούν είναι εν πρώτοις να κάνουμε κοινωνούς ει δυνατόν περισσότερους με τα όσα ειπώθηκαν εκ των μεγάλων μας προγόνων για τον Ιησού Χριστό. Εν συνεχεία να κάνουμε γνωστό σε όλους ότι δεν ήταν όλοι οι πρόγονοι μας πιστοί στους δώδεκα «Θεούς» παρά μόνον οι αδαείς και αγράμματοι. Όλοι σχεδόν οι σοφοί της αρχαιότητας ήταν μονοθεϊστές προσδιορίζοντας μάλιστα όπως θα δούμε στη συνέχεια αρκετοί εξ αυτών το τρισυπόστατον του ενός Θεού που πίστευαν. Τούτο το είπαμε διότι μετά ιδιαιτέρας λύπης διαπιστώσαμε ότι σήμερα κάποιοι ευτυχώς ελαχιστότατοι συνάνθρωποι μας έπεσαν θύματα του αρχεκάκου όφεως και πιστεύουν σε δώδεκα «θεούς». Είναι μια ευκαιρία γι’ αυτούς να αντιληφθούν δια της αναγνώσεως του πονήματος τούτου το λάθος των. Τέλος ευχόμεθα εκτός των προαναφερθέντων, η όλη μας προσπάθεια να γίνει το έναυσμα, δια του οποίου η Εκκλησία μας, θα συλλέξει τα υπερευώδη άνθη της τριανταφυλλιάς που λέγεται αρχαία Ελλάς, παραμερίζοντας τα αγκάθια όπως λέγει και ο Μέγας Βασίλειος και ως στοργική μητέρα που είναι, θα τιμήσει και αυτούς που φέρθηκαν ως αληθή και ευσεβή τέκνα της, αλλά είχαν την ατυχία να γεννηθούν προ της Ελεύσεως του Σωτήρος στη γη. Η ατυχία των αυτή οδήγησε τους ευσεβείς αυτούς προγόνους μας σε ορισμένα ατοπήματα διότι όλη η ανθρωπότητα τότε ευρισκόταν σε βαθύ σκότος, ακόμη και αυτοί οι Εβραίοι όντας γνώστες τμήματος της αλήθειας που γνωρίζουμε εμείς σήμερα εξ ολοκλήρου πολλάκις απομακρύνθηκαν εκ του Θεού. Τα ατοπήματα αυτά των αρχαίων προγόνων μας ευκόλως μπορούν να εντοπισθούν και να παραμερισθούν και δια της οικονομίας έστω και άκρας να τιμηθούν ως σοφοί, ως ειδική περίπτωση όπως άλλωστε στο εξώφυλλο του πονήματος διακρίνουμε. Οι τοιχογραφίες που παραθέσαμε είναι εκ της Ιεράς Μονής του Μπάσκοβο της Βουλγαρίας που τότε ήταν Ελλάδα γι’ αυτό και αναγράφονται στα Ελληνικά οι σοφοί που εικονίζονται. Υπάρχει τρόπος λοιπόν να τιμηθούν οι πρόγονοι μας όσοι το αξίζουν πραγματικά διότι ο Ελληνισμός συνάδει μετά του Χριστιανισμού είναι μάλιστα ο τελειότερος συνδυασμός και οι άνθρωποι αυτοί γίνανε εκ Θεού η γέφυρα για την ένωση αυτή. Αυτοί οι άνθρωποι δια των γραπτών τους έφεραν τους προγόνους μας κοντά στον Χριστιανισμό δια της οδού της αρετής και της πίστεως στον έναν Θεό.
Οι Έλληνες ως φαίνεται χρησιμοποιήσαμε καλύτερα όλων τον σπερματικό λόγο που βρίσκεται μέσα εις κάθε άνθρωπον. Μην ξεχνούμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οριοθετηθέντα δόγματα για τον Θεό όπως σήμερα και έτσι μπορούν να δικαιολογηθούν τα όποια λάθη. Πιστεύουμε πως αν συμβεί αυτό όσοι εκ των συνανθρώπων μας πλανήθηκαν θα επιστρέψουν στην Μητέρα Εκκλησία του Χριστού και έτσι θα δοθεί καίριο χτύπημα σε αυτούς που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον πατριωτισμό των Ελλήνων και την υπέρμετρη αγάπη πολλών Ελλήνων για τους αρχαίους προγόνους μας. Θα λάβουν την πρέπουσα απάντηση όσοι κηρύττουν ότι η Εκκλησία κινείται εναντίον των αρχαίων μας προγόνων, διότι όπως θα δούμε μόνον αυτό δεν είναι το ορθόν.
Στα όσα μας καταθέτουν οι Άγιοι για τα λεγόμενα των αρχαίων και στα όσα θα καταθέσουμε δια χειρογράφων κωδικών πολλών αιώνων δεν θα προσθέσουμε τον σχολιασμό ημών διότι δεν θεωρούμε εαυτούς άξιους για κάτι τόσο υψηλό. Άλλωστε όπως θα δούμε δεν υπάρχει ανάγκη σχολιασμού διότι τα όσα παρατίθενται είναι σαφέστατα. Υπάρχει μόνον η ανάγκη εξαγωγής συμπερασμάτων ορθών από όλους μας και ανάγκη να πράξουν τα δέοντα οι αρμόδιοι για να σωθούν εκ της απωλείας πολλές αθάνατες ψυχές. Υπάρχει τέλος η ανάγκη να τιμηθούν οι άνθρωποι αυτοί που έδειξαν στο ευσεβές Ελληνικόν έθνος τον δρόμο που το οδήγησε προς τον Χριστιανισμό, και αυτή η ανάγκη είναι η μεγαλυτέρα όλων.
Τέλος θα δούμε και ελάχιστα στοιχεία για τον βίο κάθε Αγίου για να ξέρουμε υπό ποίες συνθήκες ειπώθηκε εξ αυτών ότι ειπώθηκε και για ποιόν λόγο.
Κλείνοντας τον πρόλογο επιβάλλεται να πούμε ότι κάθε πηγή μας θα την παραθέτουμε φωτογραφικώς διότι όσα καταθέτουμε δυστυχώς δεν τα βρήκαμε σε σύγχρονες πηγές πλην ελαχίστων και δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί τούτο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
ΣΥΝΟΨΙΣ
Εν αρχή λοιπόν σκεφθήκαμε να δούμε το όλο θέμα συνοπτικά και τούτο διότι είναι τεραστίων διαστάσεων. Εάν κάποιος επιχειρήσει να παρουσιάσει όλα όσα ελέχθησαν εκ των Αγίων και των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας θα χρειαστεί τόμους επί τόμων. Τούτο θα συμβεί διότι πολλοί Πατέρες κατέγραψαν ολόκληρα βιβλία πολλών σελίδων με τις απόψεις τους για τους αρχαίους προγόνους μας. Εμείς εδώ θα παρουσιάσουμε μόνο τα πολύ σημαντικά. Πολύ σημαντικό όμως είναι να δούμε πως επηρεάστηκε ο Χριστιανισμός από τον Ελληνικό εκ ποίων Αγίων Πατέρων, σε ποιο βαθμό συνέβη τούτο και ποια συγγράμματα Πατέρων έκαναν τον Χριστιανισμό, Ελληνικό Χριστιανισμό. Ως παρένθεση να πούμε στο σημείο αυτό ότι όπου οι Πατέρες μιλούν εναντίον των Ελλήνων δεν εννοούν το Ελληνικόν έθνος αλλά τις ειδωλολατρικές θέσεις των Ελλήνων την δε Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν αναθεματίζεται το Ελληνικόν έθνος αλλά «τα των Ελλήνων ασεβή δόγματα». Τούτα τα αναφέρουμε προς αποφυγήν λαθεμένων συμπερασμάτων, διότι πολλοί Άγιοι Πατέρες, σχεδόν όλοι, στηλίτευσαν με πάθος την ειδωλολατρία η οποία προερχόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους αρχαίους προγόνους μας. Παρόλα ταύτα όμως τόλμησαν ουχί μόνον να υιοθετήσουν τις ορθές θέσεις των φιλοσόφων αλλά και να τις κάνουν Χριστιανικές θέσεις.
Η σύνοψις που ακολουθεί καταδεικνύει τα προλεγόμενα χρονικώς δηλαδή ανά αιώνα και ουχί κατά πρόσωπον, μέσω ποιών φιλοσοφικών ρευμάτων επήλθε ο επηρεασμός του Χριστιανισμού εκ του Ελληνισμού και ποιοι ήταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι κάθε γενιάς ή αιώνος. Θεωρήσαμε ορθόν να παραδώσουμε την γραφίδα στο «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν ‘Ηλίου’» όπου στο τόμο «Το αρχαίον Ελληνικόν πνεύμα» καταγράφεται μια αρκούντως ικανοποιητική από ιστορικής απόψεως σύνοψις.
«Η αρχή του «Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» θέτει το θέμα της σχέσης των Ελληνικών θεωριών με τις θεωρίες περί του Λόγου. Ο Γερμανός φιλόλογος Νόρντεν φρονεί ότι ο Ευαγγελιστής γράφων «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι’ αυτού εγένετο», είχε υπ’ όψιν του το προοίμιον του συγγράμματος του Ηρακλείτου «Του δε λόγου τούδ’ εόντος αεί… γιγνομένων δε πάντων κατά τον λόγον τόνδε». Δεν είναι απίθανον ο Ιωάννης, όστις είχε μεταθέσει την περιοχήν της δράσεως του εις τους περί την Έφεσον τόπους, να είχεν υπ’ όψιν του το σύγγραμμα του εν Εφέσω ζήσαντος κατά τους παλαιούς χρόνους Έλληνος σοφού. Αλλά η αντίληψις του Ευαγγελιστού περί του Θείου Λόγου, ουδόλως δύναται από ουσιαστικής απόψεως να ταυτισθή με την αντίληψιν του Ηρακλείτου. Ο Ιωάννης εξακολουθών λέγει «και ο Λόγος σαρξ εγένετο». Η τοιαύτη ενανθρώπισις του Θείου Λόγου είναι κάτι το απαράδεκτον δια την Ελληνικήν σοφίαν, κάτι το οποίον θα εχαρακτηρίζετο ως μωρία. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι εις μερικότερα σημεία δεν εμφανίζουν ομοιότητας και ότι δεν είναι δυνατή η συνδιαλλαγή των. Οι απολογηταί και οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδόθησαν μετά ζήλου εις την ανεύρεσιν των στοιχείων εκείνων της Ελληνικής φιλοσοφίας τα οποία θα ήτο δυνατόν να γίνουν ανεκτά από το Χριστιανικόν κήρυγμα και τοιουτοτρόπως προσχώρησαν εις τον απαρτισμόν μιας νέας φιλοσοφίας, ήτις στηριζόμενη επί της Χριστιανικής μεταφυσικής και ηθικής βάσεως συγχωνεύει τα αφομοιώσιμα εκ της Ελληνικής φιλοσοφίας στοιχεία. Δια της συγχωνεύσεως ταύτης δημιουργείται φιλοσοφική βάσις δια να στηριχθή ως νέα πνευματική μορφή ο Ελληνοχριστιανικός πνευματικός πολιτισμός και η αντίστοιχος προς αυτόν Ελληνοχριστιανική φιλοσοφία.
ΑΙ ΠΡΩΤΑΙ ΑΡΧΑΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Οι απολογηταί του 2ου αιώνος
Την πρώτην απαρχήν της εμφανίσεως της χριστιανικής φιλοσοφικής σκέψεως την αποτελούν οι απολογηταί, οίτινες ανέλαβον να υποστηρίξουν την νέαν θρησκείαν. Η απολογητική δράσις έχει να αντιμετωπίσει αφ’ ενός μεν τους εθνικούς αφ’ ετέρου δε τους γνωστικούς. Πρώτος μεταξύ των απολογητών αναφέρεται ο εξ Αθηνών Κοδράτος. Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει εις την Εκκλησιαστικήν του ιστορία (4,3) ότι συνέταξεν ο Κοδράτος απολογίαν υπέρ του Χριστιανισμού, την οποίαν υπέβαλε περί το έτος 124 εις τον Αδριανόν. Εν αυτή υπεστήριξε την θρησκείαν του Χριστού ουχί δια φιλοσοφικών, αλλά δι’ ηθικών επιχειρημάτων. Με φιλοσοφικά επιχειρήματα απολογείται υπέρ του Χριστιανισμού ο Μαρκιανός Αριστείδης περί του οποίου ο Ευσέβιος γράφει εις το ανωτέρω μνημονευθέν σύγγραμμα του (4,33) «Και Αριστείδης δε πιστός ανήρ της καθ’ ημάς ορμώμενος ευσεβείας τω Κοδράτω παραπλησίως υπέρ της πίστεως απολογίαν επιφωνήσας Αδριανώ καταλέλοιπεν». Η υπ’ αυτού γραφείσα «Απολογία» είχεν απολεσθεί, ανευρέθη δε κατά το έτος 1878 αρμενική μετάφρασις τμήματος εκ ταύτης, κατά δε το έτος 1888 μετάφρασις της εις την συριακήν. Εκ των μεταφράσεων τούτων απεκαλύφθη ότι ο συγγραφεύς ο γράψας το περί «Βαρλαάμ και Ιωάσαφ» διήγημα είχε παρεμβάλει την «Απολογίαν» του Αριστείδου εις το σύγγραμμα του. Ο Αριστείδης πρώτος διατυπώνει την αντίληψιν ότι ο Χριστιανισμός είναι η αληθινή φιλοσοφία, διότι αυτός μόνον κατέχει την ορθήν περί Θεού διδασκαλίαν. Αναπτύσων τας περί Θεού αντιλήψεις του ο απολογητής ούτος στηρίζεται επί του Εβραϊκού μονοθεϊσμού, συνδυάζων τούτον προς ιδέας του Πλατωνισμού και του Στωϊκισμού θεωρεί τον Θεόν μαζί με τον Πλάτωνα ως αρχήν και πηγήν της κινήσεως, αλλά συγχρόνως λέγει ότι είναι ον έχων προσωπικήν υπόστασιν.
Σημαντικότερος εξ όλων των απολογητών όμως τυγχάνει ο μάρτυς Ιουστίνος. Διακηρύττει ο Ιουστίνος, ότι η αληθής Θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός, συγχρόνως όμως εγκρίνει ως ορθάς πολλάς φιλοσοφικάς δοξασίας των Εθνικών. Ο Θεός λέγει δημιουργήσας τον άνθρωπον εχάρισεν εις αυτόν «σπέρμα λόγου έμφυτον». Υπάρχει εις «Λόγος σπερματικός» εις τον οποίον μετέχει σύμπαν το ανθρώπινον γένος. Δια της ενέργειας του Λόγου τούτου ηδυνήθησαν οι Εθνικοί συγγραφείς να κατανοούν τα όντα «Οι γαρ συγγραφείς πάντες δια της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς αμυδρώς εδύνατο οράν τα όντα». Ο Χριστός είναι ο Λόγος εις τον οποίον μετέχει σύμπαν το ανθρώπινον γένος «Τον Χριστόν πρωτότοκον του Θεού είναι, εδιδάχθημεν και προεμηνύσαμεν λόγον όντα, ου παν γένος ανθρώπων μετέσχε». Πάντες «οι μετά λόγου βιώσαντες» όπως ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος δύνανται κατά τον Ιουστίνον να λογισθώσιν ως Χριστιανοί. Ο Χριστιανισμός είναι αληθινή φιλοσοφία, όσα δε δόγματα της εθνικής φιλοσοφίας παρουσιάζονται ως ορθά δύνανται να θεωρηθούν ως χριστιανικά «όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται ημών των Χριστιανών εστί». Δια των αντιλήψεων τούτων του Ιουστίνου ο Ορθολογισμός συνδέεται αναποσπάστως με τον Χριστιανισμόν δια της περί Λόγου θεωρίας. Ο Λόγος γίνεται σαρξ, όπως είπεν ο Ιωάννης, σαρξ δις της ενανθρωπίσεως του Χριστού. Αι αλήθειαι, τας οποίας απεκάλυψαν οι προφήται και ανεκάλυψαν οι φιλόσοφοι συμφωνούν μεταξύ των, διότι αμφότερους τους καθοδηγεί ο Λόγος. Ως προς την περί Θεού ιδέαν ο Ιουστίνος ίσταται υπό την επίδρασιν του Πλάτωνος. Χαρακτηρίζει τον Θεόν ως «άρρητον», «ανονόμαστον», «εν τοις υπερουρανίοις αεί μένοντα». Η περί Θεού ιδέα, λέγει ο Ιουστίνος είναι «έμφυτος τη φύσει του ανθρώπου». Ως προς την δημιουργίαν του κόσμου ακολουθεί τον Πλάτωνα διδάσκων ότι ο Θεός έπλασε τον κόσμον εξ αμόρφου ύλης. Συγκεφαλαιούντες τα ανωτέρω διαπιστούμεν ότι δια του Ιουστίνου εισέρχονται αρκετά στοιχεία εκ του Ελληνικού Ορθολογισμού και Πλατωνισμού εις τον διανοητικόν κόσμον των Χριστιανών.
Μικροτέρας σημασίας Απολογηταί είναι προσέτι ο Τατιανός, ο Αθηναγόρας και ο Θεόφιλος ο Αντιοχείας. Έγραψαν προσέτι απολογητικά έργα απολεσθέντα, ο επίσκοπος Σαρδέων Μελίτων ο Ιεραπόλεως Απολλινάριος, ο ρήτωρ Μιλτιάδης και ο εκ της εν Παλαιστίνη Πέλλας Αρίστων. Ο Αθηναγόρας κατήγετο εξ Αθηνών. Υπεράσπισε τον Χριστιανισμόν δια της πλατωνικής φιλοσοφίας, την οποίαν εγνώριζε καλώς.
Η Σχολή των κατηχητών και εξηγητών της Αλεξανδρείας
Την αρχήν της οργανωμένης προσπάθειας για να καθορισθή το περιεχόμενον της χριστιανικής διδασκαλίας αποτελεί η εν Αλεξανδρεία ιδρυθείσα σχολή των κατηχητών. Ελειτούργει εν Αλεξάνδρεια «Διδασκαλείον των ιερών λόγων» υπό την διεύθυνση του Πανταίνου, και την εποπτείαν του επισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Πανταίνος ήτο οπαδός του Στωϊκισμού μεταστραφείς κατόπιν εις τον Χριστιανισμόν. Διάδοχος του Πανταίου ήταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Δια του Κλήμενος αρχίζει ο Χριστιανισμός να ενσωματώνει συστηματικώς εις την διδασκαλίαν του τας αντιλήψεις εκείνας της Ελληνικής φιλοσοφίας αίτινες ηδύναντο να ενσωματωθούν και να συμβιβασθούν με τα δόγματα του. Η Ελληνική φιλοσοφία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απορριπτέα. Είναι προκαταρκτική καθοδήγησις την οποίαν ήσκησεν ο Θεός δια σοφών ανδρών επί των εθνικών δια να τους προπαρασκευάσει προς αποδοχήν της πίστεως. Ο Κλήμης τοιουτοτρόπως αποδέχεται το περιεχόμενον της Ελληνικής φιλοσοφίας. Εκτιμά πολύ τον Πλάτωνα τον οποίον παρομοιάζει με τους προφήτας «ο πάντα άριστος Πλάτων οίον Θεοφορούμενος», αλλά κυρίως επηρεάζεται από τον Φίλωνα και από τον Στωικόν Μουσώνιον. Δια του Κλήμενος επιχειρείται να διαμορφωθεί κατά τρόπον επιστημονικόν επί τη βάσει της Ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης το περιεχόμενον της Χριστιανικής διδασκαλίας εν αρμονία πάντοτε προς τα θεμελιώδη δεδομένα της πίστεως. Ούτω δημιουργείται νέα μάθησις η «Δογματική» ήτις αναλαμβάνει να επιλύση και να καθορίση τα κεφαλαιωδέστατα εκ των προβλημάτων, τα οποία συνεζήτει προηγουμένως η φιλοσοφία. Φορεύς των νέων πνευματικών τάσεων υπήρξε ο Ελληνικός λαός, όστις κατόρθωσε να μεταθέση το κέντρον της πολιτικής δράσεως του τότε πολιτισμένου κόσμου από την Δύσιν πάλιν προς την Ανατολήν. Η ανασυγκρότησις και η επικράτησις του Ελληνικού στοιχείου, έσχεν ως αποτέλεσμα το κοσμοϊστορικόν γεγονός της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ (330-1453)
Με την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως (330) αρχίζει νέα περίοδος δια την Ελληνικήν φιλοσοφίαν. Το εν είναι η αναγνώρισις του Χριστιανισμού ως επισήμου θρησκείας, το δε άλλο η ανασυγκρότησις των πνευματικών δυνάμεων του Ελληνισμού. Κατά τας αρχάς του τετάρτου αιώνος, δύο πνευματικές δυνάμεις αντιμετωπίζονται διαμφισβητούσαι την αποκλειστικήν επικράτησιν, η νεοπλατωνική φιλοσοφία και ο Χριστιανισμός. Η νίκη έκλινεν υπέρ του Χριστιανισμού. Οι δοξασίαι του νεοπλατωνισμού όσαι δεν συνεκρούοντο προς τας δογματικάς βάσεις του Χριστιανισμού εγένοντο αποδεκταί και αφομοιώθηκαν εις το σύστημα της Χριστιανικής δογματικής. Η Ελληνική διαλεκτική δεν ήτο δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως αντιβαίνουσα προς την Χριστιανικήν πίστην. Το μεθοδολογικόν ορθολογιστικόν μέρος της παλαιάς φιλοσοφίας παρελήφθη υπό του Χριστιανισμού. Η εκδοχή του Χριστού ως Θείου Λόγου εστερέωσε την υπόληψιν της διαλεκτικής σκέψεως. Η δογματική παρέλαβεν όλον τον λογικόν εξοπλισμόν και την συλλογιστικήν σκέψιν, όπως την είχε διαμορφώσει η αρχαία φιλοσοφία και την εχρησιμοποίησε ως όργανο ταξιθετήσεως και διασαφηνίσεως του συστήματος των δογματικών αληθειών και ως μέσον ελέγχου και ανασκευής των αιρέσεων και των κακοδοξιών. Εισήχθησαν πολλά νεοπλατωνικά στοιχεία δια του Αυγουστίνου κατ’ αρχάς και δια μεταφράσεως των συγγραμμάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου κατόπιν.
Η σχολή της Αντιόχειας
Πρώτος ιδρυτής της εν Αντιοχεία σχολής αναφέρεται ο πρεσβύτερος Λουκιανός όστις είχε μορφωθεί εν τη Θεολογική σχολή της εν Παλαιστίνη Εδέσσης. Εκ των κυριοτέρων αντιπροσώπων της αντιοχειανής σχολής ήσαν ο Διόδωρος ο Ταρσού, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος ο Κύρου. Η σχολή της Αντιοχείας εισήγαγε την γραμματικήν και ιστορικήν εξηγητικήν μέθοδον αποκρούσασα την αλληγορικήν. Αφ’ ετέρου δε εστράφη προς την αριστοτελικήν φιλοσοφίαν. Η υπό της αντιοχειανής σχολής χρησιμοποίησις αριστοτελικών αποδεικτικών μεθόδων έσχεν ευρύτατην επίδρασιν εις τους εκ Συρίας Θεολόγους. Δια της επιδράσεως της εισήλθον εις την φιλοσοφικήν διανόησιν πολλά στοιχεία εκ της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ο Μέγας Βασίλειος εχρησιμοποίησε τας εις την φυσικήν φιλοσοφίαν αναφερόμενας δοξασίας του Αριστοτέλους εις τας ομιλίας του εις την εξαήμερον δημιουργίαν του κόσμου υπό του Θεού. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης χρησιμοποιεί την μεταξύ δυνάμεως και ενεργείας αριστοτελικήν διαστολήν και λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την περί δυνάμεως και ενεργείας αριστοτελικήν διαστολήν και λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την περί αρετών διδασκαλίαν του Αριστοτέλους. Και εις τον Κύριλλον τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας απαντάται η χρησιμοποίησις των αριστοτελικών εννοιών της δυνάμεως ενεργείας και εντελέχειας.
Η σχολή της Αλεξανδρείας
Ο πατήρ της εκκλησιαστικής ιστορίας ο Ευσέβιος Καισαρείας τηρεί έναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας την αυτήν στάση με τον Κλήμεντα εκδηλώσεων την προς τον Πλατωνισμόν κλίσιν του. Ο Πλάτων είναι δι’ αυτόν προφήτης προφητεύων την σωτήριαν οικονομίαν. Ο Πλάτων και ο Μωυσής υποστηρίζουν συμφώνους και συγγενικάς δοξασίας. Τας πλατωνικάς ιδέας εκλαμβάνει ο Ευσέβιος ως διανοήματα του Θεού. Και από ηθικής και παιδαγωγικής απόψεως παραλληλίζει τον Μωυσέα προς τον Πλάτωνα και τον Πλάτωνα προς τον Παύλον. Ο επίσκοπος του εν Λυκία Ολύμπου Μεθόδιος αποθανών ως μάρτυς κατά το έτος 310 κλίνει και ούτος προς τον Πλατωνισμόν, γράφει δε εις διαλογικόν ύφος τα συγγράμματα του. Εις την Αλεξανδρινήν σχολήν δύναται να καταταχθεί και ο Μέγας Αθανάσιος. Επί της κατευθύνσεως του Αθανασίου εβάδισαν και οι τέσσαρες μεγάλοι εκ Καππαδοκίας Θεολόγοι και φιλόσοφοι, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος ο Νύσσης και ο Ικονίου Αμφιλόχιος. Καίτοι αποκλίνουν περισσότερον προς την σχολήν της Αλεξανδρείας και τον Πλατωνισμόν, παρέλαβον σημαντικά στοιχεία εκ της αντιοχειανής σχολής και εκ του αριστοτελισμού. Είναι και οι τέσσαρες μεγάλης αυτοτελείας και δημιουργικότητος στοχασταί, εκπροσωπούντες αναμφισβητήτως την ακμήν των θεολογικών γραμμάτων του Χριστιανικού Ελληνισμού. Υπήρξαν γνώσται της Ελληνικής φιλοσοφίας και είχον ασχοληθή με τα Πλατωνικά συγγράμματα ιδίως δε με την «Πολιτείαν», «Φαίδωνα», «Συμπόσιον», «Τιμαίον» και «Κρατύλον». Ο Μέγας Βασίλειος εξεπαιδεύθη εις την Κωνσταντινούπολιν πλησίον του Λιβανίου και εις τας Αθήνας πλησίον του Ιμερίου. Λίαν αξιοσημείωτος και αξιανάγνωστος είναι η πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφέλοιντο λόγων». Δια τούτου γίνονται αποδεκτά τα παιδαγωγικά ανθρωπιστικά στοιχεία του Ελληνισμού ως μορφωτικά μέσα δυνάμενα να ωφελήσουν την Χριστιανικήν νεολαίαν. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός υπήρξε πολυμερής φύσις. Ησχολήθη με την εκκλησιαστικήν ρητορικήν, με την ποίησιν και την Θεολογικήν φιλοσοφίαν. Ως φιλόσοφος κλίνει προς τον πλανωνισμόν. Γενικώς εξεταζόμενη ως φιλοσοφική προσωπικότης ο Γρηγόριος παρουσιάζει ήθος ανδρός αγαπώντος την ελευθέραν φιλοσοφικήν έρευναν. Ο Γρηγόριος Νύσσης είναι η ισχυροτέρα φιλοσοφική διάνοια της εποχής του. Καίτοι ο Γρηγόριος αναγνωρίζει ως ύψιστον κριτήριον της αλήθειας την πίστην δεν περιφρονεί όμως τας επιστήμας. Αι επιστήμαι λέγει είναι κόσμημα το οποίον ο πιστός οφείλει να αφιερώνει εις την Εκκλησίαν. Διότι και την ηθικήν και την φυσικήν φιλοσοφίαν και την γεωμετρίαν και την αστρονομίαν και την λογικήν επιστήμην, και όλας τα σπουδάς εις τας οποίας καταγίνονται οι έξω της Εκκλησίας, μας διατάσσει ο αρχηγέτης της αρετής, αφού τα λάβωμεν από εκείνους, οίτινες είναι πλούσιοι εις αυτά να τα δεχθώμεν, όταν πρέπει ο Θείος του μυστηρίου ναός να καλλωπισθεί δια του λογικού πλούτου. Χαρακτηρίζει την ηθικήν και την φυσικήν φιλοσοφίαν, εφ’ όσον ήθελον να εναρμονισθούν με τα δόγματα της πίστεως ως συζύγους και φίλους της υψηλοτέρας θρησκευτικής ζωής. Ο Επίσκοπος Ικονίου Αμφιλόχιος διετέλλει εις στενόν σύνδεσμον με τον Μέγα Βασίλειο ως εξάγεται εκ της αλληλογραφίας του μετά του Μεγάλου Ιεράρχου, έτρεφε δε ζωηρόν ενδιαφέρον δια τα φιλοσοφικά ζητήματα. Προς την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Νύσσης ομοιότητας παρουσιάζει και το περιεχόμενον απολογητικού συγγράμματος του επισκόπου Μαγνησίας Μακαρίου υπό τον τίτλον «Μονογενής ή αποκριτικός προς Έλληνας περί των απορουμένων εν τη Καινή Διαθήκη ζητημάτων και λύσεων». Η συγχώνευσις Ελληνικών και Χριστιανικών στοιχείων προς δημιουργίαν ενός Ελληνοχριστιανικού ανθρωπισμού εμφανίζεται και δια του εκ Κυρήνης Συνέσιου. Νεοπλατωνικός κατ’ αρχάς και μαθητής της φιλοσόφου Υπατίας, ησπάσθη κατόπιν τον Χριστιανισμό και εγένετο Επίσκοπος Πτολεμαΐδος. Εις τας δογματικάς θεολογικάς του αντιλήψεις φαίνεται επηρεαζόμενος από τας πλατωνικάς περί ενός θεωρίας. Ήτο βαθύτατος γνώστης της Ελληνικής παιδείας, κατείχετο δε από την επιθυμίαν να αναζωογονήσει τα αρχαία γράμματα και είχε συστήσει σύλλογον ονομαζόμενον «Πανελλήνιον». Κατά τας αρχάς του πέμπτου αιώνος είχε γράψει και ο Επίσκοπος Εμέσσης Νεμέσιος το έργον του «Περί φύσεως ανθρώπου», πραγματεία ανθρωπολογική. Αι περί ψυχικών παθών εκτιθέμεναι υπό του Νεμέσιου διδασκαλίαι έχουν σημαντικώς επηρεάσει τον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ιδία εις το υπό τον τίτλον «Πηγή γνώσεως» σύγγραμμα του. Εις την σχολήν της Αλεξανδρείας ανήκει και ο Κύριλλος διατελέσας πατριάρχης Αλεξανδρείας. Το φιλοσοφικόν όργανον με το οποίον ειργάσθη ο Κύριλλος ήσαν οι αριστοτελικαί έννοιαι της «ενέργειας» και της «εντελεχείας».
Καθίσταται φανερόν κατόπιν τούτων ότι η αντίληψις η βλέπουσα εις την χριστιανικήν φιλοσοφία μονομερή επικράτησιν του Πλατωνισμού δεν συμβιβάζεται με τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης παρείχε συχνότατα μεγάλην βοήθειαν δια την ερμηνείαν και ταξιθέτησιν των δογματικών αληθειών και ετίθετο τοιουτοτρόπως φραγμός εις τας εκ των νεοπλατωνικών επιδράσεων προερχομένας τάσεις προς εκτροπήν εις μυστικιστικάς θεωρίας.
Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας παρέχει εις τα συγγράμματα του στοιχεία δογματικής και ηθικής ιδία διδασκαλίας. Αλλά δεν έχουν γίνει εισέτι εργασίας ειδικαί δια την συστηματοποίησιν των φιλοσοφικών και ηθικών του δοξασιών. Εις τας ερμηνευτικάς του εργασίας ακολουθεί την μέθοδον της αντιοχειανής σχολής αποφεύγων τας αλληγορικάς ομιλίας.
Τελευταίος αντιπρόσωπος της αλεξανδρινής σχολής είναι ο Θεοδώρητος (395-460) επίσκοπος εν Συρία πολίχνης Κύρου. Το από φιλοσοφικής απόψεως σπουδαίον έργον του είναι το απολογητικόν του σύγγραμμα «Ελληνικών θεραπευτική παθημάτων ή ευαγγελικής αλήθειας εξ Ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωσις». Στηριζόμενος επί των συγγραμμάτων του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, του Ευσεβίου και επί της δοξογραφικής συλλογής του Αετίου, επιχειρεί ανασκευήν των εναντίον του Χριστιανισμού προβαλλομένων επί τη βάσει της Ελληνικής φιλοσοφίας πολεμικών επιχειρημάτων. Εκδηλώνει συχνά την προς την πλατωνικήν φιλοσοφίαν προτίμησίν του.
Κατά το 425 ιδρύθη εν Κωνσταντινούπολει υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β΄ Πανεπιστήμιον εις το οποίον εδίδασκον 31 καθηγηταί. Εκ τούτων 10 εδίδασκον ελληνικά, έτεροι δε 10 λατινικά γράμματα, 3 την λατινικήν ρητορικήν, 6 εκαλούντο ρήτορες και σοφισταί, ένας εδίδασκε την φιλοσοφίαν, δύο δε το δίκαιον. Ο μικρός αριθμός των διδασκάλων της φιλοσοφίας εξηγείται εκ του ότι τα κυρίως φιλοσοφικά μαθήματα είχον συγχωνευθεί εις την Δογματικήν. Η έλλειψις διδασκάλων της Θεολογίας δεν πρέπει να μας εκπλήττη διότι η διδασκαλία της ήτο υπόθεσις του κλήρου και της Εκκλησίας.
6ος, 7ος και 8ος, αιώνες της σταθεράς διατυπώσεως των δογμάτων.
Κατά τας αρχάς του 6ου αιώνος καταβάλλονται από τους τρεις Γαζαίους, τον Λεόντιον, τον Βυζάντιον και τον Ιωάννην τον Φιλόπονον, προσπάθειες για να στερεωθούν τα δόγματα επί τη βάσει του μεθοδολογικού εξοπλισμού και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και των αφομοιώσιμων προς τον Χριστιανισμόν πλατωνικών αντιλήψεων. Ο Ζαχαρίας ο γενόμενος επίσκοπος Μυτιλήνης (500-554) συνέγραψε την «Εκκλησιαστική ιστορία» η οποία περιεσώθη εις την συριακήν γλώσσαν, λίαν δε ενδιαφέρουσα από φιλοσοφικής απόψεως είναι η συγγραφή του έργου του «Διάλεξις ότι ου συναΐδιος τω Θεώ ο κόσμος». Αι πηγαί εκ των οποίων αντλεί ο Ζαχαρίας τα επιχειρήματα του είναι ο Πλάτων, οι Νεοπλατωνικοί και εκ των πατέρων της Εκκλησίας, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) εις το Χριστολογικόν πρόβλημα εις τον κατά των Μονοθελητών αγώνα ακολουθεί την διδασκαλίαν του Λεόντιου. Η πολεμική του εις τον κατά των Μονοθελητών αγώνα ακολουθεί την διδασκαλίαν του Λεόντιου. Η πολεμική του δε στάσις έναντι του μονοθελητισμού τον ωδήγησεν εις την εξέτασιν του αναφερομένου εις την βούλησιν και την ψυχήν του εν γένει προβλήματος. Την ψυχήν εκλαμβάνει ως ουσίαν δυναμένην να δεχθή εν εαυτή τα ενάντια όπως π.χ. την αρετήν και την κακίαν, χωρίς να χάση την ταυτότητα με τον εαυτόν της. Είναι προφανές ότι εις την αντίληψιν του ταύτην καθοδηγείται ο Μάξιμος από την αριστοτελικήν δοξασίαν, ήτις λέγει «ουδέν των εναντίων εστίν ουσία». Αφ’ ετέρου πλησιάζει προς τας πλατωνικάς αντιλήψεις, θεωρών την ψυχήν ως «αυτοκίνητον» και δια τούτο «αθάνατον». Επαναλαμβάνει προσέτι και την υπό του Πλάτωνος εν τη «Πολιτεία» διατυπουμένην απόδειξιν περί της αθανασίας της ψυχής. Δια της εργασίας των άνωθι και του Μαξίμου του Ομολογητή, επήλθε διασαφήνισις των δογμάτων, ούτως ώστε κατέστη δυνατόν να γίνουν επιτομαί και μικρότεραι περιλήψεις.
Κατά τους χρόνους της εικονομαχίας υπερενίκησε το Ελληνικόν έθνος έντονον κρίσιν, απειλούσαν να αλλοιώσει την πνευματικήν του ουσίαν. Δια την επιτυχή διεξαγωγήν της πάλης ταύτης εχρειάσθει να σταθεροποιηθή το δόγμα, και εις την διάχυτον εις όλας τας συνειδήσεις επιθυμίαν ανταποκρινόμενος ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός όπου έφερε εις πέρας το έργον της δογματικής σταθεροποιήσεως. Ο Ιωάννης υπήρξε ως συγγραφεύς λίαν γόνιμος. Από φιλοσοφικής απόψεως το κυριότερον έργον του είναι το επιγραφόμενον «πηγή γνώσεως». Ο Δαμασκηνός θεωρεί την φιλοσοφίαν ως μάθησιν εξυπηρετούσαν την θεολογίαν. Το πρώτον τμήμα της «Πηγής της γνώσεως» είναι η διαλεκτική. Εν αυτή παρέχονται ορισμοί καθορίζοντες τι είναι γνώσις, φιλοσοφία και ον. Ως προς την γνώσιν ο Δαμασκηνός γράφει «Τίποτε δεν είναι πολυτιμότερον από την γνώσιν. Διότι η γνώσις είναι φως της λογικής ψυχής. Απεναντίας η άγνοια είναι σκότος της ψυχής». Η φιλοσοφία ορίζεται ως «Γνώσις των όντων από της απόψεως ότι είναι όντα, δηλαδή γνώσις της φύσεως, ήτοι ουσίας των όντων». Μετά τους πρώτους γενικώτατους ορισμούς επακολουθεί διατύπωσις ορισμών αναφερομένων κατηγοριών. Μετά προσοχής γίνεται διασαφήνισις των εννοιών της ουσίας συμβεβηκότος και υποστάσεως. «Ουσία είναι πράγμα αυθύπαρκτον, το οποίον δεν έχει μέσα εις τον εαυτόν του την βάση της υπάρξεως του, αλλά μέσα εις άλλο. Ουσία λοιπόν είναι ο Θεός και παν κτίσμα. Αλλά προσθέτομεν ότι ο Θεός είναι ουσία ιστάμενη υπέρ την ουσίαν». Το τρίτον μέρος του έργου «Πηγή της γνώσεως» επιγράφεται «Έκδοσις της ορθοδόξου πίστεως», περιέχει δε εις σαφώς και ακριβολογικώς διατυπούμενες προτάσεις, παν ότι πρέπει να πιστεύει ο ορθόδοξος Χριστιανός. Λέγει εν αυτώ ο Δαμασκηνός «Εφ’ όσον τα όντα είναι δημιουργήματα, εδημιουργήθησαν από κάποιον. Πρέπει δε ο δημιουργός να είναι αδημιούργητος. Διότι εάν και εκείνος είναι δημιούργημα, οπωσδήποτε θα εδημιουργήθη από κάποιον άλλον δημιουργόν και εκείνος από άλλον και ούτω καθεξής, έως ότου φθάσωμεν εις κάτι το αδημιούργητον. Εφ’ όσον δε ο δημιουργός είναι αδημιούργητος, είναι και αναλλοίωτος». Τυγχάνει όλως καταφανές ότι ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί ενταύθα απόδειξιν ομοίαν προς εκείνην, την οποίαν εχρησιμοποίησε και ο Αριστοτέλης δια να αποδείξη ότι η εν τω κόσμω παρατηρούμενη κίνησις οφείλει την πηγήν ενέργειας. Ο Δαμασκηνός διακρίνει το καθαρόν και υπερβατικόν «είναι» από τα «όντα», «Όπως δε λέγει ο Άγιος Διονύσιος η μάλλον κυριολεκτούσα περί του Θεού ονομασία προς τελείαν δήλωσιν του Θεού, το είναι όπως νοεί τούτο η Παλαιά Διαθήκη και ο Αριστοτέλης και το αγαθόν όπως το νοεί ο Πλάτων. Η θεώρησις του είναι και περιγραφική οντολογική κατά το πρότυπον του Αριστοτέλους και υπερβατική αξιολογική κατά το πρότυπον του Πλάτωνος. Υπό πολλών ερευνητών εθεωρήθη ο Δαμασκηνός ως ο εισηγητής του Αριστοτελικού πνεύματος εις την Ορθοδοξία. Το υποκειμενικόν πνεύμα της Ελληνικής Ορθοδοξίας δι’ αυτού έλαβε τελείαν μορφήν και μετετράπη εις αντικειμενικόν. Από εσωτερικής πραγματικής απόψεως λίαν αισθητή είναι η επίδρασις του Πλάτωνος ιδία δια του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Η επίδρασις ην έσχεν ο Δαμασκηνός επί της Ανατολής υπήρξεν τεράστια. Ανεγνωρίσθη ως ο αυθεντικός ερμηνευτής των δογμάτων.
Με την συστηματοποίησιν της μοναχικής ασκήσεως ησχολήθη ο συγγραφεύς του ασκητικού έργου «Κλίμαξ» Ιωάννης, ερημίτης κατ’ αρχάς και κατόπιν μοναχός εν Σινά (525-605). Εκ της γενομένης συντόμου εκθέσεως του περιεχομένου της Κλίμακος συνάγεται ότι διατελεί αυτή υπό την επίδρασιν αφ’ ενός μεν της Αγίας Γραφής, αφ’ ετέρου δε της Στωϊκής και Κυνικής φιλοσοφίας. Εις το τμήμα εκείνο, εις το οποίον γίνεται λόγος περί «μνήμης θανάτου» υπάρχει υπαινιγμός αναφερόμενος εις τον υπό του Πλάτωνος εν τω «Φαίδωνι» διδόμενον ορισμόν της φιλοσοφίας ως μελέτης θανάτου «και είναι άξιον θαυμασμού πραγματικώς ότι και οι Έλληνες είπον έναν τοιούτον λόγον, διότι ορίζουν ότι η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου».
Ο Ηλίας ο Έκδιτος ανήκων εις την ομάδα των ασκητικών μυστικιστών έχει συγκεντρώσει δι’ επιλογής εξ αρχαίων φιλοσοφικών συγγραμμάτων πολλάς αξιοπροσέκτους γνώμας. Του Εκδίκου έχουν σωθεί πραγματείαι αίτινες έχουν καταχωριθεί εις την «Ελληνικήν Πατρολογία». Είναι φανερόν ότι ο Ηλίας διακρίνει όπως και ο Αριστοτέλης τρία είδη γνώσεως, την νοητικήν εποπτείαν, την διανοητικήν διεξοδικήν γνώσιν την καταρτιζομένην δια την συλλογιστικής σκέψεως (διάνοιαν κατά Πλάτωνα) και την κατ’ αίσθησιν αντίληψιν. Αντλεί ου μόνον εκ των αρχαίων φιλοσόφων αλλά προσέτι και εκ των Πατέρων.
Η ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ (9ος – 15ος αιώνες)
Κατά τα μέσα του 9ου αιώνος αρχίζει νέα κατεύθυνσις της πνευματικής δραστηριότητος. Η προσοχή στρέφεται προς τα παλαιά Ελληνικά συγγράμματα και δια τον πολιτισμένον κόσμο της Ευρώπης η πρώτη Αναγέννησις αρχίζει από την Κωνσταντινούπολιν. Παύουν πλέον να απασχολούν την Ελληνικήν Ανατολήν τα δογματικά προβλήματα και αρχίζει η ενασχόλησις με την παιδείαν και τας επιστήμας. Μεταξύ των κυριοτέρων οδηγών της νέας ταύτης στροφής σημαντικήν θέσιν κατέχει ο Φώτιος, συγχρόνως καθίσταται περισσότερον συνειδητή και εις τους ξένους λαούς η ελληνικότης του ανατολικού κράτους. Οι αυτοκράτορες Θεόφιλος (829-842), Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (913-959), Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός (1028-1034), Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1054) και μία πλειάς Πατριαρχών, Επισκόπων και λογίων ανανέωναν από καιρού εις καιρόν το ενδιαφέρον δια το αρχαίον Ελληνικόν ιδεώδες δια συστάσεων σχολών και συγγραμμάτων. Η από του 9ου αιώνος αφορμηθείσα αναγέννησις κατόρθωσε να αναζωπυρώση την ιστορικήν μνήμην του Ελληνισμού. Κατ’ αυτήν ο Ελληνικός Χριστιανισμός έφερεν εις πέρας τον εκπολιτισμόν και εκχριστιανισμόν των σλαβικών λαών.
Εκείνος όστις ίσταται επί κεφαλής της Ελληνικής Αναγέννησις είναι ο Φώτιος, (820-891). Πλουσιότατον το συγγραφικών του έργον το οποίον εχαρακτηρίσθει ως το σπουδαιότερον φιλολογικόν έργον του μεσαίωνος. Εκδηλώνει ο Φώτιος την προς την αριστοτελικήν φιλοσοφίαν προτίμησιν του και απορρίπτει την περί ιδεών πλατωνικήν θεωρίαν. Δανείζεται από τον Αριστοτέλη και το αντιρρητικόν εκείνο κατά των ιδεών επιχείρημα σύμφωνα με το οποίον μεταξύ του ιδεώδους και του πραγματικού ανθρώπου, χρειάζεται να παρεμβληθεί εις τρίτος άνθρωπος και μεταξύ τούτου και του ιδεώδους και πραγματικού τέταρτος και πέμπτος και ούτω επ’ άπειρον. Σχετικώς με τα κατηγορικά προσδιοριστικά, τα γένη και τα είδη, πλησιάζει περισσότερο τους Στωικούς. Ησχολήθη και με την σύνταξιν σχολικών βιβλίων δια την διδασκαλίαν της διαλεκτικής, όπως νοείται αυτή εις το σύγγραμμα «Τοπικά» του Αριστοτέλους. Δια της βιβλιοθήκης του παρέσχε πολυτίμους πληροφορίας δια την ιστορίαν της φιλοσοφίας. Εξ αυτής αντλούμεν ειδήσεις περί της Σκεπτικής φιλοσοφίας του Αινησιδήμου και περί του νεοπλατωνικού Ιεροκλέους. Είναι γενικώς ο μέγας πρόδρομος της Αναγεννήσεως ο οποίος επιτελεί την ανασύνδεσιν του Ελληνικού γένους με την παλαιάν παιδείαν.
Μαθητής του Φωτίου υπήρξεν ο Αρεθάς (860-932) διατελέσας επίσκοπος Καισαρείας. Παρέσχεν ως και ο δάσκαλος του ανεκτιμήτους υπηρεσίας δια την διατήρησιν των χειρογράφων. Κατ’ αντίθεσιν προς τον διδάσκαλον του έκλινε προς την πλατωνικήν φιλοσοφίαν. Εκ του Αρεθά προέρχεται ο λαμπρός κώδιξ του Πλάτωνος, ο γνωστός υπό την επωνυμίαν GLARKIANUS όστις μετεφέρθη εκ της νήσου Πάτμου εις την Αγγλίαν.
Ο Μιχαήλ Ψελλός εθεωρείτο ως ο ευρυμαθέστερος και αξιολογώτερος των λογίων και φιλοσόφων του ενδεκάτου αιώνος (1018-1096). Υπήρξε δε μαθητής του Ιωάννου Μαυρόποδος επισκόπου Ευχαϊτών, ο οποίος είχε την πρωτοβουλίαν της ιδρύσεως του «Διδασκαλείου των νόμων» και όστις κατείχετο υπό ενθουσιασμού δια την πλατωνική φιλοσοφίαν. Εκτός του διδασκάλου του Μαυρόποδος, συνεδέθη ο Ψελλός δια στενής φιλίας με τον λόγιον Κωνσταντίνον Λειχούδη και τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην Ξιφιλινόν, καίτοι ο τελευταίος ήτο αριστοτελικός. Ως διδάσκαλος ο Ψελλός εν τω φιλοσοφικώ τμήματι της σχολής του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Μονομάχου, εδίδασκε σειράν μαθημάτων ομοίων προς εκείνα τα οποία συνίστα ο Πλάτων εις την «Πολιτεία» του. Καταπολέμησε την αίρεσιν των «ευχιτών» δια της πραγματείας του «Περί ενεργείας δαιμόνων», την οποίαν έγραψεν μιμούμενος τον Πλάτωνα εις ύψος διαλογικόν. Όταν κατηγορήθει ακόμη και εκ φίλων ότι ήθελε να ανατρέψη τον Χριστιανισμόν και να εισαγάγει τις δοξασίες του Πλάτωνος και του Χρυσίππου έστειλεν επιστολήν εις τον Πατριάρχη Ξιφιλινόν λέγων «Μερικά εκ των δογμάτων εκείνων των φιλοσόφων αμέσως τα έχω απορρίψει, μερικά όμως επειδή συνεργάζονται με τα ιδικά μας (Χριστιανικάς) θεμελιώδεις προτάσεις με μεγάλην προσοχήν, αφού τα παρέλαβα, τα έφερα εις επαφήν με τους ιερούς λόγους όπως έκαμαν ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος, οι μεγάλοι εκείνοι φωστήρες της Εκκλησίας. Διότι το να χρησιμοποιεί κανείς την συλλογικήν μέθοδον, ούτε δόγμα ξένον προς την Εκκλησίαν είναι, ούτε παράδοξος φιλοσοφική πρότασις, αλλά μόνον όργανον επαληθεύσεως και ευρετική μέθοδος δια την ανακάλυψιν ερευνομένου προβλήματος». Είναι λίαν αξιοπρόσεκτον το φιλελεύθερον πνεύμα, το οποίον σχεδόν πάντοτε διακρίνει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Αι τοιούτου είδους προστριβές εις την Δύσιν ανεβίβαζον λογίους και διδασκάλους εις την πυράν. Μεγάλαι συζητήσεις εγένοντο σχετικώς με το έργο του Ψελλού «Σύνοψις εις την Αριστοτέλους λογικήν επιστήμην» αλλά και δια τα «Εις την ψυχολογίαν του Πλάτωνος», «Εις τον Ερμού του Τρισμεγίστου Ποιμάνδρην». Ο ορθολογιστής Ψελλός χωρίζει το θρησκευτικόν βίωμα από την φιλοσοφικήν έρευναν. Η θρησκευτική σχέσις με τον Θεόν είναι αποτέλεσμα δωρήματος και δεν μας είναι εμπόδιον για την έρευναν.
Ο Ιωάννης Ξιφιλινός (1010-1075) εκκινήσας ως μοναχός ανήλθεν εις τα ύψιστα αξιώματα γενόμενος «Νομοφύλαξ» ήτοι πρύτανις της Νομικής σχολής και Πατριάρχης. Μαθητής και αυτός του Ιώαννου Μαυρόποδος. Καίτοι ήτο νομικός ησχολήθη και με την φιλοσοφίαν. Όπως μανθάνομεν εκ του επιταφίου λόγου τον οποίον συνέγραψε ο Ψελλός προς τιμήν του συνέγραψε πλήθος φιλοσοφικών συγγραμμάτων άπαντα όμως απωλέσθησαν.
Ο Μιχαήλ Εφέσιος σύγχρονος των προαναφερθέντων ησχολήθη με τον σχολιασμόν των αριστοτελικών συγγραμμάτων, έχει δε διατυπώσει αξιομνημονεύτους αντιλήψεις εν σχέσει με την αγωγή των νέων.
Ο Νικήτας Στηθάτος γεννηθείς περί το 1000 είναι ο πιστότερος μαθητής του Συμεών του Νέου Θεολόγου του μεγαλυτέρου ίσως μυστικιστού της Ορθοδόξου Ανατολής. Εις τρεις εκατοντάδας των κεφαλαίων περιέχεται περιληπτικώς ολόκληρος η πρακτική και θεωρητική διδασκαλία του. Εις την πρώτην εκατοντάδα απαντώνται συχναί αναμνήσεις εκ της παλαιάς Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Στηθάτος δέχεται δύο είδη απαθειών. Πρώτην εκείνην την απάθειαν εις την οποίαν μας ανυψώνει ο ασκητικός μοναχικός βίος. Δεύτερην την απάθειαν, εις ην ανυψούμεθα αρχίζοντες από την «φυσικήν θεωρείαν». Τον όρον «θεωρία» νοεί όπως τον εννοεί και ο Πλάτων, και ιδία ο Αριστοτέλης ήτοι ως άμεσον ενόρασιν αναβιβάζουσαν ημάς εις την αντίληψην του νοητού. Ενώ όμως οι δύο Έλληνες σοφοί έμενον εις την ενόρασιν του νοητού, ο Στηθάτος προχωρεί εις την ενόρασιν του υπερνοητού. Δυνάμεθα να αποφανθώμεν ότι ο μέγας ούτος μυστικός επιχειρεί να ενσωματώση όλας τα μυστικιστικάς τάσεις της αρχαίας φιλοσοφίας εις τον Χριστιανικόν μυστικισμόν φροντίζων να μην προσκρούει εις τα δόγματα. Δια να επιχειρήση μια τοιαύτην ενσωμάτωσιν ήτο γνώστης της παλαιάς φιλοσοφίας και είχε προικισθεί με ισχυράν φιλοσοφικήν διανόησιν δυναμένη να διακρίνη και να ταξιθετή ορθώς τα παραδεδομένας δοξασίας.
Με την άνοδον της δυναστείας των Κομνηνών κατά τον δωδέκατον αιώνα η πνευματική κίνησις εμφανίζεται ως λογοτεχνική αναγέννησις εκπροσωπούμενη από τους ιστορικούς Νικηφόρον και Βρυένιον, Άνναν την Κομνηνήν, Κίνναμον, και Νικήταν τον Ακομινάτον. Η άνθησις αυτή της ιστοριογραφίας μαρτυρεί ότι η εποχή εκείνη είχε πλήρην συνείδησιν της ιστορικής της αποστολής ήτις συνίστατο εις την ανασύνδεσιν του συγχρόνου βίου με τας ιστορικάς ρίζας του τας εγκειμένας εις το Ελληνικόν παρελθόν. Άνευ της τοιαύτης αναδρομής εις τας εθνικάς ρίζας ο μεσαιωνικός Ελληνισμός θα έχανε την εθνικήν και πολιτικήν του ανθυποστασίαν και θα συνεχωνεύετο με τους λοιπούς Χριστιανικούς λαούς. Η αναγέννησις ταύτη πρέπει να αποδοθή εις ενστικτώδη αντίδρασιν του Ελληνικού έθνους, το οποίον προαισθανόμενον την επερχόμενη εκ δυσμών και ανατολών θύελλαν, ηθέλησε να στερεωθή επί του πάτριου πνευματικού εδάφους. Εις την τοιαύτην κίνησιν λαμβάνει ενεργόν μέρος και ο κλήρος. Τέσσαρες μητροπολίται, ο Ευστράτιος Νικαίας οπαδός του Αριστοτέλους, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο Γρηγόριος Κορίνθου και ο Μιχαήλ ο Ακομινάτος πρωταγωνιστούν δια την πνευματικήν αναγέννησιν. Εκτός τούτων ο Θεόδωρος Σμύρνης, ο Μιχαήλ Φιλιππουπόλεως, ο Νικόλαος Μεθώνης ήταν μητροπολίται πρωτοστατούντες εις την κίνησιν τούτην συνεπικουρούμενοι εκ των Θεοδώρου Προδρόμου και του Ευθυμίου Μαλάκη.
Τα φιλοσοφικά έργα του Ευστρατίου Νικαίας διευκόλυναν την επικράτησιν του Αριστοτελισμού εν τη Δύσει. Ο Θεόδωρος Σμύρνης διεδέχθη τον Ιωάννην τον Ιταλόν εις την έδρα της φιλοσοφικής ενταύθα σχολής με σαφείς πλατωνικές κατευθύνσεις. Το αυτόν παρατηρούμεν και εις τον Μιχαήλ Φιλιπουπόλεως όστις υπήρξε διδάσκαλος εις την πατριαρχικήν σχολήν επί Ιωάννου του Κομνηνού (1118-1143). Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος εξυμνεί τον Μιχαήλ ως δεύτερον Πλάτωνα. Ο Νικόλαος Μεθώνης τυγχάνει ο αξιολογότερος εκ των φιλοσοφούντων Θεολόγων του 12ου αιώνος. Ούτος χρησιμοποιώντας φιλοσοφικά επιχειρήματα καταπολέμησε τις αιρέσεις των Ευχιτών των Βοβομίλων και του Σωτηρίχου Παντεύγενου. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης έλαβε τον εκεί αρχιεπισκοπικόν θρόνον το 1174. Προσέφερεν ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις την φιλολογίαν δια των σχολίων, άτινα έγραψεν εις τον Όμηρον και τον Πίνδαρον.
Άξια να μνημονευθή είναι η συμβολή εις τας φιλολογικάς σπουδάς η γενομένη υπό του επισκόπου Κορίνθου Γρηγορίου, όστις κατέλιπεν αξιολογότατην συγγραφήν περί διαλέκτων και συντάξεως. Οι επίσκοποι του 12ου αιώνος που προαναθέρθησαν ήσαν βαθείς γνώσται της Ελληνικής φιλολογίας και συνήθιζον να αναφέρονται εις γεγονότα της Ελληνικής ιστορίας και να κάμνουν χρήσιν των θρύλων της μυθολογίας.
Κατά τον 13ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Δούκας Βατάτσης (1225-1254) φρόντισε να ιδρυθούν σχολεία εις όλας τα πόλεις της επικρατείας του. Βοηθόν του εις την προσπάθεια του τούτην είχε τον Νικηφόρον Βλεμμύδην. Ούτος εμερίμνησε δια την διάσωσιν και περισυλλογήν των αρχαίων χειρογράφων. Μετά την επανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως (1261) ανεσυστήθη το εκεί Πανεπιστήμιον και ελειτούργησε μέχρι το 1453. Εις την ανώτατην αυτήν σχολήν εδιδάσκοντο αι επιστήμαι, η ρητορική, η φιλοσοφία και το δίκαιον. Το ενδιαφέρον δια την παιδείαν συνεχίζεται αμείωτον μέχρι των τελευταίων στιγμών της ζωής της αυτοκρατορίας, καίτοι αυτή διήρχετο δια τρομερών περιπετειών. Όχι μόνον δεν υφίστατο με την πάροδον του χρόνου χαλάρωσιν, αλλά ενεφανίζετο ισχυρότερον. Τοιουτοτρόπως κατορθώθη ώστε να ανασυγκροτηθή το έθνος πνευματικώς και να ευρεθή οπλισμένον με την πίστην προς τον εαυτόν του και την παράδοσιν του, ήτις το συνεκράτησε κατά την εποχήν της τουρκοκρατίας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197-1272) υπήρξε εκ των σπουδαιοτέρων εργατών της παιδευτικής αναγεννήσεως ήτις εσημειώθη εις το Ελληνικόν κράτος της Νικαίας. Ευρητάτης μαθήσεως ιερομόναχος ίδρυσε παρά την Έφεσον μοναστήριον. Καίτοι προσεκλήθη επανελημένως να καταλάβη τον πατριαρχικόν θρόνον επροτίμησε να διαβιώσει ως μοναχός. Τα φιλοσοφικά του έργα έχουν συνταχθή δια να αποτελέσουν διδακτικά εγχειρίδια. Επεδίωκε διδακτικούς σκοπούς και δια τούτο προσπαθεί να εναρμονίση τα αριστοτελικάς προς τας πλατωνικάς απόψεις. Επίστευεν ότι η βάσις επί την οποίας θα στηριχθεί η παιδεία είναι η μόρφωσις του παιδιού  εις ηθικήν προσωπικότητα. Έγραψεν σύνοψιν της αριστοτελικής φιλοσοφίας διότι εφρόνει ότι το μάθημα τούτο γυμνάζει την σκέψιν των νεαρών. Αναζεί ούτω εις την Νίκαιαν δια μίαν εισέτι φοράν η ιδέα του εκπαιδευτικού κράτους όπως το ήθελον ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και αποτελεί βάσιν δια την περαιτέρω επιβίωσιν του Ελληνικού έθνους.
Μαθηταί του Βλεμμύδη υπήρξαν ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) ο λόγιος και ο αυτοκράτωρ της Νικαίας Θεόδωρος ο Β΄ Λάσκαρης, όστις εβασίλευσεν κατά τα έτη (1254-1258) και ησχολήθη με τας θεολογικάς και φιλοσοφικάς μελέτας. Εις τους σπουδαιοτέρους φορείς της ανθρωπιστικής αναγεννήσεως πρέπει να ταχθή και ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310). Έγραψεν επιτομήν εις σύμπασαν την φιλοσοφίαν του Αριστοτέλους την οποίαν ο ίδιος ονομάζει «Φιλοσοφίαν». Τον αριστοτελισμόν εκπροσωπεί ο Νικηφόρος Χούμος (1261-1327) μαθητής του πατριάρχου Γρηγορίου Κυπρίου. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1262-1332) είναι ο μεγαλύτερος πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγεννήσεως του 15ου αιώνα. Έλαβε το αξίωμα του «μεγάλου λογοθέτου» ήτοι πρωθυπουργού επί αυτοκράτορος Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Εχαρακτηρίσθη «βιβλιοθήκη έμψυχος». Υπήρξε πάντων φιλοσόφων θιασώτης ιδιαιτέρως δε του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος. Πλούσιον το συγγραφικόν του έργον υπερβαίνει τας 120 πραγματείας. Μία εκ των ευγενεστέρων φυσιογνωμιών μεταξύ όλων των αντιπροσώπων του Ελληνικού μυστικισμού υπήρξε και ο Νικόλαος Καβάσιλας (1302-1371). Επί της επισκοπείας του θείου του Νείλου εν Θεσσαλονίκη επέδειξε πλούσιαν κοινωνικήν δράσιν ενταύθα. Ο Γεννάδιος Σχολάριος όστις έλαβε πρώτος τον πατριαρχικόν θρόνον μετά την άλωσιν ήτο οπαδός της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Πλουσιότατο το συγγραφικόν του έργον, πολεμικόν κατά των δυτικών και διαλογικόν έναντι του Ισλαμισμού. Δια των ενεργειών του έμεινε ανοικτόν το πανδιδακτήριον της Κωνσταντινούπολης η Μεγάλητου Γένους Σχολή.
Κατά τον Γάλλο ιστορικό της φιλοσοφίας Αιμ. Μπεγιέ η συνέχεια της Ελληνοχριστιανικής φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθή στην Ρωσίαν των Τσάρων. Είναι αδιαμφισβήτητος η κατά τον 16ο αιώνα επίδρασις επί της ρωσικής θεολογίας του Μαξίμου του Γραϊκού. Δεν περιορίσθη όμως η επίδρασις της Ελληνοχριστιανικής φιλοσοφίας μόνον εις την ρωσικήν περιοχήν αλλά εξεχύθη και εις την Ιταλίαν, ασκήσασα συμβολήν δια την αναγέννησιν του ανθρωπιστικού πνεύματος.
ΕΚΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας η Ελληνική φιλοσοφική διανόησις είχε τεθή εις την πρωτοπορίαν της όλης ευρωπαϊκής πνευματικής κινήσεως. Οι πλείστοι των λογίων ετράπησαν εις την Ιταλίαν και τας άλλας χώρας. Συνεπώς η πνευματική καθοδήγησις του λαού έμεινεν εις τας χείρας της Εκκλησίας. Ο αγών τον οποίον είχε να διεξαγάγει αυτή ήτο πολυμέτωπος. Έπρεπε να αποκρούση την προσηλυτιστική δράσιν εκ μέρους της Δυτικής κατ’ αρχάς Εκκλησίας και κατά τον 17ον αιώνα την του Προτεσταντισμού επίθεσιν. Συγχρόνως δε ήτο υποχρεωμένη να κρατή ακοίμητον την παθητικήν του λαού αντίστασιν κατά του κατακτητού. Εχρησιμοποίησε την παιδείαν ως όργανον συνοχής του έθνους, με το σύνθημα η παιδεία θα πραγματοποιήσει την απελευθέρωση του γένους. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή ή Πατριαρχική Σχολή ταύτισε τοσούτον την παιδευτική με την θρησκευτικήν παράδοσιν ώστε εις τα τοιχογραφίας αρκετών ναών να απεικονίζονται και αι μορφαί του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους μεταξύ των Αγίων. Σημαντικοί φιλοσοφικαί προσωπικότηται των αιώνων της Τουρκοκρατίας ήσαν ο Θεόφιλος ο Κορυδαλεύς (1563-1646), ο Ευγένιος ο Βούλγαρης (1717-1806) και οι πατριάρχες Κύριλλος ο Λούκαρης (1572-1638) και Ιερεμίας ο Τρανός».
Τα όσα κατατέθηκαν άνωθι εκ του «Νεώτερου Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού ‘Ήλιος’» είναι μια σύντμησις όσων ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και εγράφοντο εκεί. Ελησμόνησαν οι γράψαντες να επισημάνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων καταγράψανε και καταγράψαμε είναι Άγιοι της Εκκλησίας. Ελησμόνησαν επίσης τα ονόματα πολλών Ορθοδόξων Χριστιανών που έπραξαν όμοια με όσους κατέγραψαν και ήταν Άγιοι. Κάποιους εξ αυτών θα τους καταγράψουμε στο δεύτερο κεφάλαιο εμείς. Ουδείς τέλειος ούτε και εμείς δι’ αυτό οφείλουμε να συγχαρούμε τους ανθρώπους του «Λεξικού ‘Ήλιος’» για την προσπάθεια που κατέβαλαν. Εμείς συμπερασματικά θα προσθέσουμε ότι δια του Χριστιανισμού εσώθη μέγα μέρος της κληρονομιάς μας εκ των αρχαίων μας προγόνων και ο Χριστιανισμός δια της ενώσεως του μετά του Ελληνισμού αποτέλεσε και αποτελεί την μόνην διέξοδον κάθε ανθρώπου για κάθε πνευματική και μεταφυσική του αναζήτηση, είναι δε ο μόνος δρόμος προς τον Θεόν. Το τελευταίον δεν είναι απλώς συμπέρασμα αλλά απόφθεγμα εκ της πίστεως μας προς τον Θεόν.
Μετά την απελευθέρωση του Γένους, για να συνεχίσουμε την ιστορική αναδρομή, μεγάλη προσωπικότης των γραμμάτων ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων. Ανετέθη εις αυτόν εκ του Ιωάννη Καποδίστρια η αναδιοργάνωσις του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο ευσεβέστατος αυτός άνδρας έδωσε βάση πρώτον στις πρώτες βαθμίδες της εκπαιδεύσεως λόγω του χαμηλού βιοτικού επιπέδου και της ελείψεως χρημάτων με σαφή προσανατολισμό τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, κατά τις εξαγγελίες του μεγάλου Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Λίγα έτη μετά ιδρύθη το 1837 το πρώτο πανεπιστήμιο εν Αθήναις επί Βασιλέως Όθωνος. Έκτοτε τα Ελληνικά γράμματα όσον το επέτρεπαν οι συνθήκες εγνώριζαν από καιρού εις καιρόν ιδιαιτέραν άνθησιν και πτώσιν. Τούτο διότι το έθνος εστράφη περισσότερον εις την απελευθέρωσιν εδαφών και πολεμικές επιχειρήσεις και τούτο έγινε διότι ήταν επιβεβλημένον εκ των καιρών. Το έθνος εγνώρισε δόξες και καταστροφές που επηρέασαν σαφέστατα και την πορεία της παιδείας. Μέγιστο ρόλο στην παιδεία έπαιξε και η Εκκλησία δια των ιερέων δασκάλων οι οποίοι εδίδαξαν την ηθική και τον Χριστιανισμό όσον μπορούσαν αναλόγως των μορφωτικών των δυνάμεων οι οποίες ήταν ανάλογες με τις δυνάμεις που είχε το Κράτος και η Εκκλησία.
Μετά την απελευθέρωση του 1940 η ακατάλυτη πνευματική παράδοσις του Ελληνισμού ενώ όφειλε να ανθίσει και πάλι δια του κοσμοθεωρητικού πλαισίου το οποίον στηρίζεται στις αντιλήψεις της αιωνόβιας ελληνοχριστιανικής φιλοσοφικής παραδόσεως και βίου, δυστυχώς, έμεινε στάσιμη, με συνέπεια να βρουν χώρο οι αντίπαλες δυνάμεις και να αφαιρέσουν την διδασκαλία ακόμα και των αρχαίων ελληνικών εκ των σχολείων. Κατεργήθη η εκλεπτυσμένη καθαρεύουσα και επεβλήθη το μονοτονικόν σύστημα γραφής, και ετούτο ήταν το ολιγότερον. Δεν τίθενται υπόψιν των μαθητών ως πρότυπα οι μεγάλοι μας αρχαίοι πρόγονοι και τα μεγάλα αναστήματα των Αγίων μας προς ηθικήν κατεύθυνση των νέων, ούτε τα συγγράμματα των επ’ ωφελεία των μαθητών παρά μόνον μία στείρα τεχνολογική γνώση η οποία δεν πλάθει τον άνθρωπο ηθικώς. Η συνέπεια των άνωθι θα είναι δυστυχώς η απομάκρυνση των νέων από ορθά ηθικά πρότυπα και η παρεκτροπή των θα είναι μόνιμος από τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, τα οποία ως διαπιστώνουμε μετά βαθυτάτου προβληματισμού απασχολούν ελαχίστους πλέον.
Είναι πλέον μεγίστη ανάγκη να συνενωθούν οι υγιείς δυνάμεις του πνευματικού κόσμου του έθνους για να εξέλθει εκ του πνευματικού τέλματος το γένος. Ίδωμεν θα μπορούσαμε να πούμε αλλά προτιμότερα είναι τα ρήματα σχεδιάσωμεν και πράξωμεν, κατά τα πρότυπα όσων μεγάλων ανδρών αναφέρθησαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΤΑ ΛΕΧΘΕΝΤΑ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΜΑΣ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΜΕΝΩΝ ΔΙΑ ΤΑ ΟΣΑ ΕΙΠΩΘΗΚΑΝ ΕΚ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΗΜΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑ ΟΣΑ ΣΥΝΑΔΟΥΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΔΟΞΑΣΙΩΝ.
ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
Εγεννήθη λίγα έτη προ της Ελεύσεως του Κυρίου, εις την Ταρσό της Κιλικίας. Κατάγετο εκ ευγενούς εβραϊκής οικογενείας της φυλής του Βενιαμίν. Εις νεαρά ηλικία διδάχτηκε την Ελληνική σοφία και εκπαιδεύτηκε εις τους προβληματισμούς και εις τις λαμπρές σκέψεις των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα κατηχήθηκε εκ του Γαμαλιήλ εις την εβραϊκή αίρεση των Φαρισαίων. Εξ αυτών οδηγήθει εις τον αυστηρό ζηλωτισμό του Μωσαϊκού Νόμου και κατεδίωξε με φανατισμό τους Χριστιανούς, πρωτοστατούσε μάλιστα στους φόνους και τους διωγμούς των Χριστιανών.
Η μεγάλη μύηση του στον Χριστιανισμό έγινε εκτός του φυσικού πεδίου. Μετέφερε Χριστιανούς αιχμαλώτους από την Δαμασκό εις τα Ιεροσόλυμα και στο μέσον της διαδρομής φως υπέρλαμπρον ξεχύθηκε σε όλη την περιοχή και ακούσθη η Φωνή του Κυρίου που του έλεγε γιατί με διώκεις. Έκτοτε μετεστράφη εις τον Χριστιανισμό και έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του. Χιλιάδες χιλιόμετρα διένυσε για να κηρύξει, αναρίθμητοι αυτοί που βάπτισε, πολλά και μεγάλα τα θαύματα που έγιναν δι’ αυτού εκ θεού και τέλος απέκτησε πολλούς εχθρούς. Κυριότερος εχθρός του ο Νέρωνας ο οποίος ανάμενε την στιγμή να τον συλλάβει όσο συνέχιζε το έργο του, εις το οποίο μέγα εμπόδιον ήταν οι εβραίοι όπου και συνωμότησαν εναντίον του και τον συνέλαβαν. Τον οδήγησαν ενώπιον του συνεδρίου των, τον ανάγκασαν να απολογηθεί ενώπιον των και τέλος τον οδήγησαν στους Ρωμαίους οι οποίοι και τον φυλάκισαν εις Ιεροσόλυμα επί διετίαν. Προ των γεγονότων αυτών μετείχε εις την Αποστολική Σύνοδο όπου διαμόρφωσε και αυτός τα της λειτουργίας της Εκκλησίας. Εν μέσω κακουχιών συνέχισε το κήρυγμα ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως σκηνοποιός προς οικονόμησιν των απαραιτήτων. Λιθοβολήθη εκ των Ιουδαίων εις το Ικόνιον και κατόπιν εις τα Λύστρα εκ των προαναφερθέντων οι οποίοι παντού λειτουργούσαν με κάθε τρόπο εναντίον του. Μετά την φυλάκησιν του εις Ιεροσόλυμα μετεφέρθη εν μέσω πολλών περιπετειών ακτοπλοϊκώς εις Ρώμην όπου και απελευθερώθει μη ευρισκόμενον εκ των Ρωμαίων αδίκημα να έχει διαπράξει εμπιπτόμενο εις τον Ρωμαϊκό Νόμο. Τότε επιχείρησε την τελευταία του αποστολική πορεία. Το 64 μ.Χ. διαβληθείς και πάλι εκ των συμπατριωτών του συνελήφθη. Ο Νέρωνας εφεύρε αδίκημα του και διέταξε τον αποκεφαλισμό του, όπερ και εγένετο. Θα σταθούμε εις τα λεγόμενα του Αγίου, όταν εκύρηξε εις τους Αθηναίους από το βήμα του Αρείου Πάγου, τα οποία καταγράφονται εις τις «Πράξεις» και εις το ΙΖ΄ κεφάλαιον. Εκτός τούτο θα δούμε και τι καταμαρτυρεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εις το έργο του «Στρωματείς» δια τον Άγιο Απόστολο Παύλο.
«ΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ» ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄ ΣΤΙΧΟΙ 16-28
«Εν δε ταις Αθήναις εκδεχομένου αυτούς του Παύλου παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν. Διελέγετο μεν ουν εν τη συναγωγή τοις Ιουδαίοις και τοις σεβομένοις και εν τη αγορά κατά πάσαν ημέραν προς τους παρατυγχάνοντας. Τίνες δε των Επικουρείων και των Στοϊκών φιλοσόφων συνέβαλλον αυτώ, και τίνες έλεγον˙ τι αν θέλοι οι σπερμολόγος ούτος λέγειν; Οι δε ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο αυτοίς. Επιλαβόμενοι τε αυτού επί τον Άρειον πάγον ήγαγον λέγοντες˙ δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αυτή η υπό σου λαλούμενη διδαχή; Ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών˙ βουλόμεθα ουν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι. Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ευκαιρούν η λέγειν τι και ακούειν καινότερον. Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου έφη˙ άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ. Διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω θεώ. Ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλων υμίν. Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύευται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα˙ εποίησε τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών, ζητείν τον Κύριον ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα. Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν ως και τινές των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι˙ του γαρ και γένος εσμέν».
Βλέπουμε εδώ ότι ο Παύλος ευρισκόμενος εν Αθήναις το πνεύμα αυτού ηρεθίσθει και εξοργίσθει βλεπόμενο την πόλη γεμάτη είδωλα. Ενώ επισκέφθη την Συναγωγή των Αθηνών και μίλαγε με τους εκεί Ιουδαίους τον συνάντησαν Έλληνες φιλόσοφοι. Τούτοι παρεξενεύτηκαν από τα λεγόμενα του και του ζήτησαν να μάθουν πιο αναλυτικά τα διδάγματα του. Του είπαν μάλιστα να διδάξει από του βήματος του Αρείου Πάγου εις τους Αθηναίους οι οποίοι ως λέγουν καιρό δεν είχαν για τίποτε άλλο παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν κάτι νεώτερον από όσα ήδη γνώριζαν. Εκεί ο Άγιος τους αναφώνησε, ω! άνδρες Αθηναίοι σαν πιο ευλαβέστερους καθ’ όλα και πιο θρήσκους από πολλούς άλλους σας βλέπω. Τούτο το λέγω διότι περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλεως και βλέποντας τους ναούς σας βρήκα και έναν βωμό που είχε την επιγραφή εις τον άγνωστο Θεό.
Αυτόν λοιπόν τον Θεό που λατρεύεται χωρίς να τον γνωρίζεται θα σας κηρύξω. Όσα τους κήρυξε από εκείνο το χρονικό σημείο ως το σημείο των Πράξεων που παραθέτουμε όλα είχαν ειπωθεί όπως θα δούμε εις την διάρκεια του πονήματος τούτου εκ των Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών κάτι το οποίον ομολογεί και ο ίδιος ο Άγιος λέγοντας «ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι». Αργότερα φυσικά τους μίλησε για την ανάσταση των νεκρών, και εκεί εδιχάσθει το ακροατήριον του, σε υποστηριχτές του, και σε ανθρώπους οι οποίοι έφυγαν διαμαρτυρόμενοι. Σε αυτούς που επείσθησαν και έμειναν ήταν και ο Διονύσιος ο Αρειοπαγίτης ο μετέπειτα επίσκοπος Αθηνών και Άγιος. Το αξιοπερίεργο είναι ότι σε όσα είπε ο Άγιος από του Αρείου Πάγου εν και μόνον διέφερε εκ των όσω εγνώριζαν οι Αθηναίοι, το θέμα της Αναστάσεως. Τα υπόλοιπα ήταν όλα δοξασίες και των Αθηναίων που ήταν μονοθεϊστές όσοι εξ αυτών ήσαν ήδη. Τούτο το στοιχείο ήταν που έπεισε πολλούς οι οποίοι τον ακολούθησαν και του ζήτησαν να τους βαπτίσει. Όσον αφορά τον Ναό ή βωμό που βρήκε ο Άγιος με την επιγραφή «Τω Αγνώστω Θεώ» ο Μέγας Αθανάσιος μας λέγει όπως θα δούμε κατόπιν πώς ευρέθη εκεί και γιατί.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εις το έργο του «Στρωματείς» που βρίσκεται στην «Ελληνική Πατρολογία» στον τόμο Νο 8 μας λέγει κάτι για τον Άγιο Παύλο το οποίον δεν βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη ή κάπου αλλού και ως εκ τούτου το παραθέτουμε μη διασταυρούμενον εξ άλλης πηγής. «Δηλώσει προς τω Πέτρου κηρύγματι, ο απόστολος λέγων Παύλος. Λάβετε και τας Ελληνικάς βίβλους, επίγνωτε Σίβυλλαν, ως δηλοί έναν Θεόν και τα μέλλοντα έσεσθαι˙ και τον Υστάσπην λαβόντες ανάγνωτε και ευρήσετε πολλώ τηλαυγέστερον και σαφέστερον γεγραμμένον τον υιόν του Θεού, και καθώς παράταξιν ποιήσουσι των Χριστώ πολλοί βασιλείς μισούντες αυτόν». Ο Άγιος δηλώνει συμπληρωματικά με τα όσα είπε ο Άγιος Πέτρος στους ακούοντες το κήρυγμα αυτού, τα πολύ τολμηρά που ήδη αναγνώσαμε, και μάλιστα όχι μόνο παροτρύνει τους παριστάμενους να διαβάσουν τα γραπτά της Σιβύλλης και του Υστάσπη, αλλά τους λέγει ότι εκεί θα βρούνε με περισσότερη σαφήνεια γεγραμμένο τον Κύριο Υμών Ιησού Χριστό.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ο Άγιος Διονύσιος εγεννήθη το 9μ.Χ. εν Αθήναις. Εκ ευπόρου οικογενείας καταγόμενος έλαβε εξαιρετικά υψηλή μόρφωση και ταξίδεψε σε πολλές χώρες προς εμπλουτισμόν των γνώσεών του. Τα προαναφερθέντα συνηγόρησαν ίνα λάβει το υψηλό αξίωμα του αρεοπαγίτου δικαστού άμα τη ενηλικιώσει του, εις το τριακοστόν έτος. Το 52μ.Χ. όταν ο Άγιος Απόστολος Παύλος εδίδαξε εν Αθήναις τα περί Ιησού Χριστού εις τους προγόνους ημών ο Άγιος ήταν παρών και ήταν εξ αυτών που επίστευσαν ευθύς εις το κήρυγμα του Αποστόλου. Η ευγενής μορφή του οι γνώσεις του και η ευσέβεια του αναγνωρίσθησαν εκ των Αθηναίων Χριστιανών οι οποίοι τον εξέλεξαν επίσκοπο Αθηνών αμέσως μόλις απεβίωσε ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών ο Ιερόθεος. Ήταν ο άνθρωπος που εδραίωσε τον Χριστιανισμό στην Αθήνα το μέγα κέντρον του Ελληνισμού και αυτό το έπραξε με σύνεση, δίχως ακρότητες, και εκμεταλευόμενος τα όσα εκ των Ελλήνων φιλοσόφων συνάδαν με τα του Χριστιανισμού και αυτά ήταν ουκ ολίγα. Μία παράδοσις αναφέρει πως όταν Σταυρωνόταν ο Χριστός ο Άγιος ευρισκόμενος εν Ηλιουπόλει Αλεξανδρείας μετά του φιλοσόφου Απολοφάνη είδε να σκοτεινιάζει ο Ήλιος. Το φαινόμενον αυτό δεν μπόρεσε να εξηγηθεί λογικά και ο Άγιος είπε «Ή η φύσις αλλιούται ή ο Θεός πάσχει». Το 96 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Δομιτιανού οι διώκτες του Χριστιανισμού παρέδωσαν τον Άγιο στην πυρά όπου και βρήκε φριχτότατο θάνατο λαβαίνοντας και τον στέφανο του Μάρτυρος. Εκ του αψύχου σώματος του οι δήμιοι του απέκοψαν και την κεφαλήν.
Το συγγραφικό του έργο άσκησε μεγάλη επίδραση εις τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς Αγίους και μη, εις Ανατολή και Δύση. Εις ένα εκ των πολλών συγγραμμάτων του, το «Περί θείων ονομάτων», του οποίου τμήμα παραθέτουμε εν συνεχεία, ο Άγιος αναπτύσσει το πώς οι παλαιότεροι του προσπαθούσαν να περιγράψουν και να ονοματίσουν το θείον. Οι ιεροί λόγιοι που συχνά αναφέρει τους οποίους μάλιστα χαρακτηρίζει θεολόγους δεν είναι άλλοι από τους φιλόσοφους που ασχολήθηκαν με το Θείον. Την ονομασία που έδωσε ο Πλάτων στο Θείον και δεν είναι άλλη από το «Αγαθόν» την χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Άγιος διότι ως είναι φυσικόν μεγάλωσε μελετώντας τα έργα του μεγάλου Έλληνος φιλοσόφου. Επηρεασθής ο Άγιος την χρησιμοποιεί και αυτός πολύ προσεκτικά καταφέρνοντας να σταθεί εντός της Χριστιανικής θέσεως περί του χαρακτηρισμού και ονομασίας του Θεού. Η χρήσις του «ημών» εις κάθε αναφορά σχεδόν σε λόγιους και θεολόγους είναι ενδεικτική του πόσο εξετίμα τους προγόνους του και προγόνους μας, διότι όταν λες «οι δικοί μας» δεν μπορείς να αναφέρεσαι σε λόγιους άλλων εθνών πρώτον και δεύτερον θέλεις να προβάλλεις τις οικείες πνευματικές θέσεις σε τρίτους που μπορεί να μην είναι και ομόφυλοι.
Φωτ. 1
Εις τον τόμον 3 της «Ελληνικής Πατρολογίας» βρήκαμε το έργο του εν Αγίοις Πατρός ημών Διονυσίου του Αρειοπαγίτου «Περί θείων ονομάτων» εκδόσεως 1857.
Φωτ.2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9
ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Ο πολύ μεγάλος αυτός αγωνιστής της Ορθοδοξίας γεννήθηκε το 295μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Το 328 εξελέγη πανηγυρικώς Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Από την στιγμή εκείνη και μετά έγινε ο άνθρωπος που πάνω του σκόνταφταν όσοι αιρετικοί τω καιρώ εκείνω θέλησαν να καταλύσουν τα δόγματα της Εκκλησίας. Ο Άρειος και οι συν αυτώ τον φθόνησαν σφόδρα και έπεισαν τον Μέγα Κωνσταντίνο να «συνετίσει» εις τα δόγματα αυτών τον Άγιο. Ο Άγιος όμως δεν τρόμαξε και δεν έκανε πίσω ούτε και μπροστά στον μεγάλο αυτόν Αυτοκράτορα με άμεση συνέπεια να εξορισθεί. Δεν πτοήθηκε ουδόλως και με την βοήθεια του Μέγα Αντωνίου και άλλων Ορθοδόξων Ιεραρχών δικαιώθηκε και επανήλθε στον θρόνο του αμέσως μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορος. Το σκηνικό όμως επαναλήφθει και επί αυτοκράτορος Κωνστάντιου επαναεξορίσθει, αφού ο αυτοκράτωρ επείσθη εκ των Αρειανών. Χάρη στην βοήθεια του Πάπα Ιουλίου και του αδελφού του αυτοκράτορος εδικαιώθη και επανήλθε αγωνιστικότερος στον θρόνο του. Οι δοκιμασίες όμως δεν είχαν τέλος και μετά τον θάνατο του Κώνστα ο Κωνστάντιος τον επανεξόρισε. Ο Άγιος όμως δεν πτοήθηκε ουδόλως και συνέχισε αν και συνεχώς κυνηγούμενος τον Ιερό του αγώνα. Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος επανήλθε στον θρόνο του. Ήταν όμως αυτήν την φορά η σειρά του αυτοκράτορος Ιουλιανού να τον εξορίσει. Ο λόγος ήταν οι στηλιτευτικές επιστολές που του έστειλε ο Άγιος και το ότι βάφτιζε Χριστιανούς ανθρώπους που πριν ήταν ειδωλολάτρες. Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού ο Άγιος επανήλθε στην θέση του. Ο τέταρτος αυτοκράτορας που τον εφθόνησε εξαιτίας των Αρειανών ήταν ο Ουάλης όπου μάλιστα έστειλε και ανθρώπους να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος απεμακρύνθη και πάλι εκ της θέσεως του όμως για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Χάρη στην παρέμβαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευάργιου επανήλθε στην θέση του και έκτοτε εποίμανε εν ειρήνη τον λαό της Αλεξανδρείας.
Ο Άγιος παρόλα τα όσα έπαθε εξαιτίας των ειδωλολατρών και των Αρειανών το μόνο που έκανε ήταν να στηλιτεύει δια επιστολών τις πλάνες τους. Παρότι εστράφη κατά της πλάνης των ειδωλολατρών και κάποιοι σήμερα τολμούν να τον χαρακτηρίζουν ανθέλληνα ο Άγιος μας άφησε και μια επιστολή η οποία είναι μνημείο αγάπης προς τα άξια τέκνα της Ελλάδος. Είναι η «Εξηγητικόν περί του εν Αθήναις ναού» όπου σ’ αυτήν μας λέγει για τον ναό που βρισκόταν στην Αθήνα και ήταν αφιερωμένος στον Άγνωστο Θεό. Είναι ο Ναός για τον οποίο μίλησε και ο Άγιος Απόστολος Παύλος όταν κήρυξε στους Αθηναίους από το βήμα του Αρείου Πάγου. Η φράση του Μεγάλου Αθανασίου «Ω Ελλήνων παίδες» είναι χαρακτηριστική πέραν των όσων θαυμασίων μας εξιστορεί. Η γραφίδα λοιπόν στον Άγιο.
Φωτ. 10
Εις τον τόμον 28 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1887 βρήκαμε το έργο του Μεγάλου Αγίου Αθανασίου «Εξηγητικόν περί του εν Αθήναις ναού».
Φωτ. 11, 12,
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΝΑΟΥ
Περί τοῦ ναοῦ, καὶ περὶ τῶν διδασκαλείων, καὶ τῶν θεάτρων τῶν ἐν Ἀθήναις.*
* Κατὰ τὴν ἔκδοσιν J.P. Migne, Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca, τ. 28, σελ. 1428.
Τοὺς τὰς θείας Γραφάς μὴ ἐπισταμένους, ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως, πεῖσαι ὀφείλομεν περὶ θεογνωσίας λέγειν. Ὁρῶμεν γάρ τινας οὐσίας ἐν τῇ κτίσει οὐ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ ὑπὲρ φύσιν μετ’ ἀλλήλων ὑπηρετούσας˙ οἷόν τι λέγω, φύσις ἡ τῶν ὑδάτων, οὐσία ῥευστὴ καὶ κατωφερὴς ὑπάρχει, πῶς ὁρῶμεν τοὺς λεγομένους σίφωνας ἐκ τῆς θαλάσσης ὕδωρ πρὸς τὰς νεφέλας ἀνάγοντας˙ τὸ δὲ θαυμαστὸν ῥητὸν τὸ ἁλμυρὸν ἀνερχόμενον, γλυκὺ ἐπὶ γῆς διὰ τὸν ὄμβρον κατέρχεται; Πῶς δὲ πάλιν ἡ τῶν σωμάτων φύσις βολιστική κατὰ φύσιν ὑπάρχουσα, ὁρᾶται ἀβόλιστος, καὶ ἄδυτος ἐν τοῖς ὕδασι καὶ πυρὸς ἐναντία ἡ φύσις ὑπάρχουσα, ἐν τῷ ἅμα ἦν, ὅτε ἐν Λυκίᾳ τῷ ὄρει τῷ λεγομένῳ Ὀλύμπῳ καθὼς μυριάδες ἀνδρῶν ἑωράκασι, καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἐκείνων βλέπουσι˙ καὶ ἄλλα παράδοξα ἐν τῇ κτίσει θεωρούμενα, καὶ θαυμαζόμενα, ἅτινα οὐκ ἄν οὕτως ὑπέρ φύσιν γενέσθαι ἔμελλον, εἰ μὴ οὐσία τις Θεοῦ ἦν τούτων δεσπόζουσα, καὶ φύσιν γενέσθαι ἔμελλον, εἰ μῆ οὐσία τις Θεοῦ ἦν τούτων δεσπόζουσα, καὶ τούτοις ἐπιτρέπουσα, ἀλλήλοις μὴ ἀντιτάττεσθαι. Ὦ Ἑλλήνων παῖδες! βροντῆς στερρᾶς γινομένης, πῶς ἅπασα ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις τρέμει, φρίττει τε και ἐξίσταται, μηνύουσα διὰ τοῦ σχήματος, ὅτι ὑπὸ δεσπότου ἐστί, τοῦ τὰς βροντὰς ἐργαζομένου. Καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τοὺς ἀφελεστέρους τῶν Ἑλλήνων, ἤγουν ἀγραμμάτους, εἰς θεογνωσίαν φέροντα ὑποδείγματα. Πρὸς δὲ τοὺς παρ' αὐτοῖς σοφούς, ἐκ φιλοσόφων ἀρχαίων δυνατῶν, μαρτυρίας πολλὰς περὶ θεοσεβείας τινὲς Ἑλλήνων σοφοὶ ἔφασαν, ἀλλὰ καὶ τὴν τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίαν ἀμυδρῶς προεμήνυσαν. Καὶ γὰρ πρὸ πολλῶν χρόνων τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας, σοφός τις ὀνόματι Ἀπόλλων, θεόθεν, ὡς οἶμαι, επικινηθείς, έκτισε τον εν Αθήναις ναόν, γράψας εν αυτώ βωμώ, Ἀγνώστῳ Θεῷ. Ἐν αὐτῷ τοίνυν συνήχθησαν οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι, ἵνα περὶ τοῦ ναοῦ ἐρωτήσωσιν αὐτόν, καὶ περὶ προφητείας, καὶ θεοσεβείας, ὧν τὰ ὀνόματα ἐροῦμεν ταῦτα. Πρῶτος Τίτων, δεύτερος Βίας, τρίτος Σόλων, τέταρτος Χείλων, πέμπτος Θουκήδης, ἕκτος Μένανδρος, ἕβδομος Πλάτων. Οὗτοι οἱ ἑπτὰ φιλόσοφοι ἔφησαν τῷ Ἀπόλλωνι˙ Προφήτευσον ἡμῖν, προφῆτα, ὦ Ἄπολλον, τὶς ἐστιν ὅδε, εἶπον, τίνος ἔτι ὁ μετὰ σὲ βωμὸς οὗτος; Πρὸς οὕς ὁ Ἀπόλλων ἔφη, Ὅσα μὲν πρὸς ἀρετὴν, καὶ κόσμον ὀρρωδεῖτε ποιεῖν, ποεῖτε. Ἐγὼ γὰρ ἐφετμεύω τρισένη ὑψιμέδοντα, οὗ λόγος ἄφθεγκτος ἐν ἀδείῳ [ἀδέτῳ] κόρῃ ἔγκυμος ἔσται, ὥσπερ πυροφόρον τόξον ἅπαντα κόσμον ζωγρήσας. Πατρί, προσάξει δῶρον. Μαρία δὲ τὸ ὄνομα αὐτῆς˙ ἔστι δὲ ἡ λύσις προφητείας οὕτως... περὶ μὲν τοῦ ναοῦ ἐστιν ὁ πρῶτος λόγος. Ὅσα, φησί, πρὸς κόσμον τοῦ ναοῦ, καὶ κάλλος δυνατὸν ὑμῖν ποιῆσαι, τὰ ἀρέσκοντα τῷ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις. Ἐγὼ γὰρ ὑπολαμβάνω εἶναι ἐν τῷ οὐρανῷ τρισυπόστατον μέγαν ὕψιστον βασιλέα. Τούτου ἄναρχος Θεός, καὶ Λόγος ἐν ἀγάμῳ κόρη σαρκοῦται, καὶ ὥσπερ πυροφόρον τόξον, ἤ ὡς δυναμώτερον ἅπαντα κόσμον φανήσεται, ἁλιεύων τοὺς ἀνθρώπους, ὥσπερ ἰχθύα ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀπιστίας, καὶ ἀγνωσίας, οὕστινας προσάξει τῷ ἑαυτοῦ Πατρι δῶρον. Μαρία δὲ τὸ ὄνομα αὐτῆς. Καὶ τοῦτο μὲν προφητεύων ὁ Ἀπόλλων εἶπε. Τίτων ἔφη˙ Ἥξα ἡ ἀνίσχουσα ἡμῖν μέλλων τὸν οὐράνιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς παῖδα ἡ ἄνανδρος κόρη, κύει. Βίας εἶπεν˙ Οὗτός ἐστιν ἀπὸ οὐρανῶν βεβηκώς, φλογὸς ὑποβαλὼν ἀθάνατον πῦρ˙ ὅν τρέμει οὐρανός, γῆ τε, θάλασσα, τάρταροι, καὶ βύθιοι δαίμονες, αὐτοπάτωρ τρισόλβιος Σόλων εἶπεν˙ Ὀψέ ποτε ἐπὶ τὴν σχεδὴν ταύτην ἐλάσει Θεὸς γαῖα, καὶ δίχα σφάλματος σὰρξ γενήσεται ἀκαμάτου θεότητος, ἀνιάτων παθῶν λύσεις φοροῦσα, καὶ τούτου μικρόν γενήσεται, ἐξ αὐτοῦ δὲ ὁ αὐτὸς οὐσία, καὶ Λόγος. Θουκήδης εἶπε˙ Θεὸν σέβου καὶ μάνθανε˙ μὴ ζήτει δὲ τίς ἐστι, καὶ πῶς; Οὐ γάρ ἐστιν ὅτε οὐκ ἔστιν, ὡς ὄντα τοῦτον σέβου καὶ μάνθανε˙ Ὁ παλαιὸς νέος, καὶ ὁ νέος ἀρχαῖος˙ ὁ Πατήρ μόνος, καὶ ὁ μόνος Πατήρ˙ τὸ ἕν τρία, καὶ τὰ τρία ἕν˙ ἄσαρκον σαρκικόν. Γῆ τέτοκε τὸν οὐράνιον βασιλέα. Πλάτων εἶπεν˙ Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγαθός, οὐ πάντων εἶναι αἴτιος, ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσι. Πολλῶν δὲ ἀναίτιος˙ καὶ τῶν μὲν ἀγαθῶν οὐδὲν ἄλλο φαμὲν αἴτιον εἶναι μόνον τῶν καλῶν, κακῶν δὲ οὐκέτι. Αὖ πάλιν ἔφησαν οὗτοι οἱ ἑπτὰ καὶ εἶπον˙ Εἰ μὲν περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας, καὶ περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἄλλος δέ τις τῶν Ἑλλήνων σοφὸς μεθ' ἑτέρων τινῶν, Ἀσκηπιὸς λεγόμενος, αἰτησάντων ἑρμηνείαν τῶν πάντων φιλοσόφων φιλοσοφώτερον δοῦναι αὐταῖς λόγον περὶ Θεοῦ φύσεως˙ ὁ δὲ Ἑρμῆς λαβὼν σιφέριον ἔγραψεν οὕτως˙ Εἰ μὴ πρόνοιά τις τοῦ τῶν πάντων Κυρίου, ἔργοις κατεῖχεν, ἵνα περί τούτων ἐρωτήσηται. Οὐ γὰρ ἐφικτόν ἐστιν εἰς ἀμυήτους τοιαῦτα παρασχέσθαι μυστήρια˙ ἀλλὰ τῷ νοΐ ἀκουσάντων ἀκούσατε. Ἕν μόνον ᾖν˙ φῶς νοερόν πρὸ φωτὸς νοεροῦ, καὶ ἦν αὐτὰ ἕνωσις ἐκ τοῦ νοῦ φωτί, καὶ πνεύματι. Τὰ πάντα ἐξ αὐτοῦ, καὶ εἰς αὐτόν, εἰς γόνιμον εκ γονίμου, κατελθών ἐπὶ γονίμῳ ὕδατι ἔγκυον τὸ ὕδωρ ἐποίησεν. Οἶδας πῶς οἱ τῶν Ἑλλήνων παῖδες προεφήτευσαν, καὶ τὸν προάναρχον Θεὸν, καὶ τὸν συνάναρχον αὐτοῦ Υἱόν, καὶ Λόγον, καὶ τὸ σύνθρονον αὐτοῦ καὶ ὁμοούσιον Πνεῦμα προεκήρυξαν καὶ τὰ τίμια τοῦ σταυροῦ πάθη προεκήρυξαν˙ αὐτῷ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Η μετάφραση του προηγηθέντος κειμένου έχει ως εξής:
Αυτούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν καλά τας Θείας γραφάς, από την ιδίαν λοιπόν την φύσιν των πραγμάτων, οφείλομεν να πείσωμεν ώστε να ομιλούν δια την Θείαν γνώσιν. Διότι βλέπομε μερικάς ουσίας εις την δημιουργίαν να είναι όχι συμφώνως προς την φύσιν τους, αλλά υπεράνω της φύσεως τους να υπηρετούν η μία την άλλην˙ ως παράδειγμα αναφέρω, την φύσιν των υδάτων, η οποία ως ουσία ρευστή και καθοδική υπάρχει, πως βλέπουμε τους λεγομένους στροβίλους από την θάλασσα να οδηγούν το νερό άνω προς τα νεφέλας, και το θαυμαστόν ρητό ότι το αλμυρό νερό ανέρχεται, ενώ το γλυκό κατεβαίνει με την βροχή στην γη;
Πως λοιπόν πάλι η φύσις των σωμάτων αν και είναι σύμφωνος προς την φύση, φαίνεται μη καθοδική και αβύθιστος στα νερά της Μαρμαρικής Πενταπόλεως; Όχι μόνο αυτό, αλλά μάλιστα και η φύση ενώ είναι αντίθετος με το νερό και τη φωτιά, συγχρόνως ήταν κάποτε στο όρος της Λυκίας το ονομαζόμενον Όλυμπος, όπως χιλιάδες ανθρώπων έχουν δει και μέχρι σήμερα εκείνων βλέπουν, και άλλα παράδοξα ορατά στην κτίση και άξια απορίας, τα οποία δεν επρόκειτο να υπερβούν την φύσιν των εάν δεν δέσποζε σε αυτά κάποια θεϊκή ουσία, επιτρέποντας να μην αντιτάσσονται μεταξύ των.
Ω! παίδες Ελλήνων, όταν ξεσπάσει ισχυρή βροντή, πως τρέμει και εξίσταται ολόκληρη η φύσις των ανθρώπων φανερώνοντας με το σχήμα της ότι ευρίσκεται κάτω από τον Δεσπότη, ο οποίος προκαλεί τις βροντές. Αυτά όσον αφορά τους αφελέστερους από τους Έλληνες δηλαδή τους αμόρφωτους που φέρνουν παραδείγματα από την θεογνωσία. Σχετικά με τους σοφούς, κάποιοι Έλληνες σοφοί εκ των αρχαίων σπουδαίων φιλοσόφων, ανέφεραν πολλές μαρτυρίες για την Θεοσέβεια, αλλά προανήγγειλαν αμυδρώς και την του Χριστού οικονομία. Διότι πολλά έτη προ της Ελεύσεως του Χριστού, κάποιος σοφός ονόματι Απόλλων, από τον Θεό παρακινούμενος όπως πιστεύω, έκτισε τον ναό στην Αθήνα, αφού έγραψε στον βωμό, Αγνώστω Θεώ. Σε αυτόν λοιπόν συγκεντρώθηκαν οι πρώτοι φιλόσοφοι των Ελλήνων, για να τον ρωτήσουν σχετικά με τον ναό και για την προφητεία και την Θεοσέβειαν και τα ονόματα τους θα αναφέρουμε. Πρώτος ο Τίτων, δεύτερος ο Βίας, τρίτος ο Σόλων, τέταρτος ο Χείλων, πέμπτος ο Θουκυδίδης, έκτος ο Μένανδρος, έβδομος ο Πλάτων. Αυτοί οι εφτά φιλόσοφοι είπαν στον Απόλλωνα «Προφήτευσε σε μας προφήτη Απόλλωνα, ποιος ήταν εδώ, τίνος είναι ακόμη αυτός ο βωμός μετά από σένα;». Προς αυτούς ο Απόλλων είπε «Όσα σχετικά με την αρετή και την κοσμιότητα παρακινείτε να κάνουν, να τα κάνετε κι εσείς. Διότι εγώ προφητεύω κυβερνήτην με τριπλή υπόσταση σε μια, του οποίου ο ανείπωτος Λόγος θα κυοφορηθεί σε ανυποψίαστη κόρη όπως ακριβώς το φέρων φωτιά τόξο, και αφού αιχμαλωτίσει όλον τον κόσμο θα τον προσφέρει ως δώρο στον Πατέρα. Μαρία δε το όνομα αυτής». Η εξήγηση της προφητείας είναι η εξής: Σχετικά με τον ναό είναι ο πρώτος λόγος. Αναφέρει όσα είναι σχετικά με την διακόσμηση του ναού που είναι δυνατόν να μας προξενήσουν ωφέλεια, στον Θεό και στους ανθρώπους όσα τους αρέσουν να κάνετε. Θεωρώ δε ότι είναι ο μέγας ύψιστος βασιλεύς ο τρισυπόστατος στον ουρανό. Και ο Λόγος αυτού ως άναρχος Θεός σε παρθένο κόρη ενσαρκώνεται, όπως ακριβώς το φέροντα φωτιά τόξον, και όσο γίνεται δυνατότερα θα τα αποκαλύψει όλα στους ανθρώπους όλους αλιεύοντας τους, όπως ακριβώς το ψάρι από τον βυθό της απιστίας και της άγνοιας, και θα τους προσφέρει ως δώρο στον Πατέρα του. Μαρία θα είναι το όνομα αυτής. Αυτά προφήτευσε και είπε ο Απόλλων. Ο Τίτων είπε: «Θα έλθει αυτή η οποία θα υψώσει προς χάριν μας τον ουράνιο Υιό του Θεού και Πατρός˙ η άναρχος κόρη κυοφορεί». Ο Βίας είπε: «Αυτός είναι ο οποίος ήρθε από τους ουρανούς αφού υπέταξε το αθάνατο πυρ της φλόγας. Αυτόν τρέμει ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, οι τάρταροι και υποχθόνιοι δαίμονες, αυτός είναι ο ίδιος και ο Πατέρας τρισμακάριος. Ο Σόλων είπε: «Ο Θεός θα φθάσει σ’ αυτήν την πολυδιηρημένη γη και θα γεννηθεί με σάρκα αλάθητη. Με ανεξάντλητα όρια ως Θεός που είναι θα απαλλάξει τον άνθρωπο από την φθορά των ανιάτων παθών. Τούτον θα τον φθονήσει άπιστος λαός και θα τον κρεμάσει ψηλά ως κατάδικο εις θάνατον, όλα αυτά θα τα υποφέρει με πραότητα». Ο Χείλων είπε: «Άφθαρτος φύσις του Θεού θα γεννηθεί, εξ αυτού δε ο ίδιος ως ουσία και Λόγος». Ο Θουκήδης είπε: «Να σέβεσαι τον Θεό και μάθαινε. Μη ζητάς ποιος είναι και πως. Γιατί ουδέποτε είναι ανύπαρκτος, ως παρόντα λοιπόν να τον σέβεσαι και να τον αντιλαμβάνεσαι. Γιατί είναι ασεβής αυτός που θέλει συμφώνως με το μυαλό του να εξακριβώσει τον Θεό». Ο Μένανδρος είπε: «Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος. Ο Πατέρας μοναδικός και ο μοναδικός Πατέρας. Το ένα τρία και τα τρία ένα. Άσαρκον, ένσαρκον. Η γη εγκυμονεί τον ουράνιο Βασιλέα». Ο Πλάτων είπε: «Επειδή ο Θεός είναι αγαθός δεν είναι η αιτία για όλα όπως λένε οι πολλοί. Δεν είναι η αιτία για πολλά, για μεν τα αγαθά όλα αυτός είναι η αιτία για δε τα κακά δεν ευθύνεται σε τίποτα». Ο Ερμής με αφορμή αυτά που ειπώθηκαν έγραψε: «Εάν δεν υπήρχε η πρόνοια του Κυρίου όλων, δεν θα αποκάλυπταν το λόγο αυτό, ούτε εσάς θα κυρίευε η επιθυμία να ρωτήσετε γι’ αυτά. Γιατί δεν είναι δυνατόν σε αμύητους να παραδίδονται τέτοια μυστήρια˙ αλλά αφού κατανοήσετε με τον νου ακούστε. Ένα και μοναδικό ήταν Φως νοερό, το οποίο προϋπήρχε του νοερού Φωτός˙ και ήταν αυτά ένωση από τον Νου δια του Φωτός και του Πνεύματος. Τα πάντα από Αυτόν και σε Αυτόν αφού κατήλθε σε γόνιμο φύσιν από γονίμου φύσεως, σε γόνιμο νερό, και έγκυο έκανε το νερό».
Είδες πως τα παιδιά των Ελλήνων προφήτευσαν και τον προάναρχο Θεό και τον συνάναρχο αυτού Υιό και Λόγο και το Σύνθρονο αυτού και ομοούσιο Πνεύμα προεκήρυξαν και τα τίμια του Σταυρού Πάθη προεκήρυξαν˙ σε αυτόν η δόξα και η ισχύς μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιον Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Φωτ. 13
Εις τον τόμον 31 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1885 βρήκαμε το έργο του Μεγάλου Αγίου Βασιλείου «Ομιλία προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφέλοιντο λόγων».
Φωτ. 14
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα για να «εξελληνισθεί» ο Χριστιανισμός. Η προσωποποίηση της αρετής και της ελεημοσύνης γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καπαδοκίας που ήταν κέντρο ελληνικών γραμμάτων και ανωτέρων ελληνικών σχολών. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα και αργότερα σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα φιλοσοφία, φιλολογία, ρητορική, ιστορία, ιατρική, αστρονομία, γεωμετρία, γραμματική, και φυσικές επιστήμες.
Σε ηλικία 25 ετών μόνο δίδασκε στην Καισάρεια φιλοσοφία και ρητορική. Τότε ήταν που βαφτίστηκε Χριστιανός και με την πλατιά μόρφωση που είχε ήδη άρχισε τον υπέροχο πνευματικό συνδυασμό Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το συνδυασμό που θα άλλαζε την πνευματική ροή της ανθρωπότητας. Ήταν ο άνθρωπος που διέθεσε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες ιδρύοντας την «Βασιλειάδα» ένα τεράστιο ίδρυμα που ήταν σχολείο, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο και γηροκομείο. Στυλίτευσε με πάθος τις αιρέσεις και την ειδωλολατρία. Όταν ήταν επίσκοπος Καισαρείας δεν δίστασε να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό για την στάση που τηρούσε ο τελευταίος έναντι των Χριστιανών. Παρόλο που ήταν ο μεγαλύτερος ίσως πολέμιος των «εθνικών» δεν έπαψε ποτέ να είναι πολύ φίλος με τον διδάσκαλο του Λιβάνιο που ήταν ειδωλολάτρης. Τούτο είναι ηλίου φαεινότερον σε όποιον αναγνώσει τις επιστολές που έστελνε στον Λιβάνιο, ο δε Λιβάνιος ξακουστός διδάσκαλος έστελνε νέους να σπουδάσουν φιλοσοφία και ρητορική κοντά στον Λιβάνιο για να λάβουν γνώση της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας και το γιατί θα το δούμε κατά την ανάγνωση της «ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ» του Αγίου. Για την ομιλία του αυτή του Αγίου πολλοί τον επαίνεσαν ο δε Λιβάνιος όταν την ανάγνωσε με την μορφή επιστολής που του έστειλε ο Άγιος αίφνης περιχαρής αναφώνησε «νικήθηκα» και όταν ρωτήθηκε πως έγινε αυτό και γιατί χαίρεσαι αντί να λυπάσαι απάντησε στους συνεργάτες του «νικήθηκα από την ομορφιά της επιστολής. Ο Βασίλειος με ξεπέρασε. Είναι όμως ο άνδρας φίλος μου και γι’ αυτό είμαι χαρούμενος» (Λιβάνιου «Επιστολή» 338). Ο λόγος του Αγίου «προς τους νέους» από τον οποίο λόγω περιορισμένου χώρου θα καταθέσουμε αποσπάσματα μόνο, βρήκε μεγάλη απήχηση στους χριστιανούς πολλών χωρών και αιώνων και διδάχθηκε στα Βυζαντινά και δυτικά εκπαιδευτήρια και σήμερα προτείνεται να εισαχθεί και πάλι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. («Ο ρόλος του Μεγάλου Βασιλείου στην συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού» του Αναστ. Β. Γιανικόπουλου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θράκης).
Όταν ο Άγιος πέθανε σε ηλικία 49 ετών μόνο «η είδηση της αρρώστιας και του θανάτου του ξεσήκωσε όλο τον χριστιανικό κόσμο ακόμα και τους ειδωλολάτρες και τους Ιουδαίους που είχαν ευεργετηθεί από τον Άγιο» («Το Συναξάρι των Αγίων» Αγγελικής Δαμίγου).
«ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ»
«Αλλ’ εκείνα αυτών μάλλον αποδεξόμεθα, εν οις αρετής επήνεσαν, ή πονηρίαν διέβαλον. Και καθάπερ της ροδωνίας του άνθους δρεψάμενοι τας ακάνθας εκκλίνομεν, ούτω και επί των τοιούτων λόγων όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, το βλαβερόν φυλαξώμεθα. Και επειδή περ’ δι’ αρετής ημάς επί τον βίον καθείναι δει το ημέτερον, εις ταύτην δε πολλά μεν ποιηταίς, πολλά δε συγγραφεύσι, πολλώ δε έτι πλείω φιλοσόφοις ανδράσιν ύμνηται, τοις τοιούτοις των λόγων μάλιστα προσεκτέον. Ου μικρόν γαρ το όφελος, οικειότητα τινα και συνήθειαν ταις των νέων ψυχαίας της αρετής εγγένεσθαι, επείπερ αμετάστατα πέφυκεν είναι τα των τοιούτων μαθήματα, δι’ απαλότητα των ψυχών εις βάθος ενσημαινόμενα. Η τι ποτε άλλο διανοηθέντα τον Ησίοδον υπολάβωμεν ταύτι ποιήσαι τα έπη α πάντες άδουσιν, ή ουχί προτρέπονται τους νέους επ’ αρετήν; Πάσα μεν η ποίησις τω Ομήρω αρετής εστίν έπαινος, και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει ότι μη πάρεργον. Και σχεδόν άπαντες, ων δη και λόγος τις εστίν επί σοφία, ή μικρόν ή μείζον εις δύναμιν έκαστος εν τοις εαυτών συγγράμμασιν, αρετής έπαινον διεξήλθον, οις πειστέον και πειρατέον επί του βίου δεικνύναι τους λόγους. Τους μεν ουν των λόγων, οι τας των καλών έχουσιν υποθήκας, ούτως αποδεχώμεθα. Επειδή δε και πράξεις σπουδαία των παλαιών ανδρών η μνήμης ακολουθία προς ημάς διασώζονται, η ποιητών η συγγραφέων φυλαττόμεναι λόγοις μηδέ της εντεύθεν ωφελείας απολειπώμεθα. Οίον ελοιδόρει τον Περικλέα των εξ αγοράς τις ανθρώπων, ο δε ου προσείχε και εις πάσαν διήρκησε την ημέραν, ο μεν αφειδώς πλύνων αυτόν τοις ονείδεσιν, ο δε ου μέλων αυτώ. Είτα, εσπέρας ήδη και σκότους απαλλατόμενον μόλις υπό φωτί παρέπεμψε Περικλής, όπως αυτώ μη διαφθαρείη το προς φιλοσοφίαν γυμνάσιον. Έτυπτέ τις τον Σωφρονίσκου Σωκράτην εις αυτό το πρόσωπον εμπεσών αφειδώς, ο δεν ουκ αντήρεν, αλλά παρείχε των παροινούντι της οργής εμφορείσθαι, ώστε εξοιδείν ήδη και ύπουλον αυτώ το πρόσωπον υπό των πληγών είναι. Ως δ’ ουν επαύσατο τύπτων, άλλο μεν ουδέν ο Σωκράτης ποιήσαι, επιγράψαι δε τω μέτωπω λέγεται, ώσπερ ανδριάντι, τον δημιουργόν, ο δείνα εποίει και τοσούτον αμύνασθαι. Ουκ αν παρέλθοιμι το του Αλεξάνδρου, ος τας θυγατέρας Δαρείου αιχμαλώτους λαβών, θαυμαστόν τι οίον το κάλλος παρέχειν μαρτυρουμένας, ουδέ προσιδείν ηξίωσεν, αισχρόν είναι κρίνων τον άνδρας ελόντα γυναικών ηττηθήναι. Και του Πυθαγόρα μέμνησθαι, ος των συνόντων τινά καταμαθών γυμνασίοις τε και σιτίοις εαυτόν ευ μάλα κατασαρκούντα˙ «ούτος έφη ου παύση χαλεπώτερον σεαυτώ κατασκευάζων το δεσμωτήριον;» Διό δη και Πλάτωνα φασι την εκ σώματος βλάβην προειδόμενον, το νοσώδες χωρίον της Αττικής την Ακαδημίαν καταλαβείν εξεπίτηδες, ίνα την άγαν ευπάθειαν του σώματος, οίον αμπέλου την εις τα περιττά φοράν περικόπτει. Τω δε Θεόγνιδι προς ταύτα διδασκάλω χρηστέον λέγοντι «Ουκ έραμαι πλουτείν, ουτ’ εύχομαι, αλλά μοι είη ζη από των ολίγων, μηδέν έχοντι κακόν». Εγώ δε και Διογένους άγαμαι την πάντων ομού των ανθρωπίνων υπεροψίαν, ος γε και βασιλέως του μεγάλου εαυτόν απέφηνε πλουσιώτερον, τω ελαττόνων η εκείνος κατά τον βίον προσδείσθαι. Ου δη ουν τω σώματι δουλευτέον, ότι μη πάσα ανάγκη αλλά τη ψυχή τα βέλτιστα ποριστέον, ώσπερ εκ δεσμωτηρίου, της προς τα του σώματος πάθη κοινωνίας αυτήν δια φιλοσοφίας λύοντας, άμα δε και το σώμα των παθών κρείττον απεργαζομένους. Ενί δε λόγω παντός υπεροπτέον του σώματος τω μη ως εν βορβόρω ταις ηδοναίς αυτού κατορωρύχθαι μέλλοντι, η τοσούτον ανθεκτέον αυτού όσον, φησί Πλάτων*, υπηρεσίαν φιλοσοφία κτωμένου, εοικότα που λέγων τω Παύλω, ος παραινεί μηδεμίαν χρήναι του σώματος πρόνοιαν έχειν εις επιθυμιών αφορμήν».
*Πλάτωνος, Πολιτεία 411Α.
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Εγεννήθη το 370 μ.Χ. εις την Αλεξάνδρεια. Η καταγωγή του ήταν εκ της ιδίας πόλεως. Ευθύς αμέσως μετά το τέλος της εφηβείας του έγινε ερημίτης, διαλέγοντας τον πολύ δύσκολο αυτόν δρόμο για να αφοσιωθεί στον Θεό. Επέστρεψε εκ της ερήμου εις την Αλεξάνδρεια κατόπιν των προτροπών του Θείου του και Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου ο οποίος τον χειροτόνησε ιερέα. Μετά τον θάνατο του Θείου του ο λαός και ο κλήρος της Αλεξανδρείας τον ανέβασαν στον Θρόνο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το 431 στην Γ΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδο κατατρόπωσε τον Νεστόριο που αιρετικά κήρηττε ότι ο Χριστός ήταν απλός άνθρωπος όταν εγεννήθη και ο Θείος Λόγος κατόπιν ενώθηκε με τον άνθρωπο Ιησού. Οι αγώνες του κατά των αιρέσεων του έδωσαν μετά τον θάνατό του το προσωνύμιο «Σφραγίδα των Πατέρων». Αρχιεράτευσε 32 έτη σε έτη που έπρεπε κάποιος να έχει ισχυρότατη θέληση για να αντιμετωπίσει τους θρασύτατους αιρετικούς οι οποίοι πολλάκις είχαν και την κρατική υποστήριξη. Ο Άγιος ήταν τέτοιος άνθρωπος, ήταν μάλιστα ικανός να φθάσει στα άκρα για να υπερασπίσει την Ορθοδοξία και αυτό το γνώριζαν οι αιρετικοί, γνώριζαν και την αυστηρότητα του και την αδιαλαξία του στα θέματα της πίστεως και το μέχρι πού μπορούσε να φθάσει. Άφησε την τελευταία του πνοή το 444.
Ήταν ίσως ο πολυγραφώτατος άνδρας της εποχής του. Μνημειώδη τα έργα του τα οποία χωρίζονται σε ερμηνευτικά, δογματικά, επιστολές, υμνολογικά και απολογητικά. Σε ένα απολογητικό του έργο θα σταθούμε εμείς και μικρόν τμήμα αυτού θα παραθέσουμε. Το έργο έχει τον τίτλο «Κατά Ιουλιανού». Να πούμε τέλος ότι ο Άγιος αυτός δυσφυμείτε σήμερα από ορισμένους και η κατηγορία είναι πως αυτός παρότρυνε τον λαό της Αλεξάνδρειας να δολοφονήσει την Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία. Η αλήθεια μόνον αυτή δεν είναι, διότι ο Άγιος πρώτον δεν εγνώριζε το γεγονός και δεύτερον όταν το έμαθε ελυπήθη σφόδρα όπως και όλοι οι Αλεξανδρινοί σχεδόν. Οι επίσημες πηγές αναφέρουν ότι ευθύνη φέρουν για το γεγονός αυτό, όσοι δεν ήθελαν να ειρηνεύση ο Άγιος με τον εκεί ηγεμόνα τον Ορέστη και αυτοί ήταν οι συνεχώς προστατευόμενοι του Ορέστη οι Εβραίοι. Το ίδιο άδικα κατηγορείται σήμερα και ο σύγχρονος του Μέγας Θεοδόσιος για την σφαγή του Ιπποδρομίου της Θεσσαλονίκης ότι δήθεν έγινε για θρησκευτικούς λόγους ενώ μόνο αυτή δεν είναι η αλήθεια. Ο Μέγας Θεοδόσιος έδωσε την εντολή αυτή διότι το συγκεντρωμένο εκεί πλήθος ανακήρυξε έναν ευνούχο για αυτοκράτορα πραξικοπιματικά. Ευθύς μετανόησε και έστειλε δεύτερο αγγελιοφόρο να ακυρώσει την πρώτη εντολή αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να φθάσει τον πρώτο και η σφαγή έγινε. Ο Αυτοκράτωρ ήταν απαρηγόρητος για μακρύ διάστημα, η δε Εκκλησία του επέβαλλε επιτίμιον ακοινωνησίας μέχρι λίγο πριν του θανάτου του.
Φωτ. 15
Φωτ. 16
Εις τον τόμον 76 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1859 βρήκαμε τον Λόγο του Αγίου Κυρίλλου «Κατά Ιουλιανού».
Φωτ. 17, 18, 19, 20, 21
Μετάφρασις
«ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ»
«Θα δεχθούμεν από αυτούς εκείνα με τα οποία επήνεσαν την αρετήν ή εστιγμάτισαν την κακίαν… Και όπως όταν κόπτωμεν από την τριανταφυλλιάν το άνθος, παραμερίζωμεν τα αγκάθια, έτσι και εις την περίπτωσιν των συγγραμμάτων αυτών, αφού καρπωθούμεν από αυτά όσον είναι χρήσιμον, ας προφυλαχθούμεν από το βλαβερόν… Επειδή λοιπόν με την αρετήν πρέπει να φθάσωμεν εις την άλλην ζωήν, και αυτή δε η αρετή έχει υμνηθεί πολύ από τους ποιητάς και από τους συγγραφείς, ακόμη δε περισσότερον από άνδρας φιλοσόφους, πρέπει πάρα πολύ να προσέχωμεν εις τους λόγους αυτούς. Διότι η ωφέλεια δεν είναι μικρά το να γεννηθεί εις τας ψυχάς των νέων κάποια οικειότης και συνήθεια δια την αρετήν, επειδή ακριβώς τα τέτοια μαθήματα από την φύσιν τους είναι ανεξάλειπτα και εντυπώνονται βαθειά εξ αιτίας της απαλότητας των ψυχών. Ή διατί άλλο άραγε θα υποθέσωμεν ότι ο Ησίοδος εσκέφθη να συνθέση αυτά εδώ τα ποιήματα που όλοι τραγουδούν, εάν όχι δια να προτρέπη τους νέους εις την αρετήν; Ολόκληρος η ποίησις εις τον Όμηρον είναι έπαινος της αρετής και όλα εις αυτόν, εκτός από αυτά που είναι επουσιώδη, οδηγούν προς την αρετήν… Σχεδόν όλοι αυτοί που φημίζονται δια την σοφίαν των, ο καθένας, άλλος ολιγότερων και άλλος περισσότερον, ανάλογα με την δύναμιν του, εξύμνησαν την αρετήν εις τα συγγράμματα των. Εις αυτούς πρέπει να δώσωμεν εμπιστοσύνην και να προσπαθήσωμεν να εφαρμόσωμεν τους λόγους των εις την ζωήν μας…
Έτσι λοιπόν ας αποδεχθώμεθα αυτούς από τους λόγους περιέχουν τας συμβουλάς δια τα καλά. Επειδή όμως και κατορθώματα σπουδαία των παλαιών ανδρών διασώζονται ως ημάς, με το να φυλάσσονται ή εις την παράδοσιν την μνήμης ή εις τα έργα των ποιητών ή των συγγραφέων ας μη παραλείψωμεν να ωφεληθούμεν και απ’ εδώ. Παραδείγματος χάριν, κάποιος από τους ανθρώπους της αγοράς ύβριζε τον Περικλήν˙ εκείνος όμως δεν τον επρόσεχε. Και αυτό διήρκεσεν όλη την ημέραν˙ εκείνος μεν τον περιέλουζεν αφθόνως με τα ύβρεις, αυτός δε δεν ενοιάζετο. Έπειτα, όταν πλέον εβράδυασε και εσκοτείνιασε και εκείνος έφευγεν, ο Περικλής τον συνόδευσε με φανάρι δια να μη χάση την εξάσκησιν εις την φιλοσοφίαν της αρετής… Κάποιος επετέθη εναντίον του Σωκράτους, του υιού του Σωφρονίσκου, και τον εκτυπούσεν αλύπητα εις αυτό το πρόσωπον. Αυτός όμως δεν αντιδρούσεν, αλλά άφηνε τον μεθυσμένον να ικανοποιή την οργήν του εις τρόπον ώστε το πρόσωπον του να πρήζεται κιόλας και να φλογίζεται από τα κτυπήματα. Όταν λοιπόν εσταμάτησε να τον κτυπά, ο Σωκράτης, όπως λέγεται, δεν έκαμε τίποτα άλλο από το να γράψη εις το μέτωπον την επιγραφήν˙ ο τάδε μου το έκαμε… Δεν ημπορώ να παραβλέψω το παράδειγμα του Αλεξάνδρου. Αυτός όταν συνέλαβε αιχμαλώτους τας θυγατέρας του Δαρείου, αι οποίαι εφημίζοντο δια την θαυμαστήν ομορφιάν, δεν κατεδέχθη ούτε καν να τας κοιτάξη, διότι εθεώρησεν ότι είναι αισχρόν πράγμα, αυτός που ενίκησε τους άνδρας, να νικηθή από τας γυναίκας… Πρέπει να ενθυμηθούμεν και τον Πυθαγόραν, ο οποίος όταν επληροφορήθη ότι κάποιος από τους μαθητάς του επάχυνε πάρα πολύ τον εαυτόν του με τα τροφάς είπε «Συ δεν θα παύσης να κατασκευάζης βαρύτερον δια τον εαυτόν σου το δεσμωτήριον;». Δια τούτο λοιπόν και ο Πλάτων, λέγει, επειδή προείδε την βλάβην που προέρχεται από το σώμα, εξεπίτηδες εγκατεστάθη εις την Ακαδημίαν, νοσηρόν μέρος της Αττικής, δια να περικόπτει την υπερβολικήν καλοπέρασιν του σώματος, όπως κλαδεύουν τα περιττά από την άμπελον… Πρέπει δε να έχωμεν ως διδάσκαλον δι’ αυτά και τον Θέογνιν ο οποίος λέγει «Δεν επιθυμώ να πλουτίσω, ούτε το εύχομαι˙ αλλά μακάρι να ζω με τα ολίγα και να μην έχω κανένα κακόν». Εγώ δε θαυμάζω και τον Διογένη δια την περιφρόνησιν του προς κάθε τι το ανθρώπινον. Αυτός απέδειξεν ότι είναι πλουσιότερος από τον μεγάλον Βασιλέα, διότι εχρειάζετο ολιγότερα δια την ζωήν του πράγματα από εκείνον… Δεν πρέπει λοιπόν εκτός από τας απαραιτήτους ανάγκας να υπηρετούμεν δουλικώς το σώμα. Άλλ’ εις την ψυχήν πρέπει να παρέχωμεν τα περισσότερα ωφέλιμα με το να την ελευθερώνωμεν με την φιλοσοφίαν, ωσάν από φυλακήν από κάθε επικοινωνίαν προς τα σωματικά πάθη και με το να κάμνωμεν συνάμα το σώμα ανώτερον από τα πάθη… Με μίαν δε λέξιν αυτός που δεν θέλει να παραχωθή ωσάν εις τον βάρβαρον μέσα εις τας ηδονάς, πρέπει να περιφρονή παντελώς το σώμα, ή τόσον μόνο πρέπει να το φροντίζη, όσον λέγει ο Πλάτων, (Πολιτεία 411 Α) να το έχωμεν βοηθόν εις την φιλοσοφημένην ζωήν˙ λέγων σχεδόν παρόμοια με τον Παύλον, ο οποίος συμβουλεύει ότι δεν πρέπει να φροντίζωμεν καθόλου δια το σώμα εις αφορμήν προς επιθυμίας. (Προς Ρωμαίους 13,14).».
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Εγεννήθη το 329 μ.Χ. στην Αριανζό της Καππαδοκίας. Τις πρώτες του γνώσεις τις έλαβε στην Καισάρεια από Έλληνες δασκάλους, κατόπιν αναχώρησε για τις περίφημες σχολές της Αλεξάνδρειας όπου και εδιδάχθη τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, την ρητορική και την φιλοσοφία. Το 354 μετέβη εις την Αθήνα προς συνέχιση των σπουδών του. Μετά έξη έτη επίστρεψε στην πατρίδα του και βαφτίστηκε από τον πατέρα του που ήταν Επίσκοπος της Ναζιανζού και κατόπιν τον χειροτόνησε ιερέα. Ο Άγιος απεσύρθη εκ των εγκοσμίων τότε ίνα συναντήσει τον φίλο του και συμμαθητή του Μέγα Βασίλειο όπου μαζί συνέταξαν το περίφημο έργο «Φιλοκαλία». Λίγα έτη μετά έγινε συνεργάτης του Επισκόπου πλέον Καισαρείας Βασιλείου ως ιερέας. Τότε βλέποντας τον κίνδυνο εκ των αιρετικών αρειανών μετέβη εις την Κωνσταντινούπολη ίνα τους αντιμετωπίση πνευματικώς. Οι πύρινοι λόγοι στους Ναούς της Βασιλεύουσας σκορπούσαν ρίγη συγκίνησης στους πιστούς, η φήμη του δε έφτασε μέχρι τον Μέγα Θεοδόσιο. Ο αυτοκράτορας αφού τον κάλεσε και επείσθη από τον Άγιο έδωσε πίσω στους Χριστιανούς τους Ναούς που κατελείφθησαν εκ των αρειανιστών, εξεδίωξε τον πατριάρχη Δημόφιλο που συνέργησε μετ’ αυτών και αναβίβασε στον Πατριαρχικό θρόνο τον Άγιο, το 379. Το 381 ο Άγιος προήδρευσε της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου αναθεματίσθηκε εις αυτήν ο πνευματομάχος πρώην Πατριάρχης Κων/πόλεως Μακεδόνιος και συνεπληρώθει το Σύμβολον της Πίστεως. Μετά την Σύνοδο επειδή κάποιοι τόλμησαν να τον αμφισβητήσουν υπέβαλε την παραίτηση του και παρότι ο Βασιλεύς και ο λαός αντιτάχθηκαν στην απόφαση του αυτή ο Άγιος αμετάπειστος ανεχώρησε δια την πατρίδα του. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο του βίου του εντελώς φτωχικά έως το 390 που άφησε την τελευταία του πνοή.
Ως φιλόσοφος έκλινε προς τον Πλάτωνα. Χρησιμοποίησε ακόμη και το παράδειγμα του Πλάτωνος εκ της «Πολιτείας» όπου το «αγαθόν» ο Θεός παραβάλλεται προς τον ήλιον τον οποίον ο απελευθερωθείς πνευματικά άνθρωπος προσβλέπει «εν ύδασι» και εν «αλλότρια έδρα». Το συγγραφικό του έργο τεράστιο. Διεσώθησαν 45 λόγοι του, 246 επιστολές και 408 ποιητικά του έπη του όγκου των 18.000 στίχων. Στον δεύτερο θεολογικό του λόγο εκ του οποίου μικρόν τμήμα παραθέτουμε ο Άγιος παραδέχεται ως έντεχνη την φιλοσοφική διατύπωση περί Θεού του Πλάτωνος και σπεύδει να συμπληρώσει την φράση του Πλάτωνος «Θεός …φράσαι δε αδύνατον» με την φράση «νοήσαι δ’ αδυνατώτερον». Ο Άγιος είναι εις εξ αυτών εις τους οποίους οφείλουμε την Ελληνοποίηση του Χριστιανισμού.
Εικ. 22
Εις τον τόμον 10 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1857 βρήκαμε το έργο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Δεύτερος Θεολογικός λόγος».
Εικ. 23
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
«Δεύτερος Θεολογικός Λόγος»
«Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν φράσαι δε αδύνατον, ως τις των παρ’ Έλλησι Θεολόγων εφιλοσόφησεν ουκ ατέχνως εμοί δόκει, ίνα και κατειληφέναι δόξη τω χαλεπώς ειπείν, και διαφύγη τω ανέκφραστω τον έλεγχον. Αλλά φράσαι μεν αδύνατον, ως ο εμός λόγος νοήσαι δ’ αδυνατώτερον».
Μετάφρασις
«Να νοήση κανείς τον Θεόν είναι δύσκολον, να εκφράση δε διά λόγων την περί Αυτού νόησιν είναι αδύνατον. Τοιαύτη είναι η φιλοσοφική διατύπωσις την οποίαν παρουσίασε λίαν εντέχνως ένας εκ των Ελλήνων Θεολόγων (ο Πλάτων). Το έκανε αυτό, ίνα φανή ότι είχε κατανοήσει τον Θεόν λέγοντας την λέξη «χαλεπώς» και ίνα δια της προσθήκης της λέξεως «ανέκφραστον» αποφύγει τον έλεγχο. Αλλά εγώ λέω ότι το να εκφράσουμε την ουσία του Θεού είναι αδύνατον, ακόμη όμως αδυνατώτερον είναι να τον νοήσουμε».
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Εγεννήθη περί το 354 μ.Χ. εις την Αντιόχεια. Ο πατήρ αυτού, στρατηγός, απεβίωσε όταν ο Άγιος ήταν στα πρώτα έτη της ζωής του. Μεγάλωσε δίπλα στην ευσεβή μητέρα του με τα νάματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εις νεοτάτη ηλικία μετέβη εις Αθήνας όπου εις τα εκεί διδακτήρια έλαβε ανώτερες και ανώτατες φιλοσοφικές και επιστημονικές γνώσεις. Άμα τη ολοκληρώσει του κύκλου των σπουδών του επέστρεψε εις Αντιόχειαν όπου και απεσύρθη στην έρημο ίνα ασκητέψει. Μετά πέντε ετών ασκητικής μοναχικής πορείας ο Επίσκοπος Αντιοχείας Φλαβιανός τον εκκάλεσε και τον χειροτόνησε ιερέα. Τα πύρινα κηρύγματα του εντός των εκκλησιών τον έκαναν γνωστό και εκτός της Αντιοχείας. Η φήμη του έφθασε ως την Βασιλεύουσα. Ο Αυτοκράτωρ Αρκάδιος τον κάλεσε και δια της ψήφου κλήρου και λαού εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Το ηγεμονικόν του πνεύματος του, η αυστηρότης του βίου του, και η ακριβής τήρησις των Ορθοδόξων δογμάτων και ηθών εξ αυτού έγιναν πρότυπον εις πολλούς, έγιναν όμως και έλεγχος για τους μη ορθώς διαβιούντες. Έγινε παρά την θέληση του σημείον αντιλεγόμενον διότι θέλοντας να τηρήσει την ηθική τάξη και τον Λόγο του Θεού ήσκησε αυστηρότατη κριτική σε όσους δεν τα τηρούσαν χωρίς καμμιά εξαίρεση. Ήρθε λόγω του πνεύματος του ακόμα και με την αυτοκράτειρα Ευδοξία σε οξεία αντιπαράθεση. Όταν της απαγόρευσε να εισέλθει εις τον Ναό της Αγίας Σοφίας διότι στέρησε από μια φτωχή χήρα το μοναδικό εισόδημα της η αυτοκράτειρα εξαγριώθηκε. Ευθύς συνεκάλεσε ληστρική σύνοδο εις Χαλκηδόνα με επισκόπους οι οποίοι ελέχθησαν από τον Άγιο για διαφόρους λόγους και τον εξόρισαν. Ο λαός της Βασιλεύουσας όμως είχε αντίθετο γνώμη και εξανάγκασε την αυτοκράτειρα να τον επαναφέρει στον θρόνο του το 402 μ.Χ. Δύο χρόνια αργότερα μη αντέχοντας τον έλεγχο και την υπεροχή του Αγίου οι προαναφερθέντες τον επανεξόρισαν και τον ανάγκασαν να υπάγει έως τον τόπο της εξορίας του την Κουκουσόν της Αρμενίας πεζοπορώντας. Εκεί ο Άγιος έμεινε τρία έτη, τρία έτη στερήσεων και κακουχιών. Δεν του έλειψε όμως η αγάπη και ο θαυμασμός Πατριαρχών και Επισκόπων ο οποίος εκδηλωνόταν δια επιστολών και επισκέψεων. Η Ευδοξία ανησύχησε σφόδρα όταν έμαθε τα ώα συνέβαιναν και διέταξε να τον υποχρεώσουν να μεταβεί πεζοπορώντας δια βασανισμών στην Πιτυούντα του Πόντου. Ο Άγιος δεν άντεξε λόγω ασθενείας την πεζοπορία και τις κακουχίες και πριν φθάσει εκεί, στην πόλη της Αμάσειας, άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια εκκλησία της πόλεως το 407 μ.Χ.
Το συγγραφικό του έργο είναι πλουσιότατο και πολυτιμότατο από πάσης απόψεως. Ο Άγιος ενώ εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να εκτιμά την φιλοσοφία και την κλασική παιδεία εν τούτοις δεν διστάζει να χρησιμοποιεί την σοφία του Πλάτωνος. Τούτο το έπραξε για να γύρη η πλάστιγγα υπέρ του Χριστιανισμού του μόνου ορθού δρόμου. Στο έργο του «Προς πιστόν Πατέρα» αναγνωρίζει ότι η πολεμική πρέπει να έχει και όρια και ότι οι αρχαίοι σοφοί έχουν προσφέρει υψηλής στάθμης μορφωτικά αγαθά. Στο δε έργο του «Εις Λάζαρον» αναγνωρίζει ότι οι φιλόσοφοι επέδειξαν περιφρόνησιν προς τον πλούτον και τα υλικά αγαθά, ετήρησαν γενναία στάση έναντι του θανάτου και τονίζει ιδιαιτέρως την ορθήν τοποθέτησιν των εις τα θέματα της μελλούσης κρίσεως. Αναγνωρίζει επίσης ρητώς την προσφορά των επί του πεδίου της θρησκευτικής και ηθικής αγωγής.
Εικ. 24
Eις τα άπαντα του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου εκδόσεως Βενετίας 1734 που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βλατάδων, διαβάσαμε τους λόγους «Προς πιστόν Πατέρα» και «Εις Λάζαρον» εκ των οποίων παραθέτουμε μικρά δείγματα.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Προς πιστόν Πατέρα»
«Τι ουν; Κατασκάψωμεν τα διδασκαλεία; Φησίν. Ου τούτο λέγω άλλ’ όπως μη την της αρετής καθέλωμεν οικοδομήν και ζώσαν κατορύξωμεν την ψυχήν».
Μετάφρασις
«Τι λοιπόν; Να κατεδαφίσωμε τα διδασκαλεία; Ισχυρίζεται. Δεν λέω τούτο για να μην καταστρέψουμε τον ηθικό τρόπο ζωής και εν ζωή θάψωμε την ψυχή».
«Εις Λάζαρον»
«Ει γαρ και μη καθώς προσήκε περί αναστάσεως φιλοσοφούσιν άπαντες, άλλ’ όμως περί της κρίσεως και της κολάσεως και των εκεί δικαστηρίων άπαντες συμφωνούσιν, ότι εσταί τις των ενταύθα γινομένων αντίδοσις εκεί».
Μετάφρασις
«Γιατί αν και δεν θα ταίριαζε περί αναστάσεως φιλοσοφούσαν άπαντες, αλλά όμως για την τελική κρίση και την κόλαση και των ουρανίων δικαστηρίων όλοι συμφωνούσαν και πως ότι πράττομε στην εδώ ζωή μας αυτά θα λάβουμε στην ουράνιο ζωή».
Τα διδασκαλεία εις τα οποία αναφέρεται ο Άγιος είναι οι σχολές που διδάσκονταν οι νέοι τα συγγράμματα των αρχαίων φιλοσόφων της Ελλάδος και αυτοί που συμφωνούσαν μεταξύ τους και με τις χριστιανικές θέσεις για την τελική κρίση, την κόλαση, τα ουράνια δικαστήρια και την ανταπόδοση των πράξεων μας εδώ εις τον ουρανόν είναι πάλι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΥΣΣΗΣ
Εγεννήθη το 331 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια. Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας και αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Έλαβε τις στοιχειώδεις γνώσεις εκ δασκάλων εις την οικία του, και αργότερον σπούδασε μετά του αδελφού του εις ανώτατες σχολές. Εκ της αποφοιτήσεως του βιοποριζόταν εξασκώντας την Νομική επιστήμη και εκ παραλλήλου ήταν διδάσκαλος της Ρητορικής. Νυμφεύθηκε ευσεβή νεαρά την Θεοσεβεία η οποία απεβίωσε νωρίς. Κατά το 40ον έτος της ηλικίας του υπάκουσε στην επιθυμία του αδελφού του Βασιλείου και χειροτονήθηκε ιερέας και Επίσκοπος Νύσσης, που ήταν μία μικρά πόλις της Καππαδοκίας.
Οι οπαδοί του Αρείου με συνεργό τον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη συνήλθαν εις μυστική Σύνοδο μαζί με Αρειανίζοντες επισκόπους του Πόντου και της Γαλατίας το 376 και τον κατεδίκασαν εις καθαίρεσιν ερήμην του. Τούτο έγινε διότι πρώτον εφοβήθησαν τον Βασίλειο και δεύτερον την Θεοσέβεια και ρητορική δεινότητα του Γρηγορίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον έθεσαν εκτός του θρόνου του έναν επίσκοπο που ήταν μέγα εμπόδιο δι’ αυτούς. Ο Άγιος έως τον θάνατο του Ουάλη το 378 κρυβόταν και περιπλανιόταν. Το 379 όταν αυτοκράτωρ εστέφθη ο Μέγας Θεοδόσιος τον ανακάλεσε στον θρόνο του και ο Άγιος ξαναγύρισε στη Νύσσα όπου έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής εκ του λαού της πόλεως. Το 379 πήρε μέρος στην τοπική Σύνοδο της Αντιόχειας στην οποία κατεδικάσθη η αίρεσις του Απολλιναρίου. Εκεί του ανετέθη ο επαναχριστιανισμός όσων έπεσαν στην αίρεση του Αρειανισμού εις τις περιοχές της Βαβυλωνίας, της Παλαιστίνης και της Αραβίας, έργο το οποίον ο Άγιος έφερε εις πέρας. Το 381 μαζί με άλλους 150 επισκόπους συμμετείχε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου κατεδικάσθει ο Μακεδόνιος. Εκεί ο Άγιος διεκρίθει και ονομάσθει «Πατήρ Πατέρων» και «Στύλος της Ορθοδοξίας». Ορίσθηκε μάλιστα τότε νόμος ο οποίος έλεγε ότι όποιος δεν ομοφρονούσε με τον Άγιο θα θεωρείτο αιρετικός. Ο Άγιος απεβίωσε το 395 μ.Χ. ως επίσκοπος Νύσσης.
Το συγγραφικό του έργο είναι οδηγός Ορθοδοξίας. Ήταν η ισχυροτέρα φιλοσοφική διάνοια της εποχής του και ως τέτοια δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με όλα όσα αφορούσαν το ποίμνιο του και να μην τοποθετηθεί γραπτώς. Στα έργα του κινείτο φιλικώς όπως θα δούμε προς την φιλοσοφίαν και τις επιστήμες τις θεωρούσε μάλιστα ως απαραίτητες εκ Θεού. Πολλάκις χρησιμοποίησε τον όρο «το όντως αγαθόν» ο οποίος είναι σήμα κατατεθέν του Πλάτωνος. Το σπουδαιότερο του έργο είναι το «Περί ψυχής και Αναστάσεως» με πρότυπο τον Φαίδωνα του Πλάτωνος. Με το έργο του «Περί κατασκευής ανθρώπου» έγινε ο ηγέτης της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Στο έργο του αυτό ο συγκερασμός των Χριστιανών και Ελληνικών στοιχείων είναι αναμφισβήτητος. Ο Άγιος εδώ χρησιμοποιεί και συνδυάζει στοιχεία εκ της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας αναγόμενα εις αρμονία προς την Αγία Γραφή. Το έργο του επηρέασε πολλούς ανά τους αιώνες και θα επηρεάσει πολλούς ακόμα ως πάντοτε επίκαιρον.
Εικ. 25
Εις τον τόμον 44 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 βρήκαμε τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
«Την τε γαρ ηθικήν και φυσικήν φιλοσοφίαν, γεωμετρίαν τε και αστρονομίαν, και την λογικήν πραγματείαν, και πάντα όσα παρά τοις έξω της Εκκλησίας σπουδάζεται, κελεύει ο της αρετής καθηγούμενος παρά των ταύτα πλουτούντων λαβόντα λόγω χρήσεως υποδέξασθαι, ως εν καιρώ χρησιμευόντων, όταν δέη τον Θείον του μυστηρίου ναόν δια του λογικού πλούτου καλλωπισθήναι… Ο δη και νυν εστίν ιδείν γινόμενον. Πολλοί την έξω παίδευσιν τη θεού Εκκλησία καθάπερ τι δώρον προσάγουσιν, οίος ην ο μέγας Βασίλειος, κατά τον της νεότητος χρόνον, και τω τοιούτω κατακοσμήσας την αληθή της Εκκλησίας σκηνήν».
Μετάφρασις
«Διότι και την ηθική και την φυσική φιλοσοφία και την γεωμετρία και την αστρονομία και την λογική επιστήμη, και όλες τις σπουδές εις τις οποίες καταγίνονται οι έξω της Εκκλησίας μας, μας διατάσσει ο αρχηγέτης της αρετής, αφού τα λάβουμε από εκείνους, οι οποίοι είναι πλούσιοι σε αυτά, να τα δεχθούμε για να τα χρησιμοποιήσουμε, διότι υπάρχουν περιπτώσεις εις τις οποίες χρησιμεύουν, όταν πρέπει ο Θειος του μυστηρίου Ναός να καλλωπισθή δια του λογικού πλούτου. Αυτό είναι δυνατόν να το δούμε διότι συμβαίνει και τώρα. Πολλοί την κοσμική παιδεία την προσφέρουν σαν δώρο εις την Εκκλησία του Θεού όπως ο Μέγας Βασίλειος ο οποίος καλώς κατά τον χρόνο της νεότητος του προπαρασκεύασε τον εαυτό του εις τον πλούτο της σοφίας, και με αυτήν την σοφία καταστόλισε την αληθινή σκηνή της Εκκλησίας». Ο αρχηγέτης της αρετής είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Να πούμε ακόμη ότι ο Άγιος θεωρεί παράδειγμα τον Μέγα Βασίλειο ο οποίος ήταν πλήρης φιλοσοφικών γνώσεων εκ Ελλήνων δασκάλων και χρησιμοποιούσε την γνώση αυτή έως του τέλους της ζωής του.
«Και γαρ η ηθική τε και η φυσική φιλοσοφία γένοιτο αν ποτέ των υψηλωτέρω βίω σύζυγος τε και φίλη και κοινωνός της ζωής μόνον ει τα εκ ταύτης κυήματα, μηδέν επάγοιτο του αλλοφύλου μιάσματος».
Μετάφρασις
«Διότι η ηθική και η φυσική φιλοσοφία μπορεί να γίνη για τον υψηλότερο βίο σύζυγος και φίλη εάν τα παράγωγα της σχέσης αυτής δεν συνεπιφέρουν κάτι από το αλλόφυλον μίασμα». Το αλλόφυλον μίασμα δεν είναι άλλο από την θρησκεία του δωδεκάθεου. Έτσι να ληφθούν όσα λέγει ο Άγιος διότι χωρίς διάκριση εύκολα κάποιος μπορεί να οδηγηθεί σε λάθος δρόμο.
«Ημείς δε, καθώς εστί δυνατόν, δια στοχασμών τινών και εικόνων φαντασθέντες την αλήθειαν το επί νουν ελθόν ουκ αποφαντικώς εκτιθέμενα, άλλ’ ως εν γυμνασίας είδει τοις ευγνώμοσι των ακροωμένων προσθήσομεν».
Μετάφρασις
«Εμείς όσο αυτό είναι δυνατόν, σχεδιάσαμε την αλήθεια με στοχασμούς και εικόνες, εκείνο το οποίον συνέλαβε η διάνοια μας δεν το εκθέτουμε υπό τύπον ανακοινώσεως αλλά θα το παραθέσουμε στους νοήμονες ακροατές υπό την μορφή γυμνάσματος». Το ερμηνευθέν χωρίο καταδεικνύει σαφέστατα πόσο στενός ήταν ο σύνδεσμος της Χριστιανικής διανοήσεως με την Ελληνική φιλοσοφία και την επιστήμη κατά τον 4ον αιώνα.
ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΜΑΓΝΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Ελάχιστα είναι τα στοιχεία περί του βίου του, που έχουν διασωθεί. Ήκμασε κατά τον Ε΄ αιώνα ως επίσκοπος Μαγνησίας. Εν ιστορικόν στοιχείον δια τον βίον του είναι ότι έλαβε μέρος το 403 μ.Χ. εις την παρά την Δρυν Σύνοδον που συνεκάλεσε ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος προς καταδίκην του επισκόπου Εφέσου Ηρακλείδη όπου ήταν και κατήγορος αυτού. Εις την σύνοδον αυτή ο Ηρακλείδης επίσκοπος Εφέσου καθαιρέθη από τον Άγιο Ιωάννη που σημειωτέον ήταν ο άνθρωπος που χειροτόνησε τον Ηρακλείδη.
Ο Μακάριος Μαγνησίας ήταν συγγραφεύς απολογητής κατά των εθνικών. Περί το 400 συνέθεσε εν απολογητικόν έργο υπέρ του Χριστιανισμού υπό τον παράδοξον τίτλον «Αποκριτικός ή Μονογενής προς Έλληνας». Είναι απαντητικόν έργο εις δημοσιευθείσα κατά της Εκκλησίας πραγματεία εθνικού συγγραφέως. Εικάζεται ότι ο εθνικός συγγραφεύς είναι ο φιλόσοφος Πορφύριος. Ελάχιστον μέρος του έργου του Μακαρίου σώζεται όπως και ενός άλλου έργου του το «Ομιλίαι εις την Γέννησιν». Ο Μακάριος στον «Αποκριτικό» δεν χαρίζεται στους εθνικούς και τους ελέγχει σφόδρα, όμως η πολεμική έχει και όρια και έτσι ηναγκάσθη εκ της μεγάλης του αγάπης προς τον άνθρωπο που εξέπεσε εις πλάνη να του καταδείξει ποια είναι ορθά εξ όσων ισχυρίζεται, χωρίς καθόλου να ξεφύγει εκ των Ορθοδόξων θέσεων, τις οποίες μάλιστα δεν διστάζει να δείξει ποιες ομοιάζουν με τα λεχθέντα εκ των αρχαίων φιλοσόφων, τους οποίους και κατονομάζει.
Εικ. 26
Εις τον τόμον 111 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 βρήκαμε το μικρό τμήμα του έργου «Αποκριτικός ή Μονογενής προς Έλληνας» του Μακαρίου επισκόπου Μαγνησίας.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
«ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΟΣ Ή ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»
«Πλάτων εν «Τιμαίω» λέγει «Ο κόσμος ζώον ορατόν, τα ορατά περιέχον, εικών του νοητού Θεού, αισθητός, μέγιστος και αόρατος». Και γαρ ει τις εικόνα κατασκευάσειε φίλου, ουκ εν εκείνη δήπουθεν αυτώ νομίζει τον φίλον είναι, ουδέ τα μέρη του σώματος εκείνου τοις της γραφής εγκεκλείσθαι μέρεσιν, αλλά την εις τον φίλον τιμήν δι’ εικόνος δείκνυσθαι˙ τας δε προσαγόμενας τοις θεοίς θυσίας, ου τοσούτον τιμής εις αυτούς φέρειν, όσον δείγμα είναι της των θρησκευόντων προαιρέσεως, και του μη προς αυτούς αχαρίστως διακείσθαι˙ ανθρωποειδή δε των αγαλμάτων εικότως είναι τα σχήματα, επεί το κάλλιστον των ζώων ο άνθρωπος είναι νομίζεται και εικών θεού. Πλάτων δε τον ορατόν κόσμον γεγονέναι παράδειγμα του νοητού κόσμου εξ ορατού. …Νουμήνιος δε λέγει «Πολλοί γουν εξ ευχερείας τα θεία τοις βέβηλοις επέθηκαν ονόματα, ουδέν εν τούτω τα θεία λυπήσαντες, την δε σφων αφροσύνην μόνον εφανέρωσαν. Εις γαρ τις θεός μεν λέγεται, και θείον ουδέν έχει, υβρίζει την κλήσιν και διαβάλλει τούνομα, απαραίτητον έγκλημα φέρων και αδιόρθωτον. Μη ουν νομίσεις εν τούτω τον παντοκράτορα Θεόν ανιάσθαι και δυσφορείν, καν μέχρις ερπετών τίνες των αφρόνων το Θείον κατέσυραν όνομα˙ αυτοί γαρ εαυτούς ικανώς εζημίωσαν, οι την πρώτην και ανώλεθρον ουσίαν και ακήρατον ύλαις ατίμοις επάραντες όνομα…
Εις την Γέννεσιν λέγωμε «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν. Αντισθένης ουκ άλλω δε τινι είρηκε «Ποιήσωμεν άλλ’ η τω εαυτού Λόγω και τη εαυτού σοφία». Το αυτό παραδέχθηκε και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας εις την επιστολήν προς Ιουλιανόν.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ
Εγεννήθη περί το 393 μ.Χ. εις Αντιόχειαν εκ ευγενούς και ευσεβεστάτου οίκου. Διήλθε την παιδικήν του ηλικία σε οικογενειακόν περιβάλλον σχεδόν μοναστικόν και ενεδύθη όλως φυσικώς εκ της νεότητος του το μοναχικόν σχήμα εις μοναστήριον των περιχώρων της Αντιοχείας. Εκεί έλαβε πλουσιωτάτη και στερεά μόρφωση περί των εκκλησιαστικών αλλά και επιστημονικών θεμάτων μόρφωση. Εξελέγη παρά την θέλησιν του Επίσκοπος Κύρου εις ηλικίαν μόλις 29 ετών το 423. Κατά τον καιρόν εκείνον η περιοχή της οποίας ανέλαβε την ποιμαντορία αριθμούσε πολλούς Ιουδαίους, εθνικούς και αιρετικούς διαφόρων δοξασιών. Ευθύς αμά τη ενθρονίσει του ανέλαβε το έργον του ευαγγελισμού των και κατόρθωσε να εκχριστιανίσει ικανόν αριθμόν ανθρώπων. Έλαβε μέρος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία συγκροτήθει επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού εις την Έφεσον το 431. Ηρνήθη εκεί να καταδικάσει του Νεστόριον εξαιτίας της φιλίας που τους συνέδεε.
Η πράξις του αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τον Άγιο Κύριλλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας και η διαμάχη των εκτονώθη μετά από έτη. Το 447 ο Θεοδώρητος τέθηκε αντιμέτωπος του αιρεσιάρχη Διόσκουρου ο οποίος ήταν διάδοχος του Αγίου Κυρίλλου. Ο Διόσκουρος πριν αναθεματισθεί  πρόλαβε να εξορίσει τον Θεοδώρητο δια των διασυνδέσεων που είχε. Ο Θεοδώρητος ευθύς μετά τον αναθεματισμό του Διόσκουρου εις την 4η Οικουμενική Σύνοδο που έλαβε χώρα το 451 εν Χαλκηδόνα επανήλθε εις τον θρόνο του εις τον οποίον έμεινε ως το 460 που απεβίωσε ποιμαίντας εν ειρήνη το χριστεπώνυμον πλήθος. Υπήρξεν εκ των γονιμοτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι επιστολές του μόνον οι οποίες ήταν ογκωδέστατες, σύμφωνα δε με τον Νικηφόρον Κάλλιστο υπερβαίνουν τις 500. Εξ αυτών εσώθησαν περίπου 230, οι οποίες είναι αυστηροτάτου ορθοδόξου γραμμής. Πολλά όμως και τα υπόλοιπα έργα του εκ των οποίων κάποια είναι ιστορικού χαρακτήρος.
Εις το έργον του «Ελληνικόν θεραπευτική παθημάτων ήτοι ευαγγελικής αλήθειας εξ ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωσις» ο Θεοδώρητος εν πρώτοις καταδικνύει δια σαφεστάτων επιχειρημάτων πόσο επλανήθησαν οι πρόγονοι μας εκ της θρησκείας των τότε και εν συνεχεία χωρίς κανέναν δισταγμόν εκθειάζει τις ορθές εκ των φιλοσόφων προγόνων μας θέσεις. Λόγω του ότι το έργον είναι μακροσκελέστατον και υπερβαίνει τις 350 σελίδες θα παραθέσουμε ολίγα τμήματα του, αυτά εις τα οποία ο Θεοδώρητος καταγράφει τα όσα ορθά των προγόνων μας διότι τα λάθη των είναι γνωστά.
Εικ. 27
Εις τον τόμον 83 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1857 βρήκαμε το έργο «Ελληνικόν θεραπευτική παθημάτων ήτοι ευαγγελικής αλήθειας εξ Ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωσις» του Θεοδώρητου Επισκόπου Κύρου.
Εικ. 28
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΡΟΥ
«ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ ΗΤΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΕΠΙΓΝΩΣΙΣ»
«Των γαρ δη φιλοσόφων ο κολοφών ο Πλάτων ουκ εν μαθήσει γραμμάτων, άλλ’ εν αληθείας γνώσει την σοφίαν ορίζεται και τους μεν ταύτην επισταμένους, καν μηδέ τα πρώτα στοιχεία γινώσκοιεν, ονομάζει σοφούς˙ τους δε δια πάσης εληλυθότας παιδείας, ουκ επιτρέπει… Τω τοι και ο Πλάτωνος Σωκράτης εν τω Γοργία, πολλά περί των εν Άδη κολαζομένων ειπών, και μέντοι και περί των ανακηρυττομένων ως ευσεβών, επήγαγε… Θεόγνις δε ο Σικελιώτης ποιητής της πίστεως αναγορεύει «Πιστός ανήρ χρυσού και αργυρού αντερύσασθαι». Ακραγαντινός Εμπεδοκλής είρηκεν «Αλλά κακοίς μεν κάρτα πέλει κρατέουσιν απιστείν» Ει δε τον εν στάσει πιστόν χρυσού και αργυρού τιμιώτερον έφη και της των κακών μερίδος άρα κατά τον Ακραγαντινόν οι άπιστοι… Αντισθένης δε ο Σωκράτους φοιτητής περί του Θεού των όλων βοά «Από εικόνος ου γνωρίζεται, οφθαλμοίς ουχ οράται, ουδενί έοικε˙ διόπερ αυτόν ουδείς εκμαθείν εξ εικόνος δύναται». Και Ξενοφών δε ο Αθηναίος ο Σωκρατικός, ο Γρύλλου παις, γέγραφε «Ο γουν πάντα σείων και ατρεμίζων, ως μέγας μεν τις και δυνατός, φανερός˙ οποίος δε εστι μορφήν αφανής»… Ότι δε και συνεργεί ο Θεός τοις απολαύσαι θεραπείας εφιεμένοις, ο Ευριπίδης ο τραγωδοποιός έφη «Τω δ’ αυ πονούντι και Θεός ξυλλαμβάνει»… Την πίστην Αριστοτέλης κριτήριον επιστήμης εκάλεσεν˙ ο δε Επίκουρος πρόληψιν διανοίας αυτήν είπε˙ την δε πρόληψιν, προσλάβουσαν την γνώσιν, κατάληψιν γίγνεσθαι… Ο Πλάτων εν τοις Νόμοις δεδήλωκε «Τον μέλλοντα γαρ φησί, μακάριον και ευδαίμονα έσεσθαι της αλήθειας ευθύς εξ αρχής είναι μέτοχον χρη, ιν ως επί πλείστον χρόνος αληθής ων διαβιώ» και εν των Φαίδωνι δεδήλωκεν «Οξ αν αμύητος και ατέλεστος εις Άδου αφίκηται, εν βορβόρω κείσεται˙ ο δε κεκαθαρμένος τε και τετελεσμένος, εκείσε αφικόμενος, μετά Θεών οικήσει».
Ημείς τα των υμετέρων ποιητών και ξυγγραφέων και φιλοσόφων πονήματα μεταχειρισάμενοι, τα μεν ως δηλητήρια καταλείπομεν, τα δε τη της διδασκαλίας επιστήμη διασκευάσαντες, αλεξιφάρμακον υμίν θεραπείαν προσφέρομεν…
Πυθαγόρας ο Μνησάρχου αρχήν των πάντων έφησε την μονάδα… Ο δε Οδρύσης Ορφεύς βοά «Εις εστ’ αυτοτελής, αυτού δ’ υπό πάντα τελείται˙ εν δ’ αυτοίς αυτός περινίσσεται, ουδέ τις αυτόν εισοράα θνητών, αυτός δε γε πάντας οράται. Αυτόν δ’ ουχ ορόω περί γαρ νέφος εστήρικται˙ πάσι γαρ θνητοίς θνηταί κόραι εισίν εν όσοις, μικραί, επεί σάρκες τε και οστέα εμπεφύασιν. Αυτός δ’ αν μέγαν αυτίς επ’ ουρανόν εστήρικται, χρυσέω εινί θρόνω, γαίη δ’ υπό ποσί βέβηκε. Χείρα δε δεξιτερήν περί τέρμασιν ωκεανοίο εκτέτακεν˙ ορέων δε τρέμει βάσις ένδοθι θυμώ. Ουδέ φέρειν δύναται κρατερόν μένος. Έστι δε πάντι Αυτός επουράνιος, και επί χθονί πάντα τελευτά. Αρχήν αυτός έχων και μέσσην ηδέ τελευτήν». Αξιάγαστα γαρ Πλάτωνος τω όντι τα περί του όντος εν Τιμαίω ξυγγραμμένα. Τις γαρ ουκ αν αγασθείη λέγοντος ακούων. «Τι το ον αεί, γένεσιν δε ουκ έχον; Και τι το γιγνόμενον μεν αεί, ον δε ουδέποτε; Το μεν δη νοήσει μετά λόγου περιληπτόν, αεί και κατά το αυτό ον˙ το δε αισθήσει α λόγω δοξαστόν, γιγνόμενον και απογιγνόμενον, όντως δε ουδέποτε ον. Ταύτα γαρ πάντα μέρος χρόνου, το ην και έσται˙ α δη φέροντες λανθάνομεν επί την αΐδιον ουσίαν, ουκ ορθώς. Λέγομεν γαρ δη, ως ην, έστι τε και έσται˙ αυτή δε το έστι μόνον κατά τον αληθή λόγον προσήκει˙ το δε ην και το έσται, περί την εν χρόνω γένεσιν ούσαν πρέπει λέγεσθαι. Το δε αεί και κατά τα αυτά έχον ακινήτως, ούτε πρεσβύτερον ούτε νεώτερον προσήκει γίγνεσθαι». Και τω Κρίτωνι δε διαλεγόμενος ο Σωκράτης ένα πάντων οπτήρα φησί. Λέγει δε «Ουκ άρα γε, ω βέλτιστε, πάνυ ημίν ούτω φροντιστέον, τι ερούσιν οι πολλοί ημάς, άλλ’ ότι ο επαΐων των δικαίων και αδίκων, ο εις και αυτή η αλήθεια». Ο Πλάτων εν οις προς Κορίσκον επέστειλεν και τάδε προστέθεικεν «Τον πάντων θεών ηγεμόνα των τε όντων και των μελλόντων, του τε ηγεμόνος και αιτίου πατέρα και κύριον επομνύντας, ον, εάν ορθώς φιλοσοφείτε έσεσθε». Εν τω Επινομίδι λέγει «Και τιμάς αποδιδώμεν, μη τω μεν ενιαυτόν, τω δε μήνα, τω δε μηνός τίνος μοίραν τάττωμεν, μηδέ τινά χρόνον εν ω διεξέρχεται τον αυτού πόλον, ξυναποτελών κόσμον, ον έταξε λόγο ο πάντων θειότατος˙ ον ο μεν ευδαίμων πρώτον μεν εθαύμασεν, έπειτα δε έρωτα έσχεν του καταμαθείν οπόσα ενήν τη φύσει δυνατά». Και Διονυσίω δε γράφων τοιάδε φησί «Φραστέον δη σοι δι’ αινιγμάτων, ιν αν τι δέλτος ή πόντου ή γης εν πτυχαίς πάθη, ο αναγνούς μη γνω. Ώδε γαρ έχει˙ περί τον πάντων βασιλέα τα πάντα εστί, και εκείνου γε ένεκα πάντα, και εκείνος γε αίτιος πάντων καλών˙ δεύτερον δε περί τα δεύτερα, και τρίτον περί τα τρίτα». Νουμήνιος δε ο Πυθαγόρειος εν οις τα περί τ’ αγαθού γέγραφε, σαφέστερον ταύτα εδίδαξε. Φησί γαρ «Ούτε δημιουργείν έστι χρεών τον πρώτον, και του δημιουργούντος Θεού χρη είναι νομίζειν πατέρα τον πρώτον Θεόν». Και Πλωτίνος δε, ο την Πλάτωνος φιλοσοφίαν ζηλώσας, περί των τριών αρχικών υποστάσεων βιβλίον ξυνέγραψεν, εν ω και τάδε έφη «Τι ουν χρη περ’ του τελειοτάτου λέγειν; Ουδέν απ’ αυτού, η τα μέγιστα μετ’ αυτό; Μέγιστα δε μετ’ αυτόν νους, και δεύτερον. Και γαρ ορά ο νους εκείνον. Ποθεί δε παν το γεννήσαν, και τούτο αγαπά, και μάλιστα όταν ώσι μόνοι το γεννήσαν και το γεγεννημένον˙ όταν δε και το άριστον η το γεγεννημένον, εξ ανάγκης σύνεστιν αυτώ ως τη ετερότητι μόνον κεχωρίσθαι. Εικόνα δε εκείνου είναι λέγομεν τον νουν. Δει γαρ σαφέστερον λέγειν». Αυτίκα τοίνυν την Πλάτωνος διάνοιαν αναπτύσσοντες και ο Πλωτίνος και ο Νουμήνιος τρια φασίν αυτόν ειρηκέναι υπέρχρονα και αΐδια, τ’ αγαθόν και νουν και του παντός την ψυχήν˙ ον μεν ημείς Πατέρα καλούμεν, τ’ αγαθόν ονομάζοντα˙ Νουν δε, ον ημείς Υιόν και Λόγον προσαγορεύομεν˙ την δε τα πάντα ψύχουσαν και ζωοποιούσαν δύναμιν Ψυχήν καλούντα, ην Πνεύμα Άγιον οι Θεοί προσαγορεύουσι λόγοι…
Ότι δε και των παλαιών τινες αγέννητον καλούσι το των όλων Θεόν, ακούσαι αν τις και Τιμαίου του Λοκρού λέγοντος «Μια αρχά πάντων εστίν αγέννητος˙ ει γαρ εγένετο, ουκ αν ην έτι αρχά, αλλ’ εκείνα εξ ας αρχά εγένετο». Παρμενίδης δε ο Ελεάτης και τον κόσμον αγέννητον είναι λέγων βοά «Μούνον μουνογενές και ατρεμές, ηδ’ αγέννητον…
Ο Πλάτων εν των τρίτω της Πολιτείας δηλοί «Επιμελείσθαι γαρ σώματος δει, φησί, ψυχής ένεκα αρμονίας˙ δι’ ου βιούν τε εστί, και ορθώς βιούν, καταγγέλοντας της αλήθειας το κήρυγμα». Είτα επάγει «Των περί Θεού νόμων τε και τύπων, εν οις δεήσαι τους τε λέγοντας λέγειν και τους ποιούντας ποιείν, μη πάντων αίτιον τον Θεόν, αλλά των αγαθών». Και εστίν ακούσαι Σωκράτους τω Αλκιβιάδη λέγοντος˙ και ταύτα γε ο Πλάτων ξυνέγραψεν «Έχομεν ουν ειπείν ότι της ψυχής εστί θειότατον η τούτο περί ο ειδέναι τε και φρονείν έστιν; Ουκ έχομεν. Τω Θεώ ουν τούτο έοικεν αυτής˙ και τις τούτο βλέπων και παν το θείον γνους, θεόν τε και φρόνησιν, ούτω και εαυτόν γνοίη μάλιστα». Παραπλήσια δε καν των Φαίδωνι λέγει «Δηλαδή ω Σώκρατες, ότι η μεν ψυχή τω Θείω˙ το δε σώμα τω θνητώ»…
Επίχαρμος ο Πυθαγόρας λέγει «Ουδέν εκφεύγει το θείον˙ τούτο γινώσκειν σε δει. Αυτός εσθ’ αμών επόπτης, αδυνατεί δ’ ουδέν Θεώ». Και Δίφιλος δε ο κωμικός αληθή φιλοσοφίαν τη κωμωδία προσμίξας, τάδε φησίν «Οίει συ τους θανόντες ω Νικήρατε. Τρυφής απάσης μεταλαδόντας εν βίω, πεφευγέναι το Θείον ως λεληθότας; Έστι Δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά. Και δη καθ’ άδην δύο τρίβους νομίζομεν μίαν μεν δικαίων˙ ετέραν δε ασεβών. Μηδέν πλανηθής˙ έστι καν άδου κρίσις, ήνπερ ποιήσει Θεός ο πάντων Δεσπότης». Πίνδαρος δε ο Θηβαίος, την παναλκή δύναμιν του Θεού διδάσκει τους αγνοούντας «Θεώ γαρ φησί, δυνατόν εκ μελαίνας νυκτός αμίαντον όρσαι φάος, κελαινεφέϊ δε σκότει καλύψαι καθαρόν αμέρας σέλας». Ο δε γε Αρίστωνος σαφέστερον επιδείκνησιν ημίν των όλων τον Πρύτανιν των του παντός οιάκων επειλημμένον. Λέγει δε ταύτα εν τοις Νόμοις «Ο μεν δη Θεός, ως και ο παλαιός λόγος, αρχήν και τελευτήν και μέσα των όντων απάντων έχων, ευθεία περαίνει, κατά φύσιν περί πορευόμενος˙ τω δε αεί ξυνέπεται Δίκη, των απολειπομένων του Θείου νόμου τιμωρός˙ ης ο μεν ευδαιμονήσειν μέλλων εχόμενος ξυνέπεται ταπεινός και κεκοσμημένος. Ει δε τις εξαρθείς υπό μεγαλαυχίας, ή χρήμασιν επαιρόμενος ή τιμαίς ή και σώματος ευμορφία, καταλείπεται έρημος Θεού. Μετά δε χρόνον υποσχών τιμωρίαν ου μεμπτήν τη δίκη». Εν δε τοις Νόμοις λέγει «Τούτων δε τα μεν ανθρώπινα, εις τα θεία, τα δε θεία, εις τον ηγεμόνα νουν ξύμπαντα βλέπει». Εν τω Θεαίτητω ο Πλάτων ξυνέγραφεν ότι «Ο Θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος, άλλ’ ως οίον τε δικαιότατος˙ και ουκ έστιν ομοιότερον ουδέν, η ος αν ημών γέννηται ότι δικαιότατος περί τούτον». Εν τη Απολογία λέγει «Αλλά και υμάς χρη, ω άνδρες δικασταί ευέλπιδας είναι προς θάνατον, και εν τι τούτο διανοείσθαι αληθές, ότι ουκ έστιν ανδρί αγαθώ κακόν ουδέν, ούτε ζώντι ούτε τελευτήσαντι, ούτε αμελείται υπό Θεών τα τούτου πράγματα»…
Πίνδαρος ο λυρικός λέγων ωδί «Ψυχαί δ’ ευσεβών, εν ουρανοίς ναίουσαι μολπαίς μάκαρα μέγαν αειδούσιν εν ύμνοις». Ο δε Ησίοδος περί των αγγέλων λέγει «Οι μεν δαίμονες αγνοί επιχθόνιοι καλέονται, εσθλοί, αλεξίκακοι, φύλακες θνητών ανθρώπων». Ο Απόλλων δε βοά «Λύεται λοιπόν άνακτα˙ Θεός βροτός ουκ έτι χωρεί»…
Ο δε Δωδωναίος και ο Πύθιος κλινομένους εδιδότην χρησμούς. Ακούσατε δε και των εξής «Εγώ ο Θεός πρώτος˙ και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Είδοσιν με τα έθνη και εφοβήθησαν, τα άκρα της γης εξέστησαν˙ ήγγισαν και ήλθον, άμα κρίνων έκαστος τω πλησίον βοηθήσαι, και τω αδελφώ˙ και έρει˙ ίσχυσεν ανήρ τέκτων, και χαλκεύς τύπτων σφύρα, άμα ελαύνων. Τότε μεν ερεί˙ σύμβλημα καλόν εστίν. Ισχύρωσαν αυτόν εν ήλοις˙ θήλουσιν αυτό, και ου κινηθήσεται».
Πλάτων δε ο Αρίστωνος τη μεγαλονοία του όρου και τούτον απέκρυψε˙ το γαρ, ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν, τέλος ωρίσατο των αγαθών. Αξιέπαινος. Και εν των Φαίδωνι λέγει «Οι δ’ αν δόξωσιν ανηκέστως έχειν δια τα μεγέθη των αμαρτημάτων, ή ιεροσυλίας πολλάς και μεγάλας, ή φόνους πολλούς και αδίκους και παρανόμως εξειργασμένοι, η άλλα όσα τυγχάνει τοιαύτα όντα, τούτους δε η προσήκουσα μοίρα ρίπτει εις τον Τάρταρον, όθεν ούποτ’ εκβαίνουσιν». Καν τω Γοργία λέγει «Τον δε δικαίως τον βίον διεληλυθότα και οσίως, επειδάν τελευτήση, εις μακάρων νήσους απιόντα οικείν εν πάση ευδαιμονία εκτός κακών˙ τον δε αδίκως και αθέως, εις το της κρίσεως τε και δίκης δεσμωτήριον, ο δη Τάρταρον καλούσιν ιέναι». Και αύθις «Έπειτα γυμνούς κριτέον απάντων τούτων. Τεθνεώτας γαρ δει κρίνεσθαι˙ και τον κριτήν δει γυμνόν είναι τεθνεώτα, αυτή τη ψυχή θεωρούντα εξαίφνης αποθανόντος εκάστου, έρημον πάντων συγγενών, καταλιπόντα επί γης πάντα εκείνον τον κόσμον, ίνα δίκαια η κρίσις η «…Εν τη Πολιτεία λέγει «Έφη δε, επειδή οι εκεί εκβήναι την ψυχήν, πορεύεσθαι ήδη μετά πολλών, και αφικνείσθαι σφας εις τόπον τινά δαιμόνιον, εν ω της τε γης είναι δύο χάσματα εχόμενα αλλήλοιν, και του ουρανού αυ εν τω άνω άλλα καταντίκρυ˙ δικαστάς δε μεταξύ τούτων καθήσθαι, ους, επειδάν δικάσαιεν, τους μεν δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι την δεξιάν τε και άνω δια του ουρανού, σημεία περιρράψαντας των δεδικασμένων εν τω πρόσθεν˙ τους δε αδίκους την εις αριστεράν τε και κάτω, έχοντας και τούτους εν τω όπισθεν σημείον απάντων ων έπραξαν. Αυτού δε προσελθόντος, ειπείν ότι δέοι αυτόν άγγελον ανθρώποις γενέσθαι των εκεί, και διακελεύεσθαι διακούειν τε και θεάσθαι πάντα τα εν τόπω». Ούτοι αληθώς άξιοι της φιλοσοφίας οι λόγοι… Εν τω Θεαίτητω ξυνέγραψεν «Φυγή δε, ομοίωσις Θεώ κατά το δυνατόν. Ομοίωσις δε, δίκαιον και όσιον μετά φρονήσεως γενέσθαι». Μάλα δε και σαφώς και σοφώς εν τούτοις τούτοις τον της μιμήσεως εξεπαίδευσε τρόπον. Έπειτα δια πλειόνων εν αυτώ γε τω διαλόγω την τελειότητα διδάσκει της αρετής, ωδέ πη γράφων «Λέγωμεν δε περί των κορυφαίων. Τι γαρ αν τις τους παρανόμως εν φιλοσοφία διατρίβοντας λέγοι; Ούτοι δε που ούτε εις αγοράν ίσασι την οδόν, ούτε όπου δικαστήριον, ή βουλευτήριον, ή τι κοινόν άλλο της πόλεως ξυνέδριον˙ νόμους δε και ψηφίσματα λεγόμενα ή γραφόμενα ούτε ορώσιν, ούτε ακούουσιν˙ σπουδαί δε εταιρειών επ’ αρχάς, και ξύνοδοι, και δείπνα, και οι ξυν αυλητρίσι κώμοι, ούδε όναρ πράττειν προσίσταται αυτοίς˙ ουδέ ει κακός τις γέγονεν εν πόλει, ή τι τω κακόν έστιν εκ προγόνων γεγονός προς ανδρών ή γυναικών, μάλλον αυτόν λέληθεν η οι της θαλάττης λεγόμενοι χόες. Και ταύτα πάντα ουδ’ ότι ουκ οίδεν˙ ούδε γαρ αυτών απέχεται του ευδοκιμείν χάριν. Τω όντι δε το σώμα μόνον εν τη πόλει κείται αυτού και επιδημεί, η δε διάνοια, ταύτα πάντα ηγησάμενη σμικρά, και ως ουδέν ατιμάσασα, πανταχή πετάται κατά Πίνδαρον, τα τε γης υπένερθεν και τα επίπεδα γεωμετρούσα, ουρανούς τε υπεραστρονομούσα και πάσαν πάντι φύσιν διερευνωμένη»…
Εν τω Γοργία περί δικαιοσύνης και αδικίας τούτους τους λόγους ο Σωκράτης των Κρίτωνι προσενήνοχε. Μετά γαρ πολλούς ετέρους και τάδε προστέθεικεν «Ουδαμώς άρα δει αδικείν. Ούδε αδικούμενον άρα ανταδικείν, ως οι πολλοί οίονται˙ επειδήπερ’ ουδαμώς δει αδικείν. Τι δε δη; Κακουργείν δει, ω Κρίτων, η ου; Ου δει δήπου, ω Σώκρατες. Τι δε; Αντικακουργείν κακώς πάσχοντα, ως οι πολλοί φασι δίκαιον, ή ου δίκαιον; Ουδαμώς. Το γαρ που κακόν ποιείν ανθρώποις, του αδικείν ουδέν διαφέρει. Καλώς λέγεις. Ούτε ουν άρα ανταδικείν δει, ούτε κακώς ποιείν ουδένα ανθρώπων, ούδ’ αν οτιούν πάσχη τις υπ’ αυτών». Τοιαύτην μεν ουν αδικίας περί και δικαιοσύνης Σωκράτης και Πλάτων διδασκαλίαν εποιησάτην, αξιέπαινον αληθώς και λογικήν».
ΝΕΜΕΣΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΜΕΣΗΣ
Ο Νεμέσιος ήκμασε περί το 400 μ.Χ. Δυστυχώς δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τον βίο του εκκλησιαστικού αυτού Πατρός. Ήταν σύγχρονος των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών και του αυτού θρησκευτικού πνεύματος. Το πολύ σημαντικό έργο του «Περί φύσεως ανθρώπου» μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρισθεί ως επιτομή της χριστιανικής ανθρωπολογίας παρόλο που ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι πάντα επιτυχής. Στο έργο του ο Νεμέσιος εξαίρει όπως και ο Ποσειδώνιος το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι σύνδεσμος της ορατής και αοράτου κτίσεως διότι αποτελείται από το ορατό σώμα και την αόρατη ψυχή. Εδώ ο λόγος της υπάρξεως της καθ’ ολοκληρίας σύμπαντος δημιουργίας, γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί δια της δημιουργίας του ανθρώπου. Οι εξωβιβλικές επιδράσεις του Νεμέσιου προέρχονται εκ του Αριστοτέλους, του Επίκουρου, του Χρύσιππου, του Ξενοκράτη του Πλάτωνος βεβαίως και όσων θα δούμε στην πολύ συντμημένη παρουσίαση του έργου. Δέχεται εξ ολοκλήρου σχεδόν τις θέσεις του Γαληνού για την ανθρώπινη ανατομία και τις ψυχικές ασθένειες και πολλές ανάλογες θέσεις του Ιπποκράτους. Η πρωτοτυπία του Νεμέσιου είναι ότι επιχειρεί μια περισσότερο συστηματική ανάπτυξη του όλου θέματος. Ανθρωπολογία και Θεολογία συνδέονται αρρήτως στο έργο αυτό. Δεν αρνήται ούτε κατά κεραία ο συγγραφεύς την προηγηθείσα πατερική παράδοση και προσπαθεί όπως και άλλοι προηγουμένως να αφωμοιώσει δια του έργου στην χριστιανική διδασκαλία τα όσα ορθά ελέχθησαν εκ των φιλοσόφων της αρχαιότητος δια της ανθρωπολογικής έρευνας των.
Το έργο αυτό επηρέασε πολλούς Αγίους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μάλιστα η επίδρασις ήταν ανάλογη με αυτήν του έργου «Περί κατασκευής ανθρώπου» του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Μάλιστα εις εξ όσων άσκησε επίδραση το έργο του Νεμέσιου ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κατά την σύνταξη του έργου του «Περί Ορθοδόξου πίστεως» εχρησιμοποίησε σε πολλά σημεία μάλιστα κατά λέξιν το έργο του Νεμεσίου.
Εικ. 29
Εις τον τόμον 40 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 βρήκαμε το έργο «Περί φύσεως ανθρώπου» του Νεμεσίου Επισκόπου Εμέσης.
Εικ. 30
ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΜΕΣΗΣ
«ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
«Θαλής μεν γαρ πρώτοις την ψυχήν έφησεν αεικίνητον και αυτοκίνητον˙ Πυθαγόρας δε, αριθμόν εαυτόν κινούντα˙ Πλάτων δε, ουσίαν νοητήν εξ εαυτής κινητήν κατά αριθμόν εναρμόνιον˙ Αριστοτέλης δε εντελέχειαν πρώτην σώματος φυσικού, οργανικού, δυνάμει ζωήν έχοντος… Χρύσιππος δε φήσιν ότι ο θάνατος εστί χωρισμός ψυχής από σώματος… Ξενοκράτης δε ότι η ψυχή εστίν η διακρίνουσα τα πράγματα, τας μορφάς και τύπους εκάστοις επιβάλλειν. Αυτή γαρ εστίν η τα είδη από των ειδών χωρίζουσα και διάφορα αυτά αποφαίνουσα. Το δε αυτοκίνητον αυτής και αυτός προσεμαρτύρησεν, η ψυχή δε μια και η αυτή μένουσα κατά την ουσίαν, υπαλλάτει τας ποιότητας, εξ αμαθίας εις επιστήμην μεταπίπτουσα, και εκ κακίας εις αρετήν. Ευνόμιος δε ωρίσατο την ψυχήν ουσίαν ασώματον εν σώματι κτιζομένην συμφρονήσας ομού Πλάτωνι και Αριστοτέλει. Παν γαρ το γένεσιν έχον, σωματικήν ομού και χρονικήν, φθαρτόν εστί και θνητόν ωρίσατο Ευνόμιος. Αμμώνιος δε ο διδάσκαλος Πλωτίνου έλεγε γαρ τα νοητά τοιαύτην έχουν φύσιν, ως και ενούσθαι τοις δυναμένοις αυτά δέξασθαι, καθάπερ τα συνεφθαρμένα, και ενούμενα μένειν ασύγχυτα και αδιάφθορα, ως τα παρακείμενα ίνα λύσει την απορίαν Πλάτωνος πως γαρ εν είναι δύναται μετά του σώματος η ψυχή… Οι Στωϊκοί ούτως ορίζονται την αίσθησιν. Πνεύμα νοερόν από του ηγεμονικού επί τα όργανα τεταμένον. Έτι δε και ούτω˙ δύναμιν ψυχής αντιληπτικήν των αισθητών˙ αισθητήριον δε όργανον της αντιλήψεως των αισθητών. Πλάτων δε την αίσθησιν λέγει ψυχής και σώματος κοινωνίαν προς τα εκτός. Η γαρ δύναμις, ψυχής˙ το τε όργανον, σώματος˙ άμφω δε δια φαντασίας αντιληπτικά των έξωθεν. Και γαρ η κίνησις και η φωνή οξύτατα και σχεδόν αχρόνως υπακούει τη βουλήσει του λογισμού. Το δε μνημονευτικόν σωτηρία αισθήσεως τε και νοήσεως ορίζει ο Πλάτων. Η γαρ ψυχή των μεν αισθητών δια των αισθητηρίων αντιλαμβάνεται, των δε νοητών, δια του νού, και γίνεται νόησις λέγει… Ζήνων δε ο Στωϊκός οκταμερή φησιν είναι την ψυχήν διαιρών αυτήν εις τε το ηγεμονικόν και εις τας πέντε αισθήσεις, και εις το φωνητικόν και το σπερματικόν. Παναίτιος δε ο φιλόσοφος το μεν φωνητικόν της καθ’ ορμήν κινήσεως μέρος είναι βούλεται, λέγων ορθότατα… Και γαρ κατά Πλάτωνα, των ηδονών αι μεν εισι ψευδείς, αι δε αληθείς˙ ψευδείς μεν όσαι μετ’ αισθήσεως γίνονται και δόξης ουκ αληθούς, και λύπας έχουσιν συμπεπλεγμένας˙ αληθείς δε, όσαι της ψυχής εισί μόνης αυτής καθ’ εαυτήν μετ’ επιστήμης και νου και φρονήσεως, καθαραί και ανεπίμικτοι λύπης, αις ουδέ μία μετάνοια παρακολουθει ποτέ. Καλούσι δε ταις καλαίς πράξεσιν ηδονάς. Επίκουρος δε την γαρ απαλλαγήν του λυπούντος, ηδονήν είναι φησιν… Πλάτων δε διχώς λέγει την ειμαρμένην˙ την μεν, κατ’ ουσίαν, την δε, κατ’ ενέργειαν. Κατ’ ουσίαν μεν την του παντός ψυχήν˙ κατ’ενέργειαν δε, Θείον νόμον απαράβατον δι’ αιτίαν αναπόδραστον. Τούτον δε τον νόμον δέδοσθαι παρά του πρώτου και ανωτάτου Θεού τη του παντός ψυχή εις διακόσμησιν των όλων, καθ’ ον διεξάγεται τα γινόμενα˙ ταύτην δε την κατ’ ενέργειαν ειμαρμένην και κατά πρόνοιαν λέγειν. Από γαρ της πρόνοιας εμπεριέχεσθαι την ειμαρμένην˙ παν γαρ το καθ’ ειμαρμένην και κατά πρόνοιαν γίνεσθαι˙ ου μην παν το κατά πρόνοιαν και καθ’ ειμαρμένην είναι. Αυτός δε ο Θείος νόμος, ον φησιν πρόνοιαν είναι ομού και ειμαρμένην, πάντα εν εαυτού περιέχει τα μεν καθ’ υπόθεσιν, τα δε εξ υποθέσεως… Πλάτων μεν ουν και τα καθόλου, και τα καθ’ έκαστα πρόνοιαν διοικείν βούλεται, διαιρών τον της πρόνοιας λόγον εις τρια. Πρώτην μεν γαρ είναι του πρώτου Θεού˙ προνοείν δε τούτον προηγουμένως μεν των ιδεών, έπειτα δε ξύμπαντος του καθόλου κόσμου, οίον, ουρανού και αστέρων και πάντων των καθόλου, τουτέστι των γενών, ουσίας τε και ποσότητας και ποιότητας, και των άλλων των τοιούτων και των τούτοις υποτεταγμένων ειδών˙ της δε γενέσεως των ατίμων ζώων τε και φυτών και πάντων των εν γενέσει και φθορά, τους δεύτερους θεούς, τους τον ουρανόν περιπολούντας, προνοείν. Προΐστασθαι δε ταύτης τινάς τεταγμένους δαίμονας περί την γη, φύλακας των ανθρωπίνων πράξεων. Είναι δε και τη δευτέρα και τη τρίτη πρόνοια το είναι παρά τη πρώτης, ως δυνάμει πάντα παρά του πρώτου Θεού διοικείσθαι… Επίκουρος γουν έλεγε «Το μακάριον και άφθαρτον ούτε αυτό πράγματα έχει, ούτε άλλω παρέχει. Ώστε ούτε οργαίς ούτε χάρισι συνέχεται˙ εν ασθενεία γαρ πάντα τα τοιαύτα. Οργή γαρ θεών αλλότριον. Επί γαρ αβουλήτω γίνεται˙ Θεώ δε ουδέν αβούλητον»… Ευριπίδης δε και Μένανδρος εν ενίοις τον νουν τον εν εκάστω φασί προνοείν εκάστου και εαυτού… Φυσικώς γαρ ορώντες τίνας πάσχοντας συστελλόμεθα, ως είρηται καλώς και Μενάνδρω το «Φοβούμενοι το Θείον επί του σου πάθους».
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
Η ένδοξος και στολισμένη με σοφία αξιοζήλευτη και με κάθε αρετή Μεγαλομάρτυς Αικατερίνη εγεννήθη στην Αλεξάνδρεια. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, έφθανε μόνο μία απλή καταγγελία ότι κάποιος ήταν Χριστιανός για να οδηγηθεί στον θάνατο οποιοσδήποτε και αν ήταν ο κατηγορούμενος. Η Αγία ήταν κόρη του πρώην Βασιλίσκου της Αλεξανδρείας Κέστου και έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. κατά τα έτη που αυτοκράτορες ήταν ο Μαξιμιανός, ο Μαξέντιος και ο Μαξιμίνος. Ο Συμεών ο Μεταφραστής και βιογράφος της Αγίας την περιγράφει σαφέστατα μας διδει δε και τον διάλογο της μετά του βασιλέως και των φιλοσόφων που επιστράτευσε ο βασιλεύς για να την αντιμετωπίσει. Η αοίδιμος ήτο υψηλού αναστήματος πολλά ωραία και εις το κάλλος αμίμητος, εκπαιδευθείσα εις πάσαν Ελληνικήν παιδείαν και μαθούσα όλους τους ποιητάς, Όμηρο, Βιργίλιον, Αριστοτέλην και Πλάτωνα˙ όχι δε μόνον τους φιλοσόφους, αλλά και τας βίβλους των ιατρών Ασκληπιού, Ιπποκράτους και Γαληνού και απλώς ειπείν όλην την ρητορικήν και Λογικήν και πάσαν λέξιν και γλώσσαν έμαθεν, ώστε όλοι εθαύμαζον την σοφίαν της, όχι μόνον οι ορώντες αλλά και οι εξ ακοής εξεπλήττοντο. Πολλοί πλούσιοι άρχοντες την ζήτησαν σε γάμο αλλά η Αγία παρέμεινε παρθένος και άγαμος γιατί ήθελε να αφιερωθεί στον ουράνιο Βασιλέα. Κατά το έτος 305 ο αυτοκράτωρ Μαξιμίνος διέταξε όλοι οι υπήκοοι του να συναχθούν στους ειδωλολατρικούς ναούς και να θυσιάσουν στους «Θεούς». Η Αγία βλέποντας στην Αλεξάνδρεια τις τελετές στις οποίες θυσίασαν 130 ταύρους δεν άντεξε και έλεγξε τον Βασιλέα. Αυτός διέταξε να την συλλάβουν αμέσως, δεν επέτρεψε όμως να της κάνουν κακό διότι γνώριζε ποια ήταν. Κάλεσε τους σοφότερους ειδωλολάτρες για να την κάνουν δια της σοφίας τους και της ρητορικης τους δεινότητας να παραδεχθή ότι έχουν δίκιο αυτοί. Πίστευαν ότι αν τα κατάφερναν μαζί με την Αγία και πλήθος κόσμου που είχαν γίνει Χριστιανοί και την θαύμαζαν θα θυσίαζαν μαζί της στα είδωλα. Η Αγία απέναντι στους μεγαλύτερους φιλοσόφους όχι μόνον δεν λύγισε αλλά κατάφερε να τους κα΄νει να ασπασθούν τον Χριστό και να γίνουν Χριστιανοί, μαζί δε με αυτούς και η σύζυγος του αυτοκράτορος Φαυστίνα και ο στρατηγός Πορφυρίων έγιναν Χριστιανοί. Ο Μαξιμίνος διέταξε να θανατωθούν όλοι αμέσως πλην της Αγίας όπερ και εγένετο. Για την Αγία ο Μαξιμίνος είχε άλλη γνώμη, διέταξε να την βασανίσουν όσο φριχτώτερα μπορούσαν για τον εξευτελισμό που υπέστη και για όσους θανάτωσε εξ αιτίας της. Αφού δεν επέτυχαν το παραμικρό διέταξε τον αποκεφαλισμό της και έτσι η Αγία σε νεαροτάτη ηλικία το έτος 305 στις 25 Νοεμβρίου άφησε τα επίγεια και μετέστη στα ουράνια. Ο διάλογος της Αγίας με τους φιλοσόφους είναι υπερενδιαφέρων διότι η Αγία εκθείασε τους σοφούς της αρχαιότητας για τον ορθό τους δρόμο προς τον Θεό όσο αυτό ήταν δυνατόν την εποχή εκείνη.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Η πάγκαλος Αικατερίνα ήλθεν έμπροσθεν του βασιλέως και πρώτον μεν υπεκλίθη, έπειτα είπε προς αυτόν ευθαρσώς και ατρομήτως.  «Έπρεπεν σε, ω Βασιλεύ, και πρότερον να γνωρίσης την πλάνην, την οποία έχετε, λατρεύοντες ως θεούς είδωλα φθαρτά και αναίσθητα, ότι εντροπή σας μεγάλη είναι να είσθε τόσον φανερά τυφλοί εις την αλήθειαν, προσκυνούντες ως ανόητοι τοιαύτα βδελύγματα˙ τουλάχιστον τον σοφόν σου Διόδωρον δεν πιστεύεις, όστις λέγει ότι άνθρωποι ήσαν οι θεοί σας και ετελείωσαν τον βίον ελεεινώς, αλλά δια τινάς πράξεις, τας οποίας ετέλεσαν, ήτοι ανδρείας ή λόγω ετέρου τινός κατορθώματος, τους ονόμασαν αθανάτους, ως ανόητοι και με στήλας και είδωλα και όμοια τούτους ετίμησαν; Οι δε μεταγενέστεροι, μη ηξεύροντες την γνώμην των προγόνων αυτών, ότι μόνον προς ενθύμησιν τους έστησαν ανδριάντας, αλλά νομίζοντες ότι είναι πράγμα ευσεβές και δίκαιον τους προσεκύνουν ως θεούς. Ακόμη δε και ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος μέμφεται και καταφρονεί όσους επλανήθησαν και σέβονται τοιαύτα αγάλματα. Τούτων των διδασκάλων έπρεπε να πιστεύσης, ω βασιλεύ, και να μην είσαι αιτία της απωλείας τοσούτων ψυχών». Εις αυτά απήντησε ο βασιλεύς λέγων «Μη λέγης κακόν δια τους θεούς, οίτινες έχουν δόξαν αθάνατον»… Λαβόντες την Αγίαν οι απεσταλμένοι επήγαν εις τα βασίλεια και ευθύς ο υπερήφανος εκείνος ρήτωρ είπε ταύτα με σοβαρόν πρόσωπον φθεγγόμενος «Συ είσαι ήτις υβρίζεις τους θεούς μας τοσούτον αναίσχυντα». Η Αγία απεκρίθη προς αυτόν με πραότητα «Προς αληθεστέραν πίστωσιν, άκουσον τι λέγει περί αυτού η σοφωτάτη Σίβυλλα σας, μαρτυρούσα αυτού την ένθεον Σάρκωσιν και την σωτήριον Σταύρωσιν: Οψέποτε τις επί την πολυσχιδή ταύτην ελάσειε γην και δίχα σφάλματος γεννήσεται Σαρξ˙ ακαμάτοις δε θεότητος όροις ανιάτων παθών λύσει φθοράν. Και τούτω φθόνος γεννήσεται εξ απίστου λαού και εις ύψος κρεμασθήσεται ως θανάτου κατάδικος. Άκουσον δε και τον αψευδή σου Απόλλωνα, ότι και χωρίς να θέλη ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν απαθή, βιαζόμενος υπό της δυνάμεως αυτού: Εις με φήσι βιάζεται ουράνιος, ος εστί φως τριλαμπές. Ο δε παθών Θεός και Ανήρ. Πάντα φέρων εκ θνητής, Σταυρόν, ύβριν, ταφήν. Ταύτα είπε ο Απόλλων δια τον όντως Θεόν».
Παραθέσαμε ως ήταν λογικό λόγω οικονομίας χώρου εκ του διαλόγου μόνον τα σημεία στα οποία η Αγία μίλησε για τον Διόδωρον, τον Πλούταρχο, την Σίβυλλα και τον Απόλλωνα και μας είπε τι ειπώθηκε εξ αυτών. Για τα όσα μαρτυρεί η Αγία ότι ειπώθηκαν εκ της Σίβυλλας η μετάφραση είναι «Κάποτε σ’ αυτήν την πολυδιαιρημένη και ταραγμένη γη θα γεννηθεί με σάρκα αναμάρτητη ο Θεός, με ακατάβλητη την Θεότητα θα πάψει την φθορά μας εκ των ανιάτων παθών. Θα τον φθονήσει άπιστος λαός και θα τον κρεμάσει ψηλά σε θάνατο ωσάν κατάδικο». Όσον αφορά τα λεγόμενα του Απόλλωνος η μετάφραση είναι «Όσα πω με βάζει να τα πω ένας ουράνιος ο οποίος είναι φως τριλαμπές. Αυτός που θα πάθει είναι ο Θεός. Και η θεότης του δεν θα πάθει τίποτα. Γιατί είναι με θνητό σώμα αλλά αθάνατος και ιερός. Θεός και άνδρας ταυτόχρονα. Θα υποφέρει εκ του θνητού του, Σταύρωση, ύβριν και ταφήν».
Εικ. 31
Εις τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας» του Αρχιμανδρίτου Βίκτωρος Ματθαίου βρήκαμε τον βίο της Αγίας Αικατερίνης. Τα ίδια ακριβώς στοιχεία παρατίθενται και στον «Μέγα Συναξαριστή»του Επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή. Να προσθέσουμε εδώ ότι και οι δύο προαναφερθέντες ανήκουν στην Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος που ακολουθεί το Ιουλιανό «παλαιό» ημερολόγιο.
Εικ. 32
Εις τον τόμον 10 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1887 βρήκαμε το έργο του Ιερομάρτυρος Αγίου Ιππολύτου «Εκ του προς Έλληνας λόγου του επιγεγραμμένου κατά Πλάτωνα, περί του παντός αιτίας».
ΑΓΙΟΣ ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ
Ο πολύς την αρετήν και την τόλμην, ο πολυγραφότατος τούτος ιερομάρτυς έζησε και μαρτύρησε τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Δια την εν Χριστώ ζωή του ο λαός της Ρώμης και ο κλήρος αυτής τον εξέλεξε Πάπα Ρώμης. Ο θρόνος αυτός κατά την εποχή εκείνη των διωγμών ήταν το μέσον που οδηγούσε τον κατέχοντα αυτό σχεδόν απευθείας στον θάνατο. Τούτο συνέβαινε διότι οι αυτοκράτορες του Ρωμαϊκού κράτους πίστευαν ότι με τον ορατό αποκεφαλισμό της Εκκλησίας θα την διέλυαν. Η ιστορία όμως και ο Θεός πρωτίστως τους διέψευσαν. Ούτε με τις σφαγές εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων με μόνη αιτιολογία ότι ήταν Χριστιανοί ούτε με τον θάνατο των κληρικών, των επισκόπων και των πατριαρχών κατάφεραν να ανακόψουν το αναπόφευκτο. Ο Χριστιανισμός δια του Πνεύματος του και δια του αίματος των Μαρτύρων του πήρε την θέση που έπρεπε στις ψυχές των ανθώπων.
Επί της βασιλείας του Κλαύδιου ο Άγιος μαθών τα μαρτύρια του ποίμνιου του κινήθηκε υπό θείου ζήλου και εμφανίστηκε μπροστά στον Κλαύδιο. Εκεί τον έλεγξε σφοδρότατα για τα εγκλήματα του εις βάρος των Χριστιανών. Ο αυτοκράτωρ μη αντέχοντας τον έλεγχο και μην μπορώντας να αντιπαραταθεί πνευματικά στον Άγιο και Πάπα Ρώμης διέταξε να τον βασανίσουν μήπως και δια του τρόπου αυτού κατάφεραν να τον πάρουν με το μέρος τους. Ο Άγιος δια της θείας Χάριτος άντεχε και τα πλέον φριχτά βασανιστήρια. Ο Κλαύδιος τότε διέταξε να συλλάβουν όσους ιερείς Χριστιανούς μπορούσαν να βρουν και να τους βασανίσουν μαζί του. Αφού όμως ούτε και δι’ αυτού του τρόπου κατάφερε να πετύχει το παραμικρό διέταξε να τους δέσουν χειροπόδαρα και να τους ρίξουν στο βυθό της θάλασσας για να μείνουν ανενταφίαστοι. Έτσι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου ο Άγιος και οι συν αυτώ ιερωμένοι.
Ο Άγιος στον λόγο του «Εκ τους προς Έλληνας λόγου του επιγεγραμμένου κατά Πλάτωνα, περί της του παντός αιτίας», καταδικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο τι εστί Άδης, ποιοι θα τον «απολαύσουν» λόγω του ότι ο Θεός είναι δίκαιος και ο καθείς πρέπει να λάβει κατά τα έργα του και ποιοι θα απολαύσουν την Χάρη του Θεού μετά θάνατον. Επίσης μιλά και για την αθανασία της ψυχής και εκεί αναφέρει τον Πλάτωνα. Εμείς εδώ θα μεταφέρουμε την παράγραφο αυτήν γιατί ο Άγιος παραδέχεται εκεί ότι ο Πλάτων είχε δίκιο στην διδασκαλία του περί Ψυχής.
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ
«ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΑΙΤΙΑΣ»
«Ούτος ο περι άδου λόγος, εν ω αι ψυχαί πάντων κατέχονται, άχρι καιρού ον ο Θεός ώρισεν, ανάστασιν τότε πάντων ποιησόμενος, ου ψυχάς μετενσωμάτων, αλλ’ αυτά τα σώματα ανιστών. Α λελυμένα ορώντες ει απιστείτε, μάθετε μη απιστείν. Την γαρ ψυχήν γεννητήν και αθάνατον υπό Θεού γεγονέναι πιστεύσαντες, κατά του Πλάτωνος λόγον, χρόνω˙ μη απιστήσητε, ως και το σώμα εκ των αυτών στοιχείων σύνθετον γενόμενον δυνατός ο Θεός αναβιώσας αθάνατον ποιείν».
Η μετάφραση του άνωθι κειμένου είναι η εξής
«Αυτός είναι ο περί του Άδη λόγος, που σ’ αυτόν οι ψυχές όλων πηγαίνουν, μέχρι την στιγμή που ο Θεός όρισε, τότε θα γίνει ανάσταση όλων, όχι των ψυχών αλλά των σωμάτων. Σε όσα ακούσατε και δεν τα πιστεύετε, μάθετε τα και να τα πιστεύετε. Επειδή η ψυχή είναι γεννητή και αθάνατη από τον Θεό να το πιστέψετε όπως είπε και ο Πλάτων παλιά˙ μην λοιπόν απιστείτε στο ότι και το σώμα είναι εκ των αυτών στοιχείων των σύνθετων διότι είναι δυνατό για τον Θεό να το αναστήσει και να το κάνει αθάνατο».
Εικ. 33
Εις τον τόμον 8 της «Ελληνικής Πατρολογίας»εκδόσεως 1891 βρήκαμε τα έργα του Κλήμεντος του Αλεξανδρείας «Στρωματείς» και «Προτρεπτικός προς Έλληνας».
Εικ. 34
ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Ο Κλήμης, ταλαντούχος διδάσκαλος και εκ των πολυγραφοτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, δια της δράσεως του και του έργου τους συνέβαλε τα μέγιστα στην διαμόρφωση του εν Αλεξανδρεία Ορθοδόξου Χριστιανισμού και δια την τελική επικράτηση αυτού έναντι των ποικιλωνύμων αιρέσεων. Γεννήθηκε το 140 μ.Χ. και ήταν Αθηναίος στην καταγωγή. Ήταν ειδωλολατρικής πνευματικής καταγωγής και γνώστης ειδωλολατρικών μυστηρίων. Στον Χριστιανισμό στράφηκε ενήλικος ων, φλεγόμενος υπό της επιθυμίας του δια τέλειον βίον πλησίον σημαντικών διδασκάλων της εποχής του. Στην Αλεξάνδρεια εγκαταστάθηκε το 180 και ίδρυσε δική του σχολή κατά το εν Ρώμη πρότυπον του Αγίου φιλοσόφου Ιουστίνου. Εκεί χειροτονήθη πρεσβύτερος. Το 202 αναγκάστηκε να φύγει εκ της Αλεξανδρείας εξαιτίας του διωγμού του Σεπτιμίου Σεβήρου κατά των χριστιανών και ιδιαιτέρως των διδασκάλων τους.
Εκ της Αλεξανδρείας κατέφυγε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας όπου βρήκε τον παλαιό μαθητή του Αλέξανδρο, τον άνθρωπο που αργότερα έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Τον Αλέξανδρο τον ακολούθησε ως τα Ιεροσόλυμα και έμεινε μαζί του ως το θάνατό του το 215 μ.Χ. Πολλοί είναι οι Πατέρες που εξετίμησαν πολύ την προσωπικότητα και το έργο του Κλήμεντος, ονομάζοντες αυτόν μακάριον και άγιον, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση. Για τον Κλήμεντα ο Μέγας Φώτιος έγραψε ιδιαίτερους επαίνους έλεγξε όμως και κάποια εκ των γραπτών του εις τα οποία επισήμανε πλάνες στο έργο του «Υποτυπώσεις», εξ αιτίας του οποίου δεν ήρθησαν πλήρως ακόμη και σήμερα οι περί της Ορθοδοξίας του αμφιβολίες.
Ο Κλήμης έμεινε στην ιστορία ως ένας εκ των κυριοτέρων θεμελιωτών της θεωρητικής θεολογίας και ως τέτοιος επηρέασε βαθύτατα την μεταγενεστέρα σκέψη και πρακτική των Χριστιανών. Συμφώνως με την «Ελληνική Πατρολογία» τα συγγράμματα του απευθύνονται κυρίως προς ευπαιδεύτους ανθρώπους ανωτέρας τάξεως. Κατείχε εις βάθος την Αγία Γραφή την εκκλησιαστική παράδοση απόκρυφη και μη την οποία εγνώριζε και πώς να χρησιμοποιεί, κατείχε εις απαράμιλλον έκταση και βάθος την αρχαία Ελληνική λογοτεχνία. Τα έργα του «Προτρεπτικός προς Έλληνας» και «Στρωματείς» είναι ενδεικτικά του πνεύματος του. Εις αυτά προβαίνει μεν σε σφοδρότατο έλεγχο της ειδωλολατρικής θρησκείας, δεν κρύβεται όμως όπισθεν του δακτύλου του και ως είναι φυσικόν για εκείνον μας κάνει κοινωνούς εκπληκτικών στοιχείων. Η φράση του Κλήμεντος «Ουκ οίμαι υπο Ελλήνων σαφέστερον προσμαρτυρήσθαι τον Σωτήρα ημών» δείχνει σαφέστατα ποια η άποψη του για τους Έλληνες.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ «ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ»
«ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»
«Διδάσκαλον δε υμίν παραθήσομαι την προφήτιν Σίβυλλαν «Ου ψευδούς Φοίβου χρησμήγορον, ον τε μάταιοι άνθρωποι Θεόν είπον, επεψεύσαντο δε μάντιν, αλλά Θεού μεγάλοιο, τον ου χέρες έπλασαν ανδρών ειδώλοις αλάλοισι λιθοξέστοισιν όμοιον». Αυτή μέντοι ερείπια τους ναούς προσαγορεύει, τον μεν της Εφεσίας Αρτέμιδος «χάσμασι και σεισμοίς» καταποθήσεσθαι προμηνύουσα ούτως. «Ύπτια δ’ οιμώξει Έφεσος κλαίουσα παρ’ όχθαις και νηόν ζητούσα τον ουκέτι ναιετάοντα». Τον δε Ίσιδος και Σαράπιδος εν Αιγύπτω κατενεχθήσεσθαι φησί και εμπρησθήσεσθαι «Ίσι θεά τριτάλαινα, μένεις επί χεύματα Νείλου μούνη, μαινάς άναυδος επί ψαμάθοις Αχέροντος», είτα υποβάσα  «και συ, Σάραπι λίθους αργούς επικείμενε πολλούς, κείσαι πτώμα μέγιστον εν Αιγύπτω τριταλαίνη», συ δε αλλ’ ει μη προφήτιδος επακούεις του γε σου άκουσον φιλοσόφου, του Εφεσίου Ηράκλειτου, την αναισθησίαν ονειδίζοντος τοις αγάλμασι «και τοις αγάλμασι τουτέοισιν εύχονται, οκοίον ει τις <τοις> δόμοις λεσχηνεύοιτο»…
Όλβιοι μόνοι τοίνυν, ως έπος ειπείν, ομοθυμαδόν εκείνοι πάντες κατά την Σίβυλλαν «Οι ναούς <μεν> πάντας απαρνήσονται ιδόντες και βωμούς, εικαία λίθων ιδρύματα κωφών, και λίθινα ξόανα και αγάλματα χειροποίητα, αίματι εμψύχω μεμιασμένα και θυσίαισι τετραπόδων, διπόδων, πτηνών θηρών τε φόνοισιν»… Ει βούλει, τον Πλάτωνα. Πη δη ουν εξιχνευτέον τον Θεόν, ω Πλάτων; «Τον γαρ πατέρα και ποιητήν τουδε του παντός εύρειν τε έργον και εύροντα εις άπαντας εξειπείν αδύνατον». Δια τι δήτα, ω προς αυτού; «Ρητόν γαρ ουδαμώς εστίν». Εύγε ω Πλάτων, επαφάσαι της αληθείας˙ ξυν μοι λάβου της ζητήσεως τ’ αγαθού πέρι˙ πάσιν γαρ απαξαπλώς ανθρώποις, μάλιστα δε τοις περί λόγους ενδιατρίβουσιν ενέσταικται τις απόρροια θεϊκή. Ου δη χάριν και άκοντες μεν ομολογούσιν ένα γε είναι Θεόν, ανώλεθρον και αγέννητον τούτον, άνω που περί τα νώτα του ουρανού εν τη ιδία και οικεία περιωπή όντως όντα αεί. «Θεόν δε ποίον, είπε μοι, νοητέον; Τον πανθ’ ορώντα κι αυτόν ουχ ορώμενον». Ευριπίδης λέγει… Πλάτων, διανοούμενος τον Θεόν αινίττεται «Περί τον πάντων βασιλέα παντ’ εστί, κακείνο αίτιον απάντων των καλών»… Και μοι μη μόνον, ω φιλοσοφία, έναν τούτον Πλάτωνα, πολλούς δε και άλλους παραστήσαι σπούδασον, τον ένα όντως μόνον Θεόν αναφθεγγομένους θεόν κατ’ επίπνοιαν αυτού, ει που της αληθείας επιδράξαιντο. Αντισθένης μεν γαρ ου Κυνικόν δη τούτο ενενόησεν, Σωκράτους δε άτε γνώριμος «Θεόν ουδενί εοικέναι» φησίν˙ «Διόπερ αυτόν ουδείς εκμαθείν εξ εικόνος δύναται». Ξενοφών δε ο Αθηναίος διαρρήδην αν και αυτός περί της αληθείας εγεγράφει τι μαρτυρών ως Σωκράτης, ει μη το Σωκράτους εδεδίει φάρμακον˙ ουδέν δε ήττον αινίττεται. «Ο γουν τα πάντα», φησί, «σείων και ατρεμίζων ως μεν μέγας τις και δυνατός, φανερός˙ οποίος δε την μορφήν, αφανής˙ ουδέ μην ο παμφαής δοκών είναι ήλιος ουδ’ αυτός έοικεν οράν αυτόν επιτρέπειν, αλλ’ ην τις αναιδώς αυτών θεασήται, την όψιν αφαιρείται»… Κλεάνθης δε ο Πηδασεύς, από της Στοάς φιλόσοφος, ου θεογονίαν ποιητικήν, θεολογίαν δε αληθινήν ενδείκνυται. Ουκ απεκρύψατο του Θεού περί ότι περ είχεν φρονών «Τ’ αγαθόν ερωτάς μ’ οιόν εστ’; Άκουε δη˙ τεταγμένον, δίκαιον, όσιον, ευσεβές, κρατούν εαυτού, χρήσιμον, καλόν, δέον, αυστηρόν, αυθέκαστον, αεί συμφέρον, άφοβον, άλυπον, λυσιτελές, ανώδυνον, ωφέλιμον, ευάρεστον, ασφαλές, φίλον, έντιμον, ομολογούμενον ευκλεές, άτυφον, επιμελές, πράον, σφοδρόν, χρονιζόμενον, άμεμπτον, αεί διαμένον. Ανελεύθερος πας όστις εις δόξαν βλέπει, ως δη παρ’ εκείνης τευξόμενος καλού τινός». Ενταύθα δη σαφώς, οίμαι, διδάσκει οποίος εστίν ο Θεός, και ως η δόξα η κοινή και η συνήθεια τους επόμενους αυταίν, αλλά μη τον Θεόν επιζητούντας, εξανδραποδίζεσθην. Ουκ αποκρυπτέον ούδε τους αμφί τον Πυθαγόραν, οι φάσιν «Ο μεν Θεός εις, ούτος δε ουχ ως τίνες υπονοούσιν, εκτός τας διακοσμήσιος, αλλ’ εν αυτά, όλος εν τω κύκλω, επίσκοπος πάσας γενέσιος, κράσις των όλων αιώνων και εργάτας των αυτού δυνάμεων και έργων απάντων εν ουρανώ φωστήρ και πάντων πατήρ, νους και ψύχωσις τω όλω κύκλω πάντων κίνασις». Απόχρη και τάδε εις επίγνωσιν Θεού επιπνοία Θεου προς αυτών μεν αναγεγραμμένα, προς δε ημών εξειλεγμένα τω γε και σμικρόν διαθρείν αλήθειαν δυνάμενω… Άρατος μεν ουν δια πάντων την δύναμιν του Θεού διήκειν νοεί «Οφρ’ έμπεδα πάντα φύωνται, τω μιν αεί πρώτον τε και ύστατον ιλάσκονται˙ χαίρε, πάτερ, μέγα θαύμα, μεγ’ ανθρώποισιν όνειαρ». Ταύτη τοι και ο Ασκραίος αινίττεται Ησίοδος τον Θεόν˙ «Αυτός γαρ πάντων βασιλεύς και κοιρανός εστίν, αθανάτων τέο δ’ ούτις ερήρισται κράτος άλλος». Ήδη δε και επί της σκηνής παραγυμνούσι την αλήθειαν˙ ο μεν και εις τον αιθέρα και εις τον ουρανόν αναβλέψας «τόνδε ήγου Θεόν» φησίν, Ευριπίδης˙ ο δε του Σοφίλλου Σοφοκλής, «Εις τας αληθείαισιν, εις εστίν Θεός, ος ουρανόν τ’ έτευξε και γαίαν μακρήν πόντου τε χαροπόν οίδμα και ανέμων βίας˙ θνητοί δε πολλοί καρδία, πλανώμενοι ιδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχήν θεών αγάλματ’ εκ λίθων, ή χαλκέων ή χρυσοτεύκτων ή ελεφαντίνων τύπους˙ θυσίας τε τούτοις και κενάς πανηγύρεις νέμοντες, ούτως ευσεβείν νομίζομεν», ούτοσι μεν ήδη και παρακεκινδυνευμένως επί της σκηνής την αλήθειαν τοις θεαταίς παρεισήγαγεν… Αυτίκα γουν η προφήτις ημίν ασάτω πρώτη Σίβυλλα το άσμα το σωτήριον «Ούτος ιδού πάντεσσι σαφής απλάνητος υπάρχει˙ έλθετε μη σκοτίην δε διώκετε και ζόφον αιεί. Ηελίου γλυκυδερκές, ιδού, φάος έξοχα λάμπει. Γνώτε δε κατθέμενοι σοφίην εν στήθεσιν υμών. Εις Θεός εστί, βροχάς, ανέμους, σεισμούς τ’ επιπέμπων, αστεροπάς, λιμούς, λοιμούς και κήδεα λυγρά και νιφετούς, κρύσταλλα, τι δη καθ’ εν εξαγορεύω; Ουρανού  ηγείται, γαίης κρατεί, αυτός υπάρχει». Ενθέως σφόδρα την μεν απάτην απεικάζουσα τω σκότει, την δε γνώσιν ήλιω και φωτί του Θεού».
Εικ. 35
Εις τον τόμον 6 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1857 βρήκαμε τα έργα του Αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος «Απολογία Α΄», «Απολογία Β΄» και «Λόγος Παραινετικός προς Έλληνας».
Εικ. 36
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΑΣ
Ο Άγιος Ιουστίνος ήταν υιός του Πρίσκου, εγεννήθη στην Φλάβια Νεάπολη το 110 μ.Χ. και ήταν Ελληνικής καταγωγής. Ήταν ο απολογητής ο οποίος έδωσε αφθονώτερα από πάντα άλλο εις τον Χριστιανισμό τα όπλα δια να επεκταθή ευρέως στις τάξεις των διανοούμενων. Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα μη απέχοντα πολύ των αποστόλων ούτε κατά τον χρόνο ούτε κατά την αρετή. Ήταν εθνικός το θρήσκευμα και είχε διακαή πόθο να εύρη λύση των μεταφυσικών του προβλημάτων. Όταν μετέβη στην Αθήνα προς συνέχισιν των σπουδών του κατά την διάρκεια ενός μοναχικού περιπάτου του ενεμφανίσθη έμπροσθεν του εις άγνωστος γέρων ο οποίος δια γενομένης συζητήσεως κατά σωκρατικήν μέθοδον τον βοήθησε πνευματικώς και του υπέδειξε να μελετήση τις Χριστιανικές Γραφές. Ο γέρων αμέσως μετά το πέρας της συζητήσεως των εξαφανίσθη μυστηριωδώς χωρίς να επανεμφανισθή ποτέ ξανά έμπροσθεν του Αγίου.
Ο Άγιος ευθύς ανεχώρησε δια την Ρώμη όπου έμεινε έως του μαρτυρικού θανάτου του. Στην Ρώμη έγινε Χριστιανός και άνοιξε μίαν φιλοσοφικήν σχολήν φέρων πάντοτε τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και με ζήλον επεδίωξε την υποκατάστασιν των φιλοσοφικών συστημάτων δια της χριστιανικής διδασκαλίας. Η σχολή αυτή είναι και η πρώτη γνωστή Ορθόδοξος Χριστιανική σχολή ανωτέρας στάθμης μετά την σχολή του Αγίου Αποστόλου Παύλου εν Εφέσω. Μαθητές του Αγίου ήταν πολλοί διάσημοι άνδρες. Το διδακτικό έργο του διεκόπτονταν από καιρού εις καιρόν εκ των επεμβάσεων των κρατικών αρχών. Οι διακοπές του έργου τον έκαμαν να συγγράψει τις δύο Απολογίες Α΄ και Β΄ εκ των οποίων θα παραθέσουμε τμήματα τα οποία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον διότι ο Άγιος στηλιτεύει την ειδωλολατρική θρησκεία δια των λεγομένων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Επί αυτοκράτορος Αντωνίου διαβληθής υπό του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος διότι εφθονήθη υπό αυτου λόγω της αύξησης των μαθητών του ο Άγιος συνελήφθη. Ο τότε έπαρχος Ρώμης Ιούνιος Ρουστικός θεώρησε τον Άγιο ιδιαιτέρως επικίνδυνο διότι πολλοί χάρη στις προσπάθειες του Αγίου και ελέω Θεού γινόταν Χριστιανοί και έδωσε την εντολή να αποκεφαλισθή μαζί με μια ομάδα έξι μαθητών του όπερ και εγένετο. Έτσι ο Άγιος βρήκε μαζί με τους μαθητές του τραγικό θάνατο.
Εκτός των συγγραμμάτων του ΑΠΟΛΟΓΙΑ Α΄και ΑΠΟΛΟΓΙΑ Β΄ εκ των οποίων όπως προείπαμε θα παραθέσουμε τμήματα, υπάρχει και ένα ακόμη σύγγραμμα του, εις το οποίο βρήκαμε επίσης εξαιρετικα΄ενδιαφέροντα λεγόμενα εκ του Αγίου. Είναι ο «ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ» το οποίο είναι αμφιβαλόμενο έργο του. Εφόσον έστω και αμφιβαλόμενο φέρει την υπογραφή του εμείς μέχρι αποδείξεως του εναντίου θα το θεωρούμε δικό του έργο. Θα δούμε και εκ του έργου τούτου μερικά τμήματα τα οποία θα μας βοηθήσουν τα μάλλα εις την προσπάθεια που καταβάλλουμε.
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ «ΑΠΟΛΟΓΙΑ Α΄»
«Όταν δε ο Σωκράτης προσεπάθησε να φανερώσει ταύτα με αληθή λόγον και ακριβή εξέτασιν και να απομακρύνη τους ανθρώπους από τους δαίμονας, τότε αυτοί οι δαίμονες ενήργησαν δια των ευχαριστουμένων εις την κακίαν ανθρώπων να τον φονεύσουν ως άθεον και ασεβή, λέγοντες ότι εισάγει καινά διαμόνια. Διότι ταύτα δεν ηλέγχθησαν μόνον μεταξύ των Ελλήνων υπό του λόγου δια του Σωκράτους αλλά και μεταξύ των βαρβάρων υπό αυτού τούτου του Λόγου, λαβόντος μορφήν και γενομένου ανθρώπου και ονομασθέντος Ιησού Χριστού…
Με το να λέγωμεν εμείς οι Χριστιανοί ότι όλα έχουν διακοσμηθεί και δημιουργηθεί υπό του Θεού θα φανεί ότι εξαγγέλομεν το δόγμα του Πλάτωνος˙ με το να λέγωμεν ότι θα γίνη καταστροφή δι’ εκπυρώσεως, των Στωϊκών, της Σίβυλλας και του Υστάσπη˙ με το να λέγωμεν ότι αι ψυχαί των αδίκων τιμωρούνται ευρισκόμενοι εις αίσθησιν και μετά θάνατον, ενώ αι των σπουδαίων θα ευτυχούν απηλλαγμέναι τιμωριών, θα φανή ότι διδάσκομεν τα ίδια με ποιητάς και φιλοσόφους˙ με το να λέγωμεν ότι δεν πρέπει να προσκυνούμεν έργα ανθρωπίνων χειρών δηλώνομεν τα ίδια με τον Μένανδρον τον κωμικόν και τους ειπόντας ταύτα˙ διότι ούτος διεκήρυξεν ότι ο δημιουργός είναι ανώτερος του κατασκευαζομένου. Εάν λοιπόν συμφωνούμεν εις μερικά θέματα με τους μεταξύ σας τιμωμένους ποιητάς και φιλοσόφους, μερικά δε διδάσκομεν κατά τρόπον ανώτερον, θείον και, μόνον ημείς αποδεικτικόν, διατί μισούμεθα αδίκως περισσότερο από όλους;… Ο Πλάτων ειπών, «η ευθύνη είναι εις τον εκλέξαντα ο Θεός δε είναι ανεύθυνος»… Κατ’ ενέργειαν δε των διαμόνων ωρίσθη θάνατος κατά των αναγινωσκόντων τα βιβλία του Υστάσπου ή της Σιβύλλης ή των προφητών, ώστε να εμποδίσουν δια του φόβου τους ανθρώπους να λάβουν γνώσιν των καλών, αναγινώσκοντες αυτά, να τους κρατούν δε υποδούλους αυτών εις την ειδωλολατρείαν˙ πράγμα το οποίον δεν ηδυνήθησαν να πράξουν μέχρι τέλους. Διότι όχι μόνον αναγινώσκομεν ταύτα, αλλά, όπως βλέπετε, τα θέτομεν υπ’ όψιν και υμών προς επιθεώρησιν, γνωρίζοντες ότι θα φανούν εις όλους ευάρεστα. Και ολίγους δε αν πείσωμεν, θα γνωρίζωμεν ότι εκερδήσαμεν τα μέγιστα˙ διότι θα λάβωμεν την αμοιβήν από τον δεσπότην ως αγαθοί γεωργοί…
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ «ΑΠΟΛΟΓΙΑ Β΄»

«Και οι προγενέστεροι του Χριστού, αποπειραθέντες να θεωρήσουν και ελέγξουν τα πράγματα δια του λόγου κατά τον ανθρώπινον, ωδηγήθησαν εις τα δικαστήρια ως ασεβείς και πολυπράγμονες. Ο δε δεινότερος όλων αυτών εις το σημείο τούτο Σωκράτης κατηγορήθη δια τα αυτά με ημάς διότι είπον ότι αυτός εισήγαγε νέα δαιμόνια και ότι δεν παραδέχεται τους θεούς τους οποίους δέχεται η πόλις. Εκείνος δε εδίδαξε τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τους φαύλους δαίμονας και τους πράξαντας όσα είπον οι ποιηταί, αφού εξέβαλεν από την πολιτείαν και τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς, προέτρεπε δε εις επίγνωσιν του αγνώστου εις αυτούς Θεού κατόπιν αναζητήσεως δια του λόγου, ειπών «Τον δε Πατέρα και δημιουργόν του σύμπαντος ούτε εύκολον να εύρη κανείς είναι, ούτε αφού τον εύρη είναι ασφαλές να τον περιγράψη εις όλους». Ταύτα ο ιδικός μας Χριστός έπραξε δια της δυνάμεως Αυτού. Εις τον Σωκράτην βεβαίως κανείς δεν επείσθη ν’ αποθάνη υπέρ του δόγματος τούτου˙ εις τον Χριστόν δε, ο οποίος μερικώς εγνώσθη και υπό του Σωκράτους (διότι ήτο και είναι Λόγος ο ευρισκόμενος εις το παν, και προειπών δια των προφητών τα μέλλοντα να συμβούν και δι’ εαυτού, όταν έγινε ομοιοπαθής με ημάς και εδίδαξε ταύτα), όχι μόνον φιλόσοφοι και φιλόλογοι επείσθησαν, αλλά και χειροτέχναι και εντελώς αμαθεις άνθρωποι, καταφρονήσαντες δόξαν και φόβον και θάνατον˙ επειδή είναι δύναμις του αρρήτου Πατρός και όχι κατασκεύασμα ανθρωπίνου λόγου».
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ «ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ»
ΑΜΦΙΒΑΛΟΜΕΝΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ
«Πλάτων μεν γαρ, ως άνωθεν κατεληλυθώς, και τα εν ουρανοίς άπαντα ακριβώς μεμαθηκώς και εωρακώς, τον ανωτάτω Θεόν εν τη πυρώδει ουσία είναι λέγει: …Ότι τοινυν ούδε ο περί της ενταύθα ανθρωπίνης ψυχής αυτοίς συμφωνήσει λόγος, δήλον από των υφ’ εκατέρου αυτών περί αυτής λεχθέντων. Πλάτων μεν γαρ τριμερή αυτήν είναι φησι, και το μεν λογικόν αυτής, το δε θυμικόν, το δε επιθυμητικόν είναι λέγει. «Ψυχή πάσα αθάνατος» κέκραγε λέγων… Ορφεύς περί ενός και μόνου Θεού κηρύττει λέγων» «Εις εστ’ αυτογενής˙ ενός έκγονα πάντα τέτυκται. Εν δ’ αυτοίς αυτός περιγίγνεται˙ ούδε τις αυτόν»… Και εν τοις όρκοις δε ούτως Ορφεύς λέγει «Ουρανόν ορκίζω σε Θεού μεγάλου σοφού έργον, Αυδήν ορκίζω σε Πατρός, την φθέγξατο πρώτον, Ηνίκα κόσμον απάντα εαίς στηρίξατο βουλαίς. «Αυδήν ενταύθα τον του Θεού ονομάζει Λόγον, δι’ ου ουρανός και γη και η πάσα εγένετο κτίσις, και μετά το φήσαι παρ’ αυτά συνάπτει λέγων «Εις δε Λόγον Θείον βλέψας τούτω προσέδρευε». Τίνα δε και την αρχαίαν και σφόδρα παλαιάν Σίβυλλαν, ης και Πλάτων και Αριστοφάνης και έτεροι πλείους ως χρησμωδού μέμνηται, δια χρησμών υμάς διδάσκειν περί ενός Θεού συμβαίνει, αναγκαίον υπομνήσαι. Λέγει δε ούτως «Εις Θεός ος μόνος εστίν υπερμεγέθης, αγέννητος, Παντοκράτωρ, αόρατος, ορώμενος αυτός άπαντα. Αυτός δ’ ου βλέπεται θνητής υποσαρκός απάσης». Είτα αλλαχού που ούτως˙ «Ημείς δ’ αθανάτοιο τρίβους πεπλανημένοι ήμεν, έργα δε χειροποίητα γεγαίρομεν άφρονι μύθω, είδωλα ξοάνων τε καταφθιμένων ανθρώπων» και πάλιν αλλαχού που ούτως «Όλβιοι άνθρωποι κείνοι κατά γαίαν έσονται, όσοι δηστέρξουσι μέγαν Θεόν ευλογέοντες πριν φαγέειν πιέειν τε, πεποιθότες ευσεβίησιν˙ οι νηούς μεν απάντας απαρνήσονται ιδόντες, και βωμούς, εικαία λίθων αφιδρύματα κωφών, αίμασιν εμψύχων μεμιασμένα και θυσίαισι τετραπόδων, βλέψουσι δ’ ενός Θεού ες μέγα κύδος». Ταύτα μεν ουν η Σίβυλλα…
Ει δε και των από της σκηνής περί ενός Θεού μαρτυρίας ημάς προσθείναι δέοι, ακούσατε και Σοφοκλέους ούτω λέγοντος «Εις ταις αληθείαισιν, εις εστίν Θεός, ος ουρανόν τέτευχε, και γαίαν μακράν, πόντου τε χαροπόν οίδμα, κανέμων βίας. Θνητοί δε πολλοί καρδία πλανώμενοι, ιδρυσάμεσθα πημάτων παρά ψυχήν Θεών αγαλμάτ’ εκ λίθων τε και ξύλων, ή χρυσοτεύκτων ή ελεφαντίνων τύπους. Θυσίας τε τούτοις και καλάς πανηγύρεις τεύχοντες ούτως ευσεβείν νομίζομεν». Ταύτα μεν ουν ο Σοφοκλής… Ει δε και σαφεστέραν απόδειξιν περί ενός Θεού της Πυθαγόρου δόξης ποθείτε γνώναι, ακούσατε και της αυτού δόξης˙ ούτω γαρ έφη «Ο μεν Θεός εις˙  αυτός δε ουχ ως τίνες υπονοούσιν, εκτός τας διακοσμήσιος, αλλά εν αυτά, όλος εν όλω τω κύκλω επισκοπών πάσας τας γενέσιας έστι, κράσις εών των όλω αιώνω και εργάτας των αυτού δυνάμεων και έργων˙ αρχά πάντων, εν ουρανώ φωστήρ, και πάντων Πατήρ, νους και ψύχωσις των όλων, κύκλων απάντων κίνασις». Ούτω μεν ουν ο Πυθαγόρας…
«Επείπερ γεγέννησθε, αθάνατοι μεν ουκ εστέ, ούδ’ άλυτοι το παράπαν ούτε μεν δη λυθήσεσθε γε, ούτε τεύξεσθε θανάτου μοίρας, της εμής βουλήσεως, μείζονος έτι δεσμού και ισχυροτέρου λάχοντες» Ενταύθα ο Πλάτων, τους την πολυθεότητα ασπαζόμενους δεδιώς, ενάντια αυτώ τον κατ’ αυτόν δημιουργόν εισάγει λέγοντα. Παν γαρ το γενόμενον φθαρτόν, πρότερον ειρηκέναι αυτόν φήσας, νυν ταναντία αυτόν εισάλει λέγοντα, αγνοών ότι ουδαμώς ούτω δυνατόν το της ψευψολογίας εκφυγείν έγκλημα… Ο Πλάτων έφη «Τι το αεί, γένεσιν δε ουκ έχον» και «Ο μεν δη Θεός, ώσπερ και ο παλαιός λόγος, αρχήν και τελευτήν και μέσα των πάντων έχων».
Ο ποιητής Αλκίνοος γέγραφεν περί του απ’ ουρανών κατενεχθέντος εχθρού της ανθρωπότητας, ον διάβολον αι θείαι Γραφαί καλούσιν, από της πρώτης αυτού προς τον άνθρωπον διαβολής, ταύτης της προσηγορίας τυχόντα˙ και ει τις ακριβώς σκοπείν εθέλοι, εύρει αν τον ποιητήν του μεν διαβόλου ονόματος ουδαμώς μεμνημένον εκ δε της κακίστης αυτού πράξεως την ονομασίαν πεποιημένον. Άτην γαρ αυτόν ο ποιητής ονομάζων, υπό του κατ’ αυτούς Θεούς καθηρήσθαι αυτόν εκ του ουρανού λέγει «Αύτικα δ’ ειλ’ Άτην κεφαλής λιπαροπλοκάμοιο χωόμενος φρεσίν ήσι, και ώμοσε καρτερόν όρκον, μη ποτ’ ες Όλυμπον τε και ουρανόν ασερόεντα αύθις ελεύσεσθαι Άτην, η πάντας αάται. Ω ειπών, έρριψεν απ’ ουρανού αστερόεντος χειρί περιστρέψας˙ τάχα δ’ ίκετο έργ’ ανθρώπων»…
Ει δε τις και περί της άνωθεν παρά Θεού κατιούσης επί τους αγίους άνδρας δωρεάς, ην Πνεύμα Άγιον ονομάζουσιν οι ιεροί προφήται, ακριβώς σκοπείν εθέλοι, εύροι αν και ταύτην υπό Πλάτωνος εν των προς Μένωνα λόγω δι’ ετέρου ονόματος κηρυττομένην. Ούτω γαρ προς τον Μένωνα εν τω «Περί αναμνήσεως» λόγω ούτως αποφαίνεται λέγων «Ει δε νυν ημείς εν παντί τω λόγω τούτω καλώς εζητήσαμεν τε ελέγομεν, αρετή αν είη ούτε φύσει, ούτε διδακτόν, αλλά Θεία μοίρα παραγινόμενη άνευ νου, οις αν παραγίνεται»…
Έσται δε υμίν ραδίως την ορθήν Θεοσέβειαν εκ μέρους παρά της παλαιάς Σιβύλλης εκ τίνος δυνατής επιπνοίας δια χρησμών υμάς διδασκούσης, μανθάνειν ταυθ’ άπερ εγγύς είναι δοκεί της των προφητών διδασκαλίας. Ταύτης δε της Σιβύλλης ως χρησμωδού πολλοί μεν και άλλοι των συγγραφέων μέμνηται, και Πλάτων εν τω «Φαίδρω». Δόκει δε μοι της ταύτης χρησμοίς εντυχών ο Πλάτων, τους χρησμωδούς εκθειάζειν. Εώρα γαρ τα υπ’ αυτής πάλαι προειρημένα έργοις πληρούμενα˙ και δια τούτο θαυμάσας εν τω προς Μένωνα λόγω, αυταίς λέξεσιν επαινών τους χρησμωδούς, ούτω γέγραφεν «Ορθώς άρα αν καλούμεν Θείους τε αυτούς, ους δη νυν λέγομεν χρησμωδούς. Ουχ ήκιστα φαίμεν αν τούτους Θείους είναι και ενθουσιάζειν επίπνους όντας, και κατεχομένους εκ του Θεού, όταν κατορθώσι λέγοντες πολλά και μεγάλα πράγματα, μηδέν ειδότες ων λέγουσι «σαφώς και φανερώς εις τους Σιβύλλης αφορών χρησμούς. Αυτή γαρ, ουχ ώσπερ οι ποιηταί, και μετά το γράψαι τα ποιήματα, είχεν εξουσίαν διορθούσθαι και επιξέειν μάλιστα δια την των μέτρων ακρίβειαν˙ αλλ’ εν μεν τω της επιπνοίας καιρώ, τα της προφητείας επλήρου˙ παυσάμενης δε της επιπνοίας, επέπαυτο και η των ειρημένων μνήμη. Τουτ’ ουν αίτιον του μη πάντα τα μέτρα των επών της Σιβύλλης σώζεσαι…
Ω άνδρες Έλληνες, μη προτιμοτέραν ηγείσθε της υμών αυτών σωτηρίας την περί των μη όντων Θεών ψευδή φαντασίαν, πείσθητε, ώσπερ έφην, τη αρχαιοτάτη και σφόδρα παλαιά Σιβύλλη, ης τας βίβλους εν πάση τη οικουμένη, σώζεσθαι συμβαίνει, περί μεν των λεγομένων Θεών, ως μη όντων, από τινος δυνατής επί πνοίας δια χρησμών ημάς διδάσκουσι˙ περί δε της του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μελλούσης έσεσθαι παρουσίας, και περί πάντων των υπ’ αυτού γίνεσθαι μελλόντων, σαφώς και φανερώς προαναφωνούση».
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
Ο Ευσέβιος εγεννήθη το 265 μ.Χ. στην περιοχή της Παλαιστίνης από Ελληνική οικογένεια ταπεινής καταγωγής. Απέκτησε λαμπράν Θεολογικήν, φιλοσοφικήν και ιατρικήν μόρφωσιν, μαθητεύσας πλησίον του περίφημου ερμηνευτού των Γραφών Δωροθέου του Αντιοχέως και του κριτικού της Αγίας Γραφής Παμφίλου. Δείγμα του πνευματικού δεσμού του Ευσεβίου μετά του τελευταίου είναι η εις τους τίτλους των έργων του απαντώμενη επωνυμία «ο του Παμφίλου». Το 300 μ.Χ. εχειροτονήθη πρεσβύτερος υπό του μητροπολίτου Καισαρείας Αγαπίου. Το 307 μ.Χ. κατά την διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού συνελήφθη και φυλακίσθη μετά του διδασκάλου του. Μετά το μαρτύριο του διδασκάλου του κατέφυγε αρχικώς εις την Τύρο και κατόπιν εις την Αίγυπτο όπου και περιέγραψε τα μαρτύρια των εκεί Χριστιανών στα έργα του. Μετά την κατάπαυση του διωγμού επέστρεψε στην Καισάρεια όπου εξελέγη επίσκοπος της πόλεως αυτής το 315μ.Χ.
Το 325μ.Χ. μετασχών εις την εν Αντιόχεια Σύνοδον δεν απεδέχθη την κατά του Αρειανισμού απόφαση αυτής λόγω της επιρροής των Ωριγενικών γραπτών που εδέχθη. Αποτέλεσμα της ενέργειας του αυτής ήταν να λάβει το επιτίμιον της εκκλησιασικής ακοινωνησίας. Το ίδιο έτος μετείχε και στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που έλαβε χώρα στην Νίκαια της Βιθυνίας, όπου και υπέγραψε την καταδίκη του Αρείου. Στην Σύνοδο αυτή απεδέχθη τον όρον της Συνόδου περί του Ομοουσίου του Πατρός και του Υιού. Ολίγον μετά την πάροδο της Συνόδου ο Ευσέβιος άλλαξε γνώμη και εδημοσιοποίησε τις επιφυλάξεις του δια την υπό της Συνόδου αποδοχήν του όρου Ομοούσιος. Εκτός τούτου κατάφερε λόγω των φιλικών του δεσμών μετά του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος σε συνεργασία μετά του Ευσεβίου Νικομηδείας την απομάκρυνσιν των κυριωτέρων υποστηρικτών του «ομοουσίου», όπως του Ασκληπιού Γάζης το 326μ.Χ., του Ευσταθίου Αντιοχείας τω 330μ.Χ., του Μεγάλου Αθανασίου το 335 μ.Χ. και του Μαρκέλου Αγκύρας τω 336 μ.Χ. Όλα αυτά όμως εις μάτην διότι και οι εκθρονισθέντες κατάφεραν να επανέλθουν εις τους θρόνους τους δικαιωμένοι και αυτός απέθανε φέρων μεγάλο αμάρτημα και χάνοντας την υστεροφημία του που θα έπρεπε να είχε λόγω του θαυμάσιου συγγραφικού του έργου. Ο θάνατος του τοποθετείται περί το 339μ.Χ.
Εκ του μεγάλου του συγγραφικού έργου δύο είναι τα έργα που θα μας απασχολήσουν και θα παραθέσουμε τμήματα εξ αυτών. Το πρώτο είναι «Εις τον βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως Λόγος Β΄» και το δεύτερο είναι το «Ευαγγελική προπαρασκευή». Στα έργα του αυτά ο Ευσέβιος όσο και αν κατηγορεί και ορθώς πράττει τους ειδωλολάτρες, τόσο επαινεί και τους ορθώς ευσεβούντες τα θεία εκ των αρχαίων προγόνων μας. Χρησιμοποιεί δε τους τελευταίους για να υποδείξει εις τους ειδωλολάτρες την ορθήν δόξαν προς τον Θεόν.
Εικ. 37
Εις τον τόμον 22 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1857 βρήκαμε τα έργα του Ευσεβίου Επισκόπου Καισαρείας «Εις τον βίον Κωνσταντίνου – Λόγος τω των Αγίων συλλόγω» και «Ευαγγελική Προπαρασκευή».
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
«ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – ΛΟΓΟΣ ΤΩ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩ»
«Περί της Σιβύλλης Ερυθραίας δηλούσης τον Κύριον και το πάθος με την ακροστιχίδα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ. Επιθυμώ δε να μνημονεύσω και κάτι από τας εξωτερικάς μαρτυρίας περί της θεότητος του Χριστού. Διότι προφανώς από τοιαύτας μαρτυρίας υποχρεώνεται και των βλασφήμων η διάνοια να αναγνωρίση αυτόν ως Θεόν και Παίδα Θεού εάν βεβαίως πιστεύουν εις τους λόγους των. Η Ερυθραία Σίβυλλα λοιπόν, η οποία ισχυρίζεται ότι ενεφανίσθη κατά την έκτην γενεάν μετά τον κατακλυσμόν, ήτο ιέρεια του Απόλλωνος, φορούσα διάδημα κατά μίμησιν του Θεού τον οποίον ελάτρευεν, εφύλασσε τον τρίποδα εις τον οποίον ήτο περιτυλιγμένος ο όφις και παρείχε χρησμούς εις τους ερωτώντας αυτήν. Είχε παραδοθή εις αυτήν την λατρείαν από ηλιθιότητα των γονέων της, εκ της οποίας προέρχονται άσχημοι θυμοί και τίποτε ευγενές, όπως ιστορείται περί της Δάφνης. Η Ερυθραία λοιπόν, εισελθούσα κάποτε εις τα άδυτα της ματαίας λατρείας και πράγματι καταληφθείσα από θεοπνευστίαν, προείπε με στίχους περί των μελλόντων σχεδίων του Θεού, δηλούσα σαφώς την ιστορίαν της καθόδου του Ιησου δια των πρώτων γραμμάτων των στίχων τα οποία καταρτίζουν την ακροστιχίδα.
Ιδρώτα θα εξάγη η γη όταν θα έλθη το σημείον της κρίσεως
Ηγεμών θα έλθη εξ ουρανού δια να κρίνη εις αιώνας
Σύμπαν το γένος των ανθρώπων και τον κόσμον όλον
Οι άνθρωποι, πιστοί και άπιστοι εις το τέρμα του χρόνου
Ύψιστον Θεόν θα ιδούν μαζί με αγίους, όστις θα κρίνη
Σαρκοφόρων ανθρώπων ψυχάς εις το βήμα του.
Χέρσος όταν κάποτε γίνη όλος ο κόσμος και ακανθώδης,
Ρίψουν δε οι θνητοί τα είδωλα και όλον τον πλούτον, και
Εκαύση το πυρ γην ουρανόν και θάλασσαν,
Ιδίως όταν σπάση τας πύλας της αιδίου ειρκτής,
Σε υπέρλαμπρον φως θα έλθη πάσα σαρξ νεκρών,
Τους αγίους και ανόμους θα ελέγξη πυρ εις αιώνας.
Όσα κρυφίως έπραξε θα τα ειπή όλα διότι ο Θεός
Στήθη απόκρυφα θ’ ανοίξη με τους φωστήρας.
Θρήνος θα εξέρχεται από όλους και βρυγμός οδόντων,
Έκλειψις ηλίου και αστερισμών θα γίνη,
Ουρανόν θα περιτυλίξη και της σελήνης το φως θα χαθή,
Υψηλά θα βάλη τας φάραγγας και θα ισοπεδώση τα βουνά.
Υψώματα φοβερά δεν θα βλέπουν πλέον οι άνθρωποι, αλλά
Ίσα θα είναι τα όρη με τας πεδιάδας και αι θάλασσαι
Όλαι μη πλωταί˙ η γη θα είναι καμμένη από κεραυνόν,
Στείροι θα γίνουν οι παφλάζοντες ποταμοί από τας πηγάς.
Σάλπιγξ έπειτα θ’ αφήσει θρηνώδη φωνήν εξ ουρανού,
Ωρυόμενη δια το βδέλυγμα και τα παθήματα του κόσμου,
Τότε δε η γη χαίνουσα θα παρουσιάσει ταρταρώδες χάος,
Ηγεμόνες σύμπαντες θα έλθουν εις το βήμα του Θεού.
Ρεύμα ποταμού πυρός και Θείου θα εκκινήσει εξ ουρανου΄
Σήμα τότε επίσημον δι’ όλους τους θνητους θα είναι
Το ξύλον των πιστών, ο Σταυρός το ποθούμενον κέρας,
Ανδρών ευσεβών ζωή, πρόσκομμα του κόσμου φωτίζον με.
Ύδατα τους κλητούς εις δώδεκα πηγάς, και
Ράβδος σιδηρά ποιμαίνουσα θα επικρατήσει.
Ούτος είναι ο περιγραφείς δι’ ακροστιχίδος Θεός ημών,
Σωτήρ αθάνατος, βασιλεύς παθών υπέρ ημών.
Αυτό ενεπνεύσθη από τον Θεόν να προφητεύση η παρθένος Σίβυλλα. Εγώ δε βεβαίως την θεωρώ μακαρίαν, εφ’ όσον ο Σωτήρ την εξέλεξεν ως προφήτιν περί της υπέρ ημών προνοίας του… Ο Κικέρων ευρών το ποίημα το μετέφρασεν εις την λατινικήν γλώσσαν και το ενσωμάτωσεν εις τα ιδικά του συγγράμματα, αυτός δε εξετελέσθη κατά την άνοδον του Αντωνίου, ενώ επί του Αντωνίου επεκράτησεν ο Αύγουστος ο οποίος εβασίλευσεν επί πενήντα εξ έτη. Τούτον διεδέχθη ο Τιβέριος, κατά τον χρόνον του οποίου εξέλαμψεν η παρουσία του Σωτήρος και επεκράτησε το μυστήριον της αγιωτάτης θρησκείας…
Ο εξοχώτατος των ποιητών της Ιταλίας Βιργίλιος εις το έργον του «Εκλογαί» λέγει «Σικελίδες μούσαι ας υμνήσωμεν μεγάλην είδησιν» τι είναι από αυτό φανερώτερον; Διότι προσθέτει «Ηκούσθη πάλιν ο χρησμός της Κύμης». Υπαινίσσεται ούτω την Κυμαίαν Σίβυλλαν. «Πάλιν εξεκίνησεν ο ιερός κύκλος των αιώνων, πάλιν έρχεται παρθένος φέρουσα τον έραστον Βασιλέα».
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ»
«Μέγα κλέος καθ’ Ελλάδα και φιλοσόφων διατριβαίς εξητασμένα ζηλούν προειλόμεθα. Τούτοις δ’ αν εύροις αριθμώ μεν όντας ληπτούς, ότι πάντα χαλεπά φασιν είναι τα καλά, ου μην αλλά πρωτείοις των παρ’ Ελλήσι φιλοσόφων τετιμημένους, ως δια την πολλήν ευδοκίμησιν τη δόξη τους ομοίους καλύπτειν…
Από του «Περί Αγαθού» Νουμηνίου του Πυθαγορείου «Ει μεν δη το Ον πάντως πάντη αΐδιον τε εστί άτρεπτον και ουδαμώς ουδαμή εξιστάμενον εξ ευατού μένει δε κατά τα αυτά και ωσαύτως έστηκε, τούτο δήπου αν είη το τη νοήσει μετά λόγου περιληπτόν».
Ο Πλάτων ομολογεί το περί του Θεού δόγμα λέγων εν τοις «Νόμοις», «Ο μεν δη Θεός, ως και ο παλαιός λόγος, αρχήν και τελευτήν και μέσα των όντων απάντων έχων, ευθεία περαίνει κατά φύσιν περιπορευόμενος. Τω δ’ αιεί ξυπένεται δίκη, των απολειπομένων του Θείου νόμου τιμωρός˙ ης ο μεν ευδαιμονήσειν μέλλων εχόμενος ξυνέπεται ταπεινός και κεκοσμημένος˙ ει δε τις εξαρθείς υπό μεγαλαυχίας ή χρήμασιν επαιρόμενος ή τιμαίς ή και σώματος ευμορφία άμα νεότητι και ανοία φλέγεται την ψυχήν μεθ’ ύβρεως, ως δη ούτε άρχοντος ούτε τίνος ηγεμόνος δεόμενος, αλλά και άλλ’ ικανός ων ηγείσθαι, καταλείπεται έρημος Θεού»…
Πλάτωνος εν «Επινομίδι» περί του δευτέρου αιτίου λέγει «Και τιμάς αποδίδωμεν μη τω μεν ενιαυτόν, τω δε μήνα, τοις δε μη τινα μοίραν τάττωμεν μήδε τινα χρόνον, εν ω διεξέρχεται τον αυτού πόλον, συναποτελών κόσμον, ον έταξε λόγος ο πάντων θειότατος». Και εν «Επιστολή» δε τη προς Ερμείαν Έραστον τε Κορίσκον ευ μάλα πεφυλαμένως τέθειται το δόγμα, ώδε προς λέξιν επιστέλλων «Τον πάντων Θεόν ηγεμόνα των τε όντων και μελλόντων του τε ηγεμόνος και αιτίου πατέρα κύριον επομνύντας˙ ον, εάν ορθώς φιλοσοφώμεν, εισόμεθα πάντες σαφώς εις δύναμιν ανθρώπων ειδαιμόνων».
Πλωτίνος περί του δευτέρου αιτίου λέγων «Τις ουν ο τούτον γεννήσας; Ο απλούς και ο προ του τοιούτου, ο αίτιος του και είναι και πολύν είναι τούτον, ο τον αριθμόν ποιών˙ ο γαρ αριθμός ου πρώτος˙ και γαρ προ της δυάδος το εν δεύτερον δε δυάς και παρά του ενός γενομένη. Πως ουν και τι δει νοήσαι περί εκείνο μένον; Περίλαμψιν εξ αυτού μεν, εξ αυτού δε μένοντος˙ οίον ηλίου το περί αυτόν λαμπρόν φως περίθεον εξ αυτού τε αιεί γεννώμενον, μένοντος δε. Και πάντα τα όντα έως μένει, εκ της αυτών ουσίας αναγκαίαν την περί αυτά προς τα έξω αυτών εκ της παρούσης δυνάμεως δίδωσιν αυτών εξηρτημένην υπόστασιν, εικόνα ούσαν οίον αρχετύπων, ως εξέφυ. Πυρ μεν την παρ’ αυτού θερμότητα και χίων ουκ είσω μόνον το ψυχρόν κατέχει. Μάλιστα δε όσα ευώδη μαρτυρεί τουτω˙ εώς γαρ εστί, προ εισί τι εξ αυτών περί αυτά, ων απολαύει υποστάντων ότι πλησίον. Και πάντα δε όσα ήδη τέλεια γεννά˙ το δη αιεί τέλειον αιεί και αΐδιον γεννά˙ και έλατον δε εαυτού γεννά. Τι ουν χρη περί του τελειοτάτου λέγειν; Μηδέν απ’ αυτού ή τα μέγιστα μετ’ αυτό. Μέγιστον δε μετ’ αυτό νους και δεύτερον. Και γαρ ορά ο νους εκείνον και δείται αυτού μόνου, εκείνος δε τούτου ουδέν. Και το γενώμενον από κρείττονος νου νουν είναι˙ και κρείττων απάντων νους, ότι τ’ άλλα μετ’ αυτόν».
Νουμηνίου περί του δευτέρου αιτίου διερμηνεύει «Ο Θεός ο μεν πρώτος εν εαυτού ων έστιν απλούς, δια τω εαυτώ συγγιγνόμενος διόλου μη ποτε είναι διαιρετός˙ ο Θεός μέντοι ο δεύτερος και τρίτος εστίν εις˙ και γαρ ούτε δημιουργείν εστί χρεών τον πρώτον και του δημιουργούντος δε Θεού χρη είναι νομίζεσθαι πατέρα τον πρώτον Θεόν. Εισί δ’ ούτοι βίοι ο μεν πρώτου, ο δε δευτέρου Θεού. Δημονότι ο μεν πρώτος Θεός έσται εστώς, ο δε δεύτερος εμπάλιν εστί κινούμενος˙ ο μεν ούν πρώτος περί τα νοητά, ο δε δεύτερος περί τα νοητά και αισθητά. Μη θαυμάσεις δ’ ει τουτ’ εφήν˙ πολύ γαρ έτι θαυμαστότερον ακούση˙ αντί γαρ της προσούσης τω δευτέρω κινήσεως την προσούσαν τω πρώτω στάσιν φημί είναι κίνησιν σύμφυτον, αφ’ ής η τε τάξις του κόσμου και η μόνη η αΐδος και η σωτηρία αναχείται εις τα όλα».
Ο Πλάτων δια της προς Διονύσιον επιστολής λέγων «Περί τον πάντων βασιλέα παντ’ εστί και εκείνου ένεκα πάντα, και εκείνο αίτιον απάντων καλών˙ δεύτερον δε περί τα δεύτερα και τρίτον περί τα τρίτα. Η ουν ανθρώπινη ψυχή περί αυτά ορέγεται μαθείν ποια άττα εστί, βλέπουσα εις τα αυτής συγγενή». Και εν τη «Πολιτεία» δε ταύτα φησιν «Το αγαθόν εγέννησεν ανάλογον εαυτώ, ότι περ’ αυτό εν των νοητώ τόπω προς τε νουν και τα νοούμενα, <τούτο> τούτον εν τω ορατώ προς τε όψιν και τα ορώμενα».
Νουμηνιού περί τ’ αγαθού «Ο μεν πρώτος Θεός αυτοάγαθον˙ ο δε τούτου μιμητής δημιουργός αγαθός˙ η δ’ ουσία μία μεν η του πρώτου, ετέρα δε η του δευτέρου˙ ης μίμημα ο καλός κόσμος, κεκαλλωπισμένος μετουσία του καλού. Ο δημιουργός ο της γενέσεως εστίν αγαθός, η που έσται και ο της ουσίας δημιουργός αυτοάγαθον σύμφυτον τη ουσία. Ο γαρ δεύτερος διττός ων αυτοποιεί την τε ιδέαν εαυτού και τον κόσμον, δημιουργός ων».
Ο Πλάτων εις το «Περί ψυχής» φησιν «Επειδή οι εκβήναι την ψυχήν, πορεύεσθαι μετά πολλών και αφικνείσθαι σφας εις τόπον τίνα δαιμόνιον, εν ω της τε γης δυ’ είναι χάσματα εχομένω αλλήλοιν και του ουρανού αυ εν τω άνω άλλα καταντικρύ. Δικαστάς δε μεταξύ τούτων καθήσθαι, ους, επειδή διαδικάσειαν, τους μεν δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι την εις δεξιάν τε και άνω δια του ουρανού, σημεία περιάψαντος των δεδικασμένων εν τω πρόσθεν, τους δε αδίκους την εις αριστεράν τε και κάτω, έχοντας και τούτους εν τω όπισθεν σημεία πάντων ων έπραξαν». Και εις τον «Γοργίαν» λέγει «Ο θάνατος τυγχάνει, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο η δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος, απ’ αλλήλων. Το μεν δικαίως τον βίον διελθόντα και οσίως, επειδάν τελευτήση, εις μακάρων νήσους απιόντα οικείν εν πάση ευδαιμονία εκτός κακών, τον δε αδίκως και αθέως εις το της τίσεως τε και δίκης δεσμωτήριον, ο δη Τάρταρον καλούσιν ιέναι. Έπειτα γυμνούς κριτέον απάντων τούτων˙ τεθνεώτας γαρ δει κρίνεσθαι. Και τον κριτήν δει γυμνόν είναι, τεθνεώτα αυτή τη ψυχή αυτήν την ψυχήν θεωρούντα εξαίφνης αποθανόντος εκάστου, έρημον πάντων των συγγενών και καταλιπόντα επί γης πάντα εκείνον τον κόσμον, ίνα δη δικαία η κρίσις η».
Στο σημείο αυτό θα δούμε μια προφητεία του Πλάτωνος δια τον Κύριο την οποία μας επιβεβαιώνει ο Ευσέβιος και βρίσκεται στην «Πολιτεία».
Β,V, 362
«Γυμνωμένος δη πάντων πλην δικαιοσύνης και ποιητέος εναντίως διακείμενος των προτέρω˙ μηδέν γαρ αδικών δόξα εχέτω της μεγίστης αδικίας, ίνα βεβασανισμένος ή ει δικαιοσύνην τω μη τέγγεσθαι υπό κακοδοξίας και των απ’ αυτής γιγνομένων˙ αλλ’ έστω αμετάστατος μέχρι θανάτου, δόκων μεν είναι άδικος δια βίου. Λεκτέον ουν και δη, καν αγροικοτέρως λέγηται, μη εμέ οίου λέγειν ω Σώκρατες, αλλά τους επαινούντας προ δικαιοσύνης αδικίαν. Ερούσι δε τάδε, ότι ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, εκκαυθήσεται τω οφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασκινδυλευθήσεται και γνώσεται ότι ουκ είναι δίκαιον, αλλά δοκείν δει εθέλειν».
Η μετάφραση του κειμένου αυτού είναι η εξής:
«Θα απογυμνωθει από όλα εκτός της δικαιοσύνης˙ διότι φτιάχτηκε αντίθετος στη ως τότε συμπεριφορά˙ χωρίς να αδικήσει κανένα θα δυσφημισθή πολύ ως άδικος, ώστε να βασανισθή για την δικαιοσύνη και θα γεμίση με δάκρυα εξαιτίας της κακοδοξίας και των εξ αυτής γενομένων, αλλά θα μείνει αμετακίνητος μέχρι θανάτου και ενώ θα είναι δίκαιος θα θεωρείται άδικος για όλη του τη ζωή. Ακούστηκε λοιπόν έως τώρα, εντελώς σκιωδώς είπανε, εκτός από εμένα μπορώ να πω Σωκράτη, αλλά όσους επαινούν πριν να δικαιωθούν είναι αδικία. Έχοντας τέτοιες διαθέσεις ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα δεθή θα ανάψουν τα μάτια του και στα τελευταία του αφού πάθει κάθε κακό θα καρφωθεί πάνω σε πάσσαλο, και να ξέρεις ότι δεν είναι δίκαιο, αλλά αφού έτσι το θέλει ας γίνει».
Για την φράση «εκ καυθήσεται τω οφθαλμώ» στο βιβλίο «Ιησούς Χριστός η προσδοκία των εθνών» των Αγιορειτών Πατέρων του κελλιού Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη οι μοναχοί σε μια παράγραφο μας λένε τα εξής: «Είδε με τον φωτισμό του Θεού ακόμη και τα μάτια του δικαίου να φλεγμαίνουν από την υπεραιμία που προκάλεσε το κρέμασμα Του από τα καρφωμένα στον «στύλο» του Σταυρού χέρια Του. Διότι κατά την ιατρική επιστήμη αυτό που απετέλεσε την αιτία θανάτου Του Ιησού μας ήταν η αδυναμία εκπτύξεως του Θώρακος, επειδή όλο Του το σώμα κρεμάστηκε από τα καρφιά των χεριών. Έτσι το αίμα από την καρδιά δεν μπορούσε να προχωρήσει προς τους πνεύμονες για οξυγόνωση επειδή αυτοί δεν μπορούσαν να χαλαρώσουν˙ το φλεβικό αίμα για τον λόγο αυτό δεν είχε την δυνατότητα να προχωρήσει από το υπόλοιπο σώμα προς την καρδιά και έμενε στην περιφέρεια του σώματος πράγμα που μπορούσε να διαπιστώση κανείς από την υπεραιμία των ματιών, τα οποία φαινόταν σαν αναμμένα. Αυτό είναι το «εκκαυθήσεται τω οφθαλμώ». Για να μην οδηγηθεί κάποιος αυθαίρετα εκ των άνωθι σε λάθος συμπεράσματα, ιατρικώς ναι έτσι είναι αλλά ο Κύριος είναι πάνω από όλα αυτά και άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στον Σταυρό την στιγμή που θέλησε αυτός, ασχέτως των αντοχών του σώματος του.
Συνεχίζουμε από εντεύθεν με τα όσα μας λέγει ο Ευσέβιος Επίσκοπος Καισαρείας στο έργο του «Ευαγγελιστή Προπαρασκευή» για τα όσα είπαν οι προ Χριστού πρόγονοι μας και συνάδουν με τα της Χριστιανικής διδασκαλίας.
«Μεμνήμεθα γε μην ομολογήσαντες εν τοις πρόσθεν ως ει ψυχή φανείη πρεσβυτέρα σώματος ούσα, και τα της ψυχής των του σώματος έσοι το πρεσβυτέρα. Ανάγκη αρ ουν το μετά τούτο ομολογείν αναγκαίον των τε αγαθών αιτίαν είναι ψυχήν και των κακών και καλών και αισχρών δικαίων τε και αδίκων και παντών των εναντίων, είπερ των πάντων γε αυτήν θήσομεν αιτίαν; Ταύτα δε από του δεκάτου των «Νόμων» Πλάτωνος προκείσθω… Ορφεύς εν ποιήμασι των κατά τον «Ιερόν Λόγον» αυτώ λεγομένων ούτως εκτίθεται περί του διακρατείσθαι θεία δυνάμει τα πάντα και γεννητά υπάρχειν και επι πάντων είναι τον Θεόν δ’ ούτως «Εις δε λόγον Θείον βλέψας τούτω προσέδρευε, ιθύνων κραδίης νοερόν κύτος˙ ευ δ’ επίβαινε ατραπιτού, μούνον δ’ εσόρα κόσμοιο τυπωτήν αθάνατον. Παλαιός δε λόγος περί τούδε φαείνει: Εις εστ’ αυτετελής, αυτού δ’ ύπο πάντα τελείται, εν δ’ αυτοίς αυτόν περινίσσεται, ούδε τις αυτόν εισοράα ψυχήν θνητών, νω δ’ εισοράαται. Πνεύματα δ’ ηνιοχεί περί τα’ ηερά και περί χεύμα νάματος˙ εκφαίνει δε πυρός σέλας ιφηγεννήτου. Αυτός επουράνιος και επί χθονί πάντα τελευτά, αρχήν αυτός έχων και μέσσην ηδέ τελευτήν, ως λόγος αρχαίων, ως υδογενής διέταξεν, εκ θεόθεν γνώμησι λαβών και δίπλακα θεσμόν». Άρατος δε περί των αυτών φησιν ούτως «Εκ Θεού αρχώμεθα, τονουδέποτ’ άνδρες εώσιν άρρητον˙ παντή δε Θεού κεχρήμεθα πάντες. Ο δ’ ήπιος ανθρώποισι δεξιά σημαίνει, λαούς δ’ επί έργον εγείρει μιμνήσκων βιότοιο» σαφώς οίομαι δεδείχθαι διότι δια πάντων εστίν η δύναμις του Θεού.
Όμηρος δε ουκ οκνεί εν κατάρας μέρει τίθεσθαι το «Αλλ’ υμείς πάντες ύδωρ και γαία γένοισθε»… Οι παρ’ Έλλησι λογιώτατοι τω Θεώ˙ ο μεν Επίχαρμος, Πυθαγόρειος δε ην λέγων «Ουδέν εκφεύγει το Θείον, τούτο γινώσκειν σε δει˙ αυτός εσθ’ αμών επόπτης»… Ο τε Σωκρατικός Αντισθένης λέγει «Θεόν ουδενί εοικέναι φησί, διόπερ αυτόν ουδείς εκμαθείν εξ’ εικόνος δύναται» τα δε όμοια και Ξενοφών ο Αθηναίος κατά λέξιν λέγει «Ο γουν πάντα σείων και ατρεμίζων ως μεν μέγας τις και δυνατός φανερός, οποίος δ’ εστί μορφήν αφανής. Ουδέ μην ο παμφαής δοκών είναι ήλιος, ουδ’ ούτος έοικεν οράν αυτόν επιτρέπειν, αλλ’ ην τις αναιδώς αυτόν θεάσηται, την όψιν αφαιρείται». «Τις γαρ σάρξ δύναται τον επουράνιον και αληθή οφθαλμοίσιν ιδειν Θεόν άβροτον, ος πόλον οικεί; Αλλ’ ουδ’ ακτινών κατ’ εναντίον ηελίοιο άνθρωποι στήναι δυνατοί, θνητοί γεγαώτες» προείπειν η Σίβυλλα. Ευ γουν και Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος διδάσκων ότι εις και ασώματος ο Θεός επιφέρει «Εις Θεός εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος». Κλεάνθους τε του Στωϊκού εν τινι ποιήματι περι τουΘεού ταύτα γεγραφότος «Τ’ αγαθόν ερωτάς με οιόν εστ’; Άκουε δη˙ τεταγμένον, δίκαιον, όσιον, ευσεβές, κρατούν εαυτού, χρήσιμον καλόν, δέον, αυστηρόν, αυθέκαστον, αεί συμφέρον, άφοβον, άλυπον, λυσιτελές, ανώδυνον, ωφέλιμον, ευάρεστον, ασφαλές, φίλον, έντιμον, ομολογούμενον, ευκλεές, άτυφον, επιμελές, πράον, σφοδρόν, χρονιζόμενον, άμεμπτον, αεί διαμένον».
Ο μελοποιός δε Μελανιππίδης άδων φησί «κλύθι μοι, ω πάτερ, θαύμα βροτών τας αειζώου ψυχάς μεδέων». Παρμενίδης τε «ο μέγας» ως φησιν εν «Σοφιστή» Πλάτων, ώδε πως περί του Θείου γράφει «Πολλά μάλ’ ως αγέννητον εόν και ανώλεθρον εστι, μούνον, μουνογενές δε και ατρεμές ηδ’ αγέννητον». Αλλά και ο Ησίοδος «Αυτός γαρ πάντων βασιλεύς και κοίρανός εστιν αθανάτων, σέο δ’ ου τις ερήρισται κράτος άλλος». Ο μεν Σοφοκλής, ως φησιν Εκαταίος ο τας ιστορίας συνταξάμενος εν «τω κατά Άβραμον και τους Αιγυπτίους» αντικρύς επί της σκηνής εκβοά «Εις ταις αληθείαισιν, εις εστίν Θεός, ος ουρανόν τ’ έτευξε και γαίαν μακρήν πόντου τε χαροπόν οίδμα και ανέμων βίας. Θνητοί δε πολλοί καρδίαν πλανώμενοι ιδρυσάμεθα πημάτων παραψυχήν θεών αγάλματ’ εκ λίθων ή χαλκέων ή χρυσοτεύκτων ή ελεφαντίνων τύπους. Θυσίας τε τούτοις και κακάς πανηγύρεις στέφοντες, ούτως ευσεβείν νομίζομεν». Ευριπίδης δε επί της αυτής σκηνής εν τε τω «Πειρίθω» δράματι τραγωδεί «Σε τον αυτοφυή, τον εν αιθέριω ρόμβω πάντων φύσιν εμπλέξανθ’ ον περί μεν φως, περί δ’ ορφναία νυξ αιολόχρως άκριτος τε άστρων όχλος ενδελεχώς αμφιχορεύει», ενταύθα γαρ τον μεν αυτοφυή τον δημιουργόν νουν είρηκε, τα δ’ εξής επί του κόσμου τάσσεται, εν ω και αι εναντίοτητες φωτός τε και σκότους. Τίμαιος ο Λοκρός εν τω φυσικώ συγγράμματι κατά λέξιν ώδε μοι μαρτυρήσει «Μία άρχα πάντων εστίν αγέννητος˙ ει γαρ εγένετο, ουκ αν ην έτι αρχά, αλλ’ εκείνα εξ ας α άρχα εγένετο». «Ούτος ιδού πάντεσσι σαφής απλάνητος υπάρχει» ως φησιν η Σίβυλλα…
Ο Μέναδρος ώδε πως γράφει «Ο γαρ Θεός δίκαιος έργοις ήδεται και ουκ αδίκοις. Πονούντα, δε εά τον ίδιον υψώσαι βίον, την γην αρούντα νύκτα και την ημέραν. Θεώ δε θύε δια τέλους δίκαιος ων και λαμπρός ων και χλαμμύσιν ως τη καρδία. Ο γαρ Θεός βλέπει σε πλησίον παρών». Δίφιλος ο κωμικός τοιαύτα περί της κρίσεως διαλέγεται. «Οιεί συ τους θανόντας ω Νικήρατε, τρυφής απάσης μεταλαβόντας εν βίω πεφευγέναι το θείον ως λεληθότας; Εστίν Δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά˙ και γαρ καθ’ Άδην δύο τρίβους νομίζομεν, μίαν δικαίων, ετέραν δε ασεβών είναι όρον. Και εις τους δύο καλύψει η γη, φασί, των παντί χρόνω, απελθών κλέπτ’, αποστέρει, κύκα˙ μηδέν πλανηθής, έστι και εν Άδου κρίσις, ήνπερ ποιήσει Θεός ο πάντων δεσπότης, ου το όνομα φοβερόν εστίν ουδ’ αν ονομάσαι εγώ». Ο δ’ αυτός Ορφεύς ρητώς παντοκράτορα ονομάζων τον Θεόν «Άφθιτον, αθάνατον, ρητόν μόνον αθανάτοισιν. Έλθε, μέγιστε θεών πάντων, κρατερή συν ανάγκη, φρικτός αήτητος, μέγας άφθιτος, ον στέφει αιθήρ. «Αισχύλος μεν ο τραγωδοποιός την δύναμιν του Θεού παρατειθέμενος ουκ οκνεί και ύψιστον αυτόν προσαγορεύειν δια τούτων «Χώρισαι θνητών τον Θεόν και μη δόκει όμοιον αυτώ σάρκικον καθεστάναι. Επάν επιβλέψη γοργόν όμμα δεσπότου˙ πάντα δυνατή γαρ δόξα υψίστου Θεού. «Ο κωμικός Δίφιλος γνωμικώτατα» Τον όντα πάντων φησί πατέρα, τούτον δια τέλους τίμα, μόνον αγαθών τοσούτων ευρετήν και κτίστορα»… Μόνος δ’ ουν πρώτος Ελλήνων Αναξαγόρας μνημοτεύεται εν τοις περί αρχών λόγοις Νουν τον πάντων αίτιον αποφήνασθαι. Φάσι γουν ως άρα ούτος, μάλιστα παρά τους προ αυτού εθαύμασε φυιολογίαν˙ μηλόβοτον γε τοι την εαυτού χώραν δι’ αυτήν είασε τον τε περί αρχών λόγος πρώτος Ελλήνων διήρθρωσεν. Ου γαρ μόνον περί της πάντων ουσίας απεφήνατο, ως οι προ αυτού, αλλά και περί του κινούντος αυτήν αιτίου. «Ην γαρ εν αρχή» φησίν «ομού τα πράγματα πεφυρμένα, Νους δε ελθών αυτά εκ της αταξίας εις τάξιν ήγαγε» θαυμάσαι δ’ έστιν ως ούτος πρώτος παρ’ Ελλήσι τούτον θεολογήσαν. Περί τηςΑναξαγόρου δόξης «Νους εστίν ο διακοσμών τε και πάντων αίτιος, ταύτη δη τη αιτία ήσθην τε και έδοξε μοι τρόπον τινά ευ έχειν τον Νουν είναι πάντων αίτιον, και ηγησάμην, ει τούτο ούτως έχει, τον γε Νουν κοσμούντα πάντα κοσμείν και έκαστον τιθέντα όπη αν βέλτιστα έχη».
Εικ. 38
Εις τον τόμον 41 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 βρήκαμε το έργο του Αγίου Επιφανίου Επισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου «Περί των αρχαίων της Εκκλησίας οσίων».
Εικ. 39
ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ο Άγιος καταγόταν εκ της Ελευθερουπόλεως της Φοινίκης και ήτο Ιουδαίος και εις την καταγωγήν και εις το θρήσκευμα. Έχασε παίδας ον τον πατέρα του και η νεότης του ήτο μια συνεχής ανέχεια, λόγω του ότι η μήτηρ αυτού δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα προς το ζειν για αυτήν και τα δυο της τέκνα τον Επιφάνιο και την αδελφήν του. Αυτά λάμβαναν χώρα περί το 300 μ.Χ.
Κατά τους χρόνους της ενηλικιώσεως του συνάντησεν κάποιον Λουκιανό ο οποίος τον προέτρεψε προς τον Χριστιανισμό. Ο Άγιος δεν άργησε να βρει τον ορθό δρόμο. Φεύγει εκ της οικίας του και εκ της Παλαιστίνης και των Ιεροσολύμων διαβείς έφθασε εις την Αίγυπτο. Κατά την διάρκεια της διαδρομής αυτής συναναστράφηκε με πολλούς μοναχούς εκ των οποίων εδιδάχθη τα του Χριστιανισμού. Όταν έφθασε στην Αίγυπτο συνάντησε τον Άγιο Ιλαρίωνα τον Μέγα. Εκεί πλέον βρήκε πολύτιμο καταφύγιο και εκάρη μοναχός στην αρχήκαι ιερεύς αργότερον. Κάποια στιγμή θέλησε να σπουδάσει και ο Άγιος Ιλαρίων τον έστειλε στην Καισάρεια που ήταν κέντρο Ελληνικών γραμμάτων. Εκεί έκανε δια του λόγου του πολλούς εθνικούς φιλοσόφους να γίνουν Χριστιανοί βαφτίζοντας τους ο ίδιος. Εκ της οσιότητας του βίου του ο Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της Θαυματουργίας. Πολλά τα θαύματα που έγιναν εκ Θεού δια του Αγίου. Μάλιστα προκάλεσε μια στιγμή τους εθνικούς να γλυτώσουνέναν δαιμονισμένο δια της χάρητος όπως είπε των θεών των και αυτοί ως ήταν φυσικό ουδέν έπραξαν. Ο δαιμονισθείς εθνικός έγινε καλά δια των προσευχών του Αγίου εκ Θεού και πολλοί εθνικοί τότε έγιναν Χριστιανοί. Εκ της φήμης που απέκτησε δεν έβρισκε ησυχία και έτσι μετοίκησε αφού πρώτα έγραψε στον Άγιο Ιλαρίωνα, δια της εντολής του Ιλαρίωνος, στην Σαλαμίνα της Κύπρου. Εκεί έμεινα για ολίγο αφού η φήμη του τον ακολούθησε και πήγε στην Πάφο. Ο Άγιος Πάππος όμως τον κάλεσε πίσω στην Σαλαμίνα. Εκεί δια των ιερέων και του λαού και του Αγίου Πάππου παρά τις αντιρρήσεις που είχε ο Άγιος τον χειροτόνησαν Επίσκοπο Κωνσταντίας. Μέχρι το τέλος του βίου του όπου συνέβη εις βαθύ γήρας, διακόνησε δε με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο το ποίμνιο του.
Στο έργο του «Περί των αρχαίων της Εκκλησίας οσίων» ο Άγιος μας λέγει τι ειπώθηκε εκ των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων Νόννου και Φωκυλίδη τα οποία είναι όντως εντυπωσιακά στην ομοιότητα τους με την Χριστιανική διδασκαλία περί σχέσης Πατρός και Υιού.
ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
«Περί των αρχαίων της Εκκλησίας οσίων»
«Νόννος φησι «και Λόγος αυτοφύτοιο Θεού, φως, εκ φάεος φως, Πατρός εην˙ αμέριστος, ατέρμονι σύνθρονος έδρη»… και τόδε Φωκυλίδου «και γαρ εού μετά Πατρός ετήτυμον αρχέγονον φως, Μουνογενές Λόγος ήεν»
Η μετάφρασης του άνωθι κειμένου είναι η εξής:
«Ο Νόνος είπε «και ο Λόγος του αληθινού Θεού ως φως, από το ίδιο φως, φως και αυτός υπήρχε ολοκληρωτικώς εν των συνόλω του, συμβασιλεύων μαζί με τον Θεό Πατέρα» και ο Φωκυλίδης «Επειδή μαζί με τον Πατέρα του το αληθινά αρχέγονο φως, ήταν Αυτός ο μονογενής Υιός ο Λόγος του Θεού».
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ο πολύ μεγάλος αυτός άνδρας εγεννήθη εν Δαμασκώ το 675. Παρόλο που ο πατήρ του ήτο πολύ πλούσιος και εξ αυτής της καταγωγής και θέσεως του ο Ιωάννης έλαβε πλούσια μόρφωση ούτος εδιάλεξε τον μοναχικό βίο. Τον δρόμο αυτόν τον ακολούθησε εκ της γνωριμίας του με τον μοναχό Κοσμά ο οποίος ήταν και ο πρώτος δάσκαλος του. Ο Άγιος πρώτα μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και αναχώρησε στην έρημο, όμως, ο τίτλος του πατρός του ήταν κληρονομικός και εξ’ αυτού ηναγκάσθη να αφήσει τον μοναχικό βίο και να ακολουθήσει την πορεία του αξιώματος του πατρός του. Ο Άγιος εκ την θέσεως του πρώτου συμβούλου του αρχηγου των Αγαρηνών έστελνε συνεχώς στηλιτευτικές εντολές προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο για την πολιτική που ακολουθούσε εναντίον όσων προσκυνούσαν τις Ιερές Εικόνες, εξαιτίας της οποίας αιματοκυλήσθη η αυτοκρατορία. Ο Λέων δεν άντεξε τόσο έλεγχο και ζήτησε από τον αρχηγό των Αγαρηνών να τον θανατώσει. Κατόπιν όμως ενός θαύματος που συνέβη στην αυλή του Αγαρηνού αρχηγού και είχε σχέση με τον Άγιο ο Αγαρηνός τον απελευθέρωσε και ο Άγιος τότε ακολούθησε και πάλι τον μοναχικό βίο στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα των Αγίων Τόπων. Εκεί ο Άγιος αφιερώθηκε στον Θεό ως επιθυμούσε και στην συγγραφή θαυμάσιων έργων τα οποία χωρίζονται σε Δογματικά σε Αντιαιρετικά σε Ρητορικά και σε Ύμνους. Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι τον θεωρούν την κορυφαία προσωπικότητα του 8ου αιώνος, λόγω του πολύ μεγάλου συγγραφικού του έργου το οποίο είναι αληθής πηγή γνώσεως. Σε μεγάλη ηλικία χειροτονήθηκε ιερεύς από τον πρώτο του δάσκαλο που στο μεταξύ είχε γίνει επίσκοπος της πόλης Μαϊουμά. Ο Άγιος ως το βαθύ του γήρας επολέμησε πνευματικώς τους εικονομάχους και δεν δίστασε να καυτηριάση αυτοκράτορες και επίσκοπους που πλανήθηκαν. Πέθανε στην Ιερά Μονή του Αγίο Σάββα το 779.
Ο «Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν» που έγραψε ο Άγιος είναι καθ’ ολοκληρίαν μια υπέρβαση για την εποχή του και όχι μόνον. Δεν συνέτρεχε ουδείς λόγος τότε να καταγράψει τα όσα είπαν τα Μαντεία της αρχαίας Ελλάδος για την Έλευση του Κυρίου στην γη διότι κάποιοι θα μπορούσαν να τα εκλάβουν ως τρόπο επιβεβαίωσης της Χριστιανικής Θρησκείας από την αρχαία Ελλάδα ενώ δεν υπήρχε καμμιά τέτοια ανάγκη ποτέ χρονικά. Παρ’ όλα ταύτα ο Άγιος ως λάτρης της αλήθειας δεν θα μπορούσε να την κρύψει και έτσι υπάρχει σήμερα αυτή η μαρτυρία. Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον Σεβασμιώτατο Κωνσταντίνης Αρίσταρχο που είναι ο υπεύθυνος της Βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων που μας επιβεβαίωσε την ύπαρξη του χειρόγραφου αυτού κώδικος διότι χάρη στην βοήθεια του αυτή τον καταχωρούμε στο πόνημα τούτο.
Εικ. 40
Εικ. 41-48
ΑΓΙΟΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΕΚΔΙΚΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ο Άγιος τούτος ήκμασε περί τα τέλη του 11ου αιώνος. Η παιδεία του ήταν ιδιαιτέρως ευρύτατη, αποκτηθήσα εξ ολοκλήρου εν Κωνσταντινούπολει. Ως μοναχός υπηρέτησε την Εκκλησία εκ της νεότητος του. Οι υπηρεσίες του προς αυτήν ανεγνωρίσθησαν με την απόκτησιν αξιωμάτων υψηλών. Εν Κωνσταντινούπολει όπου εγεννήθη εμεγάλωσε και άκμασε εις το μέγα αυτό κέντρο πολιτισμού, ένας άνθρωπος με τόση γνώση θα ήταν αδύνατον να μην χρησιμοποιειθή κατάλληλα. Η Εκκλησία του εμπιστεύθη μητροπολιτικό θρόνο, θέση εις το Συνοδικό Δικαστήριο του πατριαρχίου εξ ου και το προσωνύμιο Έκδικος. Του εμπιστεύθη την σύνταξη των διδακτικών βιβλίων των Ιεροδιδασκαλειών τα οποία τα εχρησιμοποίησε και η Πολιτεία. Μεγάλο το συγγραφικό του έργο, μικρό όμως το διασωθέν τμήμα εκ του έργου του.
Το «Ανθολόγιον Γνωμικόν φιλοσόφων σπουδαίων», το οποίο το υπογράφει ως μοναχός εκ της ταπεινοφροσύνης του, είναι διδακτικό σχολικό βιβλίο το οποίο συνέταξε για τον λόγο αυτό. Συγκέντρωσε εις αυτό ότι ωφέλιμον ανεκάλυψε εκ των ρηθέντων υπό των αρχαίων φιλοσόφων, το οποίον θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χριστιανική διδασκαλία εις τους παίδας. Οι γνώστες της αρχαία φιλοσοφίας θα αντιληφθούν άμα τη αναγνώσει εις ποιον ανήκει έκαστον ρητόν. Παραθέτουμε μόνον την εισαγωγήν του έργου διότι υπερβαίνει τις 300 σελίδες.
Εικ. 49
Εις τον τόμον 127 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 βρήκαμε το έργο «Ανθολόγιον γνωμικόν φιλοσόφων σπουδαίων» του Αγίου Ηλία του Εκδίκου Μητροπολίτου Κρήτης.
Εικ. 50-55
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ο εκ Κύπρου Γεώργιος κατά το κοσμικόν όνομα ως μέγας εραστής της μαθήσεως είχε ήδη χαρακτηρισθεί πριν εγκαταλείψει τα του κόσμου. Εγκαταλείψας την μεγαλόνησον εγκαταστάθει εκ της νεότητας του εις την Κωνσταντινούπολη. Εκεί αφού έλαβε βαθεία και πολύπλευρον μόρφωση εδιάλεξε τον μοναχικόν βίον. Εχειροτονήθη ιερεύς υπό του Πατριάρχου Ιωσήφ, τον οποίο και διαδέχτηκε στον οικουμενικό θρόνο. Ήταν από τους κυριώτερους πολέμιους του Πατριάρχου Ιωάννου του Βέκκου του λατινόφρονος και του Αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου οι οποίοι αιματοκύλησαν το κράτος λόγω της άκρατης επιθυμίας των για ένωση μετάτων παπιστών. Τους στηλίτευσε σθεναρώτατα δια επιστολών διότι κατακρεουργούσαν όσους ήταν αντίθετοι των. Ήταν εις εξ αυτών που πρωτοστάτησαν για την απομάκρυνση του Ιωάννη του Βέκκου μόλις απέθανε ο Μιχαήλ Η΄ και στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος. Ο Ανδρόνικος ανέβασε στον Πατριαρχικό Θρόνο τον Ιωσήφ τον Α΄ για δεύτερη φορά διότι ήταν και πριν στον θρόνο ανέβη ο Βέκκος με ραδιουργίες. Θανόντος του Ιωσήφ λόγω γήρατος το 1283 την ίδια χρονιά που ανήλθε για δεύτερη φορά εις αυτόν, ο Ανδρόνικος κατόπιν των προτροπών κλήρου και λαού ανεβίβασε στον Πατριαρχικό θρόνο τον Γρηγόριο έναν άνθρωπο πολύ σεβαστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη που γλύτωσε χάρη στον σεβασμό των συμπολιτών του τον θάνατο εκ των Μιχαήλ Η΄ και Ιωάννη Βέκκου. Ο Άγιος ήταν ως πατριάρχης και ως μοναχός αρίστου βίου και αρίστης δογματικής γραμμής. Ως Έλληνας ήταν αντιδυτικός σφόδρα και άριστος γνώστης της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Κινδύνευσε μάλιστα να παρερμηνευτεί η μεγάλη του αγάπη προς τους Πλάτωνα, Σωκράτη και Αριστοτέλη. Μιλούσε μάλιστα παντού την Αττικίζουσαν γλώσσα η οποία είχε πάψει να χρησιμοποιείται. Τον χαρακτήρισαν κάποιοι «Αριστοτελικό και μεγάλα Πλάτωνι εγκαυχώμενον». Ο οσιώτατος βίος του όμως και ο θαυμασμός του κόσμου ήταν πολύ περισσότερος εκ των χαρακτηρισμών και έτσι δεν ανησυχούσε ουδόλως. Ο βίος του τελείωσε το 1289 εκ των κακουχιών από πολύχρονη νόσο την οποία ανέχθη καρτερικώτατα.
Το έργο του «Χρεία» είναι χαρακτηριστικόν του πνεύματος του και είναι ένας συνεχής έπαινος προς τον Σωκράτη τον οποίο χαρακτήριζε σοφώτατο πάντων ασπαζόμενος τον χαρακτηρισμό της Πυθίας για τον Σωκράτη. Αυτόν του τον λόγον επειδή δεν είναι μακροσκελής τον παραθέτουμς όλον.
Εικ. 56
Εις τον τόμον 142 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1885 βρήκαμε το έργο του Αγίου Γρηγορίου του Κυπρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως «Χρεία».
Εικ. 57-59
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
«ΧΡΕΙΑ»
«Σωκράτους μεν επαινετήν οίμαι πάντα πρόθυμον είναι γενέσθαι, όστις οίδε, λέγω, το τουδε οπόσον επί σοφία προήκε, γενέσθαι δε όμως κατ’ αξίαν ουδένα. Επεί τι τις αν υπέρ ανδρός έχοι λέγειν, ον η Πυθία προλαβούσα ου μόνον υπέρ τους άλλους είρηκεν είναι σοφόν, αλλά και μόνον τόνδε σοφόν; Σοφός Σοφοκλής˙ σοφώτερος δ’ Ευριπίδης˙ ανδρών δε πάντων Σωκράτης σοφώτατος λέγει Πυθία. Και εικότως. Των γαρ άλλων πάντων περί το φαινόμενον και το δοκείν σπουδαζόντων, αμελούντων δε κατά πάντα λόγον του είναι ο δε της αλήθειας εφρόντισεν, ου μέχρι των ορωμένων τη φιλοπραγμοσύνη σταθείς, αλλ’ υπερβάς και εις ψυχήν και νοός άδυτα παρακύψας, άτε μη τη αισθήσει, κατά τους άλλους, οδηγώ προς την σκέψιν, αλλά τω νω κεχριμένος, ω γε μόνω η των όντων ακριβής κατάληψις γίνεται. Και τοίνυν Σωκράτους μεν τούδε πράξεις τε και λόγους τους άλλους, δι’ ων κάλλιστον αρχέτυπον των φιλοσόφων εγένετο βίου, και βέλτιους τους γ’ εκείνω προσεσχηκότας εκατέρωθεν έδειξεν, εξ ων τε ως άριστα επολιτεύσατο, και ων περί τε θείων περί τ’ ανθρωπίνων πραγμάτων ως ουδέ τις εφιλοσόφησε, διεξιέναι μακρότερον αν είη ή κατά τον παρόντα του λόγου σκοπόν˙ νυνί δ’ αφέντας εκείνα (ουδέ γαρ άλλως οιόν τε), εν εξ απάντων ηγουμαι προθείναι καλόν, ον γε και τούτο ουκ αμυδρόν της Σωκράτους σοφίας τεκμήριον˙ το δε εστιν, όγε περί του λόγου, οιόν τι και όσον ούτος δύναται εις ψυχήν, οπηνίκα την ταύτης κυβέρνησιν έχοι, εφιλοσόφησε.
Και τι φησι; «Άλλοις μεν άλλα κοσμείται˙ ψυχής δε κοσμήτωρ οικείος μόνος ο λόγος, δι’ ου δη και καλλίστη αυτή εαυτής καταφαίνεται˙ ως, ει μη ούτος γε κοσμήσει παραλαβών, κινδυνεύει του παντός αισχίω είναι ψυχήν». Και α μεν περί του λόγου Σωκράτης, ταύτα˙ ως δε του ανδρός άξια και της εκείνου σοφίας ακριβώσαιτ’αν τις καλώς, προσέχων τοις μετά ταύτα. Λόγος της ψυχής εξορίζει θυμόν, και κακών επιθυμία φυγαδεύεται λόγω˙ μάλιστα δε μετά λόγου και ταύτα εις τας των αρετών μεταβαίνουσι φύσεις. Γίγνεσθαι γαρ ισμεν ανδρίαν, μετά του λόγου του θυμού γιγνομένου˙ και κατά λόγον επιθυμήσας τις ουκ αν ως κακός διαβάλοιτο˙ δίκαιοι νομίζονται άνθρωποι, αλλ’ όταν εφ’ ων πράττουσι, τον λόγον προβάλλονται˙ και φρονίμους ουκ ονομάσει τις, αλλ’ ους οίδε μάλιστα κεχρημένους τω λόγω˙ επιστήμη δια λόγου προσγίνεται τη ψυχή, και γνώσιν την υπέρ αίσθησιν μόνω τω λόγω θηρεύομεν άνθρωποι˙ θαυμάζεται μόνος άνθρωπος επί γης, αλλ’ ένεκα γε του λόγου, και υπέρ τα κάτω γίνεται τούτο το ζώον τω λόγω χειραγωγούμενον˙ επίνοιαι, τέχναι τε πάσαι και μηχαναί του λόγου γεννήματα˙ σοφίας πατήρ ο λόγος, και αρετή πάσα γεννήτορα τον λόγον πεπλούτηκεν. Ουκ έχει χώραν κακία, όπου το κράτος έχων εστίν ούτος, και αρετή δε πάσα τη του λόγου παρρησία εισάγεται.
Ταύτα μεν δη και τα τούτων έτι πλείω δια λόγω γίνεται τη ψυχή, όταν έχη εγχειρισθείς την ταύτης κυβέρνησιν˙ αν δ’ έτερον αντί τούτου κρατή της ψυχής, οία και όσα τα χαλεπά! Ζάλη περί αυτήν αυτίκα, και κακών επανάστασις, των τε άλλων και δη και θυμού και επιθυμίας, υφ’ ων κατεχομένη ουδ’ αν έτι σαφώς μένοι ψυχή, το οικείον απολέσασα είδος, κίνησις παρά λόγον και άτακτος και ουδέν μετά κόσμου και του προσήκοντος. Επειδήπερ και πανθ’ όσα, του λόγου παρόντος, απήν των δεινών, ταύτα παρείναι ανάγκη, του λόγου μη παραμένοντος˙ ώσπερ δήτα και νυξ εστίν, απουσία του την ημέραν ποιούντος φωτός, και νόσος επιτρέχει της υγείας αποδημούσης του σώματος. Α δη πάντα συνορών ο Σωφρονίσκου Σωκράτης πλάστην αγαθών των ψυχών τον λόγον εδίδαξε. Και γαρ ον τρόπον εν οικία τω δεσπότη μεν προστατουμένη, ανάγκη πάντα τε ως ευπρεπώς διατίθεσθαι και κατά κόσμον γίνεσθαι την διοίκησιν, μη εκείνου δε, των δε ευπρεπώς διατίθεσθαι και κατά κόσμον γίνεσθαι την διοίκησιν, μη εκείνου δε, των δε δούλων κρατούντων, άπαντ’ άνω και κάτω μεταπίπτειν τη επικρατεία του χείρονος˙ ει δε βούλει, ώσπερ εν σώματι της συμμετρίας κρατούσης και του άνωθεν λόγου, κατάστασις τε πάσα περί εκείνο και δη και υγεία ως ακραιφνής, εκείνων δε διαλυθέντων εις τ’ ασυμμετρίαν και αταξίαν της κράσεως, ανωμαλίαι τε άλλαι συμβαίνουσι, και νόσοι και φθίσεις, και όσα της αταξίας γεννήματα, ούτω δήτα και λόγος παρών προς το βέλτιον οίδε μεταπλάττειν ψυχήν, απών δε προς τουναντίον ιέναι παραχωρείν, καθά δήπου συνέβη αν και πλεούση νηΐ, μη του κυβερνήσοντος κατ’ επιστήμην παρόντος.
Διό δη και πάντες οις εγένετο καλώς αναπλήσαι τον βίον, έργοις αυτοίς και λόγοις τω λόγω μαρτυρούσι Σωκράτους, δι’ αμφοτέρων βοώντες περιφανώς, ως ουκ αν ην αυτοίς των δεόντων ουδέν ανύσαι, ει μη ο λόγος εχειραγώγει οιον και προϋπορεύετο, όντινα δησφίσι και παντός του βίου προυστήσαντο. Αλλ’ ίνα τα γε των άλλων παρέλθω, όσα τε είπον, όσα τ’ έδρασαν, εις ταυτόν γνώμης Σωκράτει ερχόμενοι, τις ουκ οίδε τον Ευριπίδην έστιν εν οις των ποιημάτων ευχόμενον, μη εθέλειν ποτέ ζην, μηδέ γενέσθαι οι τούτο συνόλως, αν μη και λόγος προσή τη ζωή δηλούντος δια τούτων, ην γε δι’ άλλων Σωκράτης εζήνεγκε γνώμην, ως ουκ έστιν ευκτήν είναι ζωήν, μη του λόγου την ψυχήν κατά την εαυτού φύσιν προς το βέλτιον μεταπλάττοντος, ώστε καλήν έχειν αυτήν, μηδέν επίμωμον εξ’ αισχρότητος επιφέρουσα. Και ούτω μετ Σωκράτης αξίως εαυτού περί του παρόντος εφιλοσόφησεν˙ αξίως δε και τους επαίνους λαβείν έχει παρ’ ευδενός.
ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
Κατάγονταν εκ της Σκυθίας και μάλλον σλαβικού αίματος. Η χρονολογία γεννήσεως του τοποθετείται περίπου στο 880. Ήρθε στην Κωνσταντινούπολη ως δούλος και μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα χρησίμευσε στον κύριο του τον πρωτοσπαθάριο Θεόγνωστο ως «νοτάριος» γραμματέας. Σε ηλικία 36 ετών κατόπιν Θείου φωτισμού ακολούθησε την οδό της άκρας αρετής του μοναχισμού μετά της δια Χριστόν μωρίας τεχνιτής. Παρίστανε δηλαδή τον τρελό για να τον χλευάζουν όλοι και κατ’ αυτόν τον τρόπον να ταπεινώνεται συνεχώς και να εξασκεί έτσι συνεχώς την αρετή της ταπεινοφροσύνης. Είδε πολλά οράματα και ελέχθησαν εξ αυτού πολλές προφητείες. Τον βίο του Αγίου κατέγραψε ο ιερεύς της Μεγάλης Εκκλησίας Νικηφόρος που εβρίσκετε στην Ελληνική Πατρολογία τόμος 111 στις σελίδες 625-888. Εκεί κατατείθενται όλα τα οράματα που είδε ο Άγιος και όλες οι πολύ ενδιαφέρουσες προφητείες που ελέχθησαν εξ αυτού. Ο Άγιος εκοιμήθη σε σχετικά νεαρή ηλικία το 936 εν ειρήνη και παντελώς ακτήμων ως μοναχικόν παράδειγμα.
Ο Άγιος μας έδωσε μια προφητεία στην οποία βλέπουμε πως ο Θεός χρησιμοποίησε για το σχέδιο του επί γης ως όργανο του τον μέγιστο των Ελλήνων Αλέξανδρο τον Μέγα. Η φράση «Αποφράξει Κύριος ο Θεός τας πύλας τα εν Ινδία ας έκλεισεν Αλέξανδρος ο των Μακεδόνων» φωτογραφίζει την μάη της Αόρνου Πέτρας όπου έγινε στο βορειότερο μέρος των Ιμαλαΐων που έφτασε ο Έλληνας στρατηλάτης. Εκεί τοποθετούν σήμερα όλοι οι λάτρεις του Εωσφόρου την μυστική πόλη Καμπάλα κάτωθεν της επιφάνειας της γης. Εκει ο Αλέξανδρος έδωσε την αιματηρότερη μάχη του βίου του. Η πύρειος νίκη που πήρε του στοίχισε τον χαμό του λόχου των Βασιλικών Παίδων του πλέον εκλεκτού τμήματος του στρατού του. Ο Στράβων περιγράφοντας την μάχη μιλάει για χθόνια όντα τα οποία τέθηκαν αντιμέτωπα του στρατου του Αλεξάνδρου. Η πολύ περίεργη αυτή μάχη είναι σχεδόν άγνωστη στον πολύ κόσμο όπως επίσης και τα αίτια που οδήγησαν τον Αλέξανδρο στην περίεργη αυτή περιοχή η οποία ήταν ακατοίκητη τον καιρό εκείνο. Είπαμε όμως ότι ο Αλέξανδρος ήταν όργανο του Θείου Σχεδίου ή εν γνώσει του ή εν αγνοία του.
Εικ. 60
Εις τον τόμον 10 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1863 και εις τις επιστολές του Νικολάου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως βρήκαμε τον βίον του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού και την εκτεθείσα προφητεία.
Εικ. 61
Η προφητεία του Αγίου έχει ως εξής «Το γαρ έτος εκείνο, αποφράξει Κύριος ο Θεός τας πύλας τας εν Ινδία, ας έκλεισεν Αλέξανδρος, ο των Μακεδόνων, και εξελεύσονται βασιλείαι εβδομήκοντα δύο άμα τω λαώ αυτών, τα λεγόμενα ρυπαρά έθνη, τα βδελυρώτατα πάσης σικχασίας και δυσωδίας, και διασκορπισθήσονται εν πάση τη γη υπ’ ουρανόν σάρκας ανθρώπων ζώσας εσθίοντες, και το αίμα πίνοντες, κύνας, και μύας και βάτραχους δαπανώντες, και πάσαν ρυπαρίαν του κόσμου εν ηδονή. Και ουαί τη οικουμένη πάση, εν η ούτοι πορεύσονται˙ τας γαρ ημέρας εκείνας μη έστω Χριστιανός, Κύριε, ει δυνατόν˙ αλλ’ οίδα ότι έσονται. Τότε αι ημέραι σκοτισθήσονται, δίκην θρηνούσαι των αέρι δια το μίσος, όπερ τα βδελυρά έθνη εκείνα εργάσονται˙ ο ήλιος ως αίμα γεννήσεται, βλέπων τα βδελύγματα επί της γης αμιλλώμενα˙ η σελήνη και πάντα τα στοιχεία σκοτισθήσονται˙ φάγονται γαρ και τον χουν της γης, τα θυσιαστήρια κύθρους οίκον εργάσονται. Τότε οι κατοικούντες Ασίαν φευγέτωσαν εις τα κυκλάδας των νήσων˙ ου γαρ πορεύσονται εν αυταίς οι λαοί, αλλ’ έσονται πενθούντες ημέρας εξακόσιας εξήκοντα».
Εικ. 62
Εις τον τόμον 120 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1864 βρήκαμε το «Επίγραμμα εις τον Πλάτωνα και Πλούταρχον» του Αγίου Ιωάννη Μητροπολίτη Ευχαϊτών.
Εικ. 63
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΥΧΑΪΤΩΝ
Ο Άγιος έζησε και εποίμανε το ποίμνιο του στους δύσκολους καιρούς του Σχίσματος του 1054 που έγινε επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου. Ήταν Παφλαγόνας στην καταγωγή και εκ της νεότητος του έφερε το προσωνύμιο Μαυρόπους. Εσπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και εμόνασε στην Ιερά Μονή Προδρόμου την καλούμενη Πέτρα. Ήταν λόγιος και ποιητής, έγραψε πολλά ποιήματα σε ιαμβικό στίχο, πάρα πολλές επιστολές, λόγους και πλήθος υμνογραφικών κειμένων. Πολλοί είναι αυτοί που τον θεωρούν ίσως τον σημαντικώτερο επιγραμματοποιό της περιόδου 1000-1453. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε την λύση εις την έριδα περί της υπεροχής ενός μεταξύ των Τριών Ιεραρχών. Όχι μόνον σύστησε και επέτυχε την κοινήν εορτή αυτών κατά την 30ην Ιανουαρίου μη υπερέχοντος ουδενός του άλλου, αλλά συνέγραψε και την αρμόδια επί τούτω ακολουθία.
Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος δεν συμπαθούσε τον ήδη μετά των προγραφέντων αποκτήσας μεγάλη φήμη Άγιο διότι ο Άγιος δεν τον κολάκευε όπως άρμοζε και ζήτησε από τον διαβόητο Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο να τον χειροτονήση επίσκοπο και να τον στείλη όσο μακρύτερα της Κωνσταντινουπόλεως μπορούσε. Το 1043 σε ηλικία 50 ετών περίπου ο Πατριάρχης τον χειροτονεί επίσκοπο και τον στέλνει στην πόλη. Ευχάϊτα, μια πόλη σε μια ακριτική άγονη περιοχή όπου για να πάει κάποιος εκεί από την Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν δύο μήνες ταξίδι. Ο Άγιος εδέχθη την πρόκληση αυτή μετά συνέσεως και εδέχθη επίσης να δημευθή η περιοσία του εκ του πατρός του που στο μεταξύ είχε πεθάνει.
Το 1047 ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Ψελλός και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος τον ανακαλούν στην πρωτεύουσα διότι τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα ήταν συνταρακτικά. Ο Άγιος ήταν εις εκ εξ αυτών που στήριξαν τον Πατριάρχη κατά την διάρκεια του Σχίσματος του 1054. Ήταν Ελληνιστής και αυτό τον έκανε να μην συμπαθεί τους αλαζόνες και γεμάτους αυθάδεια δυτικούς. Ήταν εξ αυτών που σφοδρώς αντιστάθηκαν στο «πρωτείο» του Πάπα και στο δόγμα «Filogue» γιαυτό και εστήριξε τον Κηρουλάριο στην γεναιότατη απόφαση που πήρε. Ο Άγιος ήταν εξ αυτών που προσπάθησαν να επαναφέρουν την Εκκλησία στην παλαιοχριστιανική αντίληψη περί των αρχαίων σοφών γι’ αυτό και συνέγραψε το «επίγραμμα εις τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο». Πέθανε περίπου το 1080 μετά από μακρόχρονη ασθένεια η οποία του προξένησε τύφλωση και ολική παράλυση χωρίς να γογγύσει έναντι του Θεού για τα όσα υπέφερε επί μακρόν.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΕΥΧΑΪΤΩΝ
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
«Είπερ τινάς βούλοιο των αλλοτρίων. Της σης απειλής εξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα και Πλούταρχον εξέλοιο μοι. Άμφω γαρ εισι και λόγον, και τον τρόπον. Τοις σοις νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες. Ει δ’ ηγνόησαν ως Θεός συ των όλων. Ενταύθα της σοις χρηστότητος δεί μόνον. Δι’ ην άπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις».
Μετάφραση
«Αν ήθελες Χριστέ μου να εξαιρέσης από την απειλή σου μερικούς αλλότριους απάλλαξε μου τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, γιατί και στην διδασκαλία και στην ζωή είναι και οι δυο πολύ κοντά στους δικούς σου νόμους. Εάν δε αγνόησαν ότι συ είσαι ο Θεός των όλων, εδώ χρειάζεται μόνο η ευσπαχνία Σου, εξαιτίας της οποίας θέλεις να σώζης όλους δωρεάν».
Εικ. 64
Εις τον τόμον 150 της «Ελληνικής Πατρολογίας» εκδόσεως 1865 βρήκαμε τα στοιχεία για τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη.
Εικ. 65
Εκ του Αγίου Κάλλιστου του Αγιορείτου και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη (1350-1353) και (1355-1364) ο οποίος ως προείδαμε κατέγραψε τον βίο και τα λεγόμενα του Αγίου Γρηγορίου Σιναΐτη γνωρίζουμε όσα γνωρίζουμε για τον Άγιο αυτόν. Όποιος αναγνώσει τονβίο του θα αναγνώσει και το σημείο όπου ο Άγιος Γρηγόριος αναφέρει ένα περίεργο περιστατικό το οποίο δεν το διασταυρώσαμε και εκ έστω άλλης μιας πηγής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι αληθές ότι λέγει ο Άγιος. Ας δούμε όμως το γραπτό σε μετάφραση κατ’ ευθείαν, διότι έτσι το βρήκαμε από σύγχρονον συναξάρι.
«Αρχαίες παραδόσεις αναφέρουν ότι ένας μορφωμένος άνθρωπος πολλές κατάρες έλεγε εναντίον του φιλοσόφου Πλάτωνα. Φαίνεται λοιπόν σ’ αυτόν στον ύπνο του ο Πλάτων και του λέγει: Άνθρωπε πάψε να με καταριέσαι επειδή μόνο τον εαυτό σου βλάπτεις. Το ότι έγινα αμαρτωλός άνθρωπος δεν το αρνούμαι. Πλην όμως όταν κατέβηκε ο Χριστός στον  Άδη επίστευσα στην θεότητα Του και πραγματικά πριν από μένα κανένας δεν είχε πιστέψει σ’ Αυτόν».
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ
Εγεννήθη εις Ιωάννινα το 1717, εκ γονέων ευπατρίδων εκ της γενεάς των Παπαφιλαίων, σύμφωνα με έγγραφα της εποχής του. Εσπούδασε εις Ιωάννινα εν τη περιφήμω σχολή του Πάνου Καραϊωάννου επί της σχολαρχίας του πατρός του και του περίφημου Ευγενίου Βουλγάρεως. Συντόμως κατέστη φωτεινή μορφή της Εκκλησίας και επιφανής Θεολόγος και νομικός. Ο Άγιος εχειροτονήθη επίσκοπος το 1749 με έδρα το χωριό Κουλακιά. Η περιοχή που είχε εις την πνευματική του ευθύνη ήταν μεταξύ του τελευταίου τμήματος του ρου των ποταμών Αξιού και Αλιάκμωνος και εθεωρείτο άσημη επισκοπή. Οι τίτλοι όμως και οι εξουσίες ουδόλως τον απασχολούσαν. Πολλάκις του επρότειναν μεγαλυτέρα θέση˙ ως και τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης˙ όμως εκείνος αντετάχθη σθεναρώς. Το κύριο μέλημα του ήταν η παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων και η φιλανθρωπία. Η φήμη της φιλανθρωπίας του ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη, ουδείς έλεγαν έφευγε από κοντά του με τας χείρας κενάς. Ουδείς έφυγε από κοντά του με την καρδιά του χωρίς αγαλίαση. Εις το θέμα της παιδείας σφόδρα τον απασχόλησαν η κλασσική φιλολογία, η φιλοσοφία, η ρητορική, η ιστορία και η χρονογραφία. Έως της τελευταίας του πνοής το 1795 μετέδιδε τον ζήλο της μορφώσεως προς πάσα κατεύθυνση και εβοήθη δια τακτικών χρηματικών χορηγημάτων τις Μακεδονικές Σχολές προς πνευματικήν ανάτασιν του υπόδουλου έθνους.
Πολλάκις έγινε στόχος των κατακτητών εξαιτίας του έργου του και αναγκάσθηκε δια να σώσει την ζωή του να κρύβεται ακόμη και εις βαθύ γήρας. Το τέλος του ήρθε εξαιτίας των στερήσεων και των κακουχιών οι οποίες ήταν απόρροια των συχνών μετακινήσεων του ίνα κρυβεί εκ των κατακτητών, μετακινήσεις οι οποίες ήταν οι περισσότερες πεζοπορίες και εις απόκρυμνες περιοχές, και δεν σύναδαν με την ηλικία του.
Το συγγραφικό του έργο ήταν πλουσιώτατο, φάρος πνευματικός της εποχής του  και όχι μόνον. Χωρίζεται σε δύο μέρη το εκκλησιαστικόν και το νομικόν. Νομικά τα έργα του «Νόμος Εκκλησιαστικός και Πολιτικός», «Αποκρίσεων» και «Γνωμοδότησις». Θρησκευτικά είναι τα έργα του «Κοινάριον», «Ταμείον Ορθοδοξίας», «Σημειώματα», «Περί ζέοντος ύδατος», «Περί ενέργειας Μνημοσύνων», «Κρίσις» και οι πέραν των 50 ογκώδεις επιστολές που φέρουν την υπογραφήν του.
Το έργον του «Ταμείον Ορθοδοξίας» είναι ένα έργον ζωής για τον Άγιο και εις αυτό όπως θα δούμε είναι ευδιάκριτος ο σεβασμός του προς τους αρχαίους φιλοσόφους. Στο έργο αυτό εκτός του ότι μας παραδίδει συνοπτικώς όλα τα δόγματα της πίστεως μας και πλείστα άλλα διδάγματα, μας δίδει και μια εικόνα των θρησκευτικών αντιλήψεων των αρχαίων προγόνων μας. Ο Άγιος σε κάποια κεφάλαια στην αρχή του πονήματος του κάνει σύγκριση της θεολογίας των Εβραίων και των αρχαίων Ελλήνων. Επειδή στα αποσπάσματα που θα παραθέσουμε θα σταχυολογήσουμε μόνον όσα είπε για τους φιλοσόφους καλόν είναι να δούμε εδώ τι συμπεράσματα βγαίνουν εκ της συγκρίσεως αυτής από τα γραφώμενα ενός Αγίου έτσι όπως τα καταγράφει σε ένα εκ των σημαντικότερων βιβλίων της Ορθοδόξου Χριστιανικής Βιβλιοθήκης.
Λέγει ο Άγιος «Εις την Παλαιάν Γραφήν τόσον ο Μωυσής όσον και οι Προφήται, αγκαλά και σκιωδώς είπον, φανερά όμως δεν ετόλησαν να ειπούν, ότι ο Θεός είναι τρισυπόστατος, τρία πρόσωπα και τρεις υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, διότι οι Εβραίοι όντες συνηθισμένοι από την πολυθεΐαν των Αιγυπτίων, ευθύς εξέκλιναν εις ειδωλολατρείας, πολλούς θεούς πλάττοντες… Ούτε πατέρα τις είπε τον Θεόν, δια να μην πέσουν εις άλλα άτοπα˙ καθώς ο Μωϋσής δεν ετόλμησεν ούτε Αγγέλους να ειπή, δια να στερεωθούν εις την λατρείαν του μόνου Θεού ποιητού του παντός, και να ξεχάσουν την Αιγυπτιακήν πολύθεον πλάνην». Ολίγον αργότερα λέγει «Ο Πλάτων θεολογών ως Έλλην λέγει έως τα τρεις υποστάσεις έφθασεν η του Θεού ουσία». Εκ των άνωθι και εκ της αναγνώσεως της Παλαιάς Διαθήκης διαπιστώνουμε ότι οι Εβραίοι δεν εγνώριζαν περί του τρισυποστάτου του ενός Θεού, ούτε εις τα γραπτά των διακρίνουμε σαφώς το αυτόν. Εάν κάποιοι εξ αυτών το είχαν μόνον κατά νου δυστυχώς δεν μας το καταχώρησαν γραπτώς για να το γνωρίζουμε και εμείς. Εν αντιθέσει οι Έλληνες όπως ο ίδιος ο Άγιος μας λέγει και εγνώρισαν και σαφέστατα διατύπωσαν την γνώμη των περί τούτων όπως ο Πλάτων. Ουδείς λοιπόν δεν πρέπει να λέγει πνευματικούς κλέπτας τους Έλληνες ούτε τον Πλάτωνα «Μωϋσή αττικίζοντα». Τούτο το λέμε διότι πολλοί υποστήριξαν την θέση αυτή κακώς και κάποια στιγμή πρέπει να τοποθετηθούν τα δεδομένα ορθώς.
Εικ. 66
Το έργον του Αγίου Θεοφίλου Επισκόπου Καμπανίας το βρήκαμε στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών όπου διασώζεται στην αρχική του έκδοση του 1788.
ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ
«ΤΑΜΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»
«Πολλοί δε από τους φιλοσόφους και ποιητάς εγνώρισαν Ποιητήν κόσμου τον Θεόν˙ ο Ορφεύς, ο Αρχέλαος, ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Αντισθένης, ο Μέναδρος, ο Ζήνων, ο Κλεάνθης, ο Χρύσιππος, ο Αρχίδαμος, ο Ποσιδώνιος και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος. Το θαύμα τούτο είναι διότι ο Θεός ένευσε και εις τας καρδίας αυτών των Ελλήνων σοφών, όχι μόνον να είπουν έναν Θεόν άναρχον και Ποιητήν του παντός, αλλά σκιωδώς να θεολογήσουν και δια την Αγίαν Τριάδα˙ διότι λέγει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος εν των τέλει της θεολογίας του περί του Αγίου Πνεύματος «τούτου του Πνεύματος όλα χρείαν έχουσιν, ότι αυτό βαστάζει τα πάντα, και τα πάντα ζωογονεί και τρέφει, και κρεμάται από την πηγήν, του Πατέρα και είναι εν και υποστατικόν» (εδώ βλέπουμε σαφώς την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος μόνον εκ του Πατρός από τα λεγόμενα του Ερμού). Και ο Πλούταρχος, ο Πλάτων και άλλοι πολλά θεολογούσι δια τον Θεόν τον αγάννητον, άναρχον και ατελεύτητον˙ και ότι από αυτόν όλα έγιναν, και ότι αι καθαραί ψυχαί θέλουν απολαύσει την χάριν του, και αι κακαί θα κολασθώσι˙ τον λέγων και ακατάληπτον θεόν, και ότι με τον νουν από τας ενέργειας, την πρόνοιαν και τα χαρίσματα του τον γνωρίζει ο άνθρωπος ότι είναι˙ αλλά τι είναι δεν ηξεύρει˙ καθώς και η Χριστιανική Θεολογία διδάσκει. Λέγει δε και ο Μάξιμος ο Τύριος, Πλατωνικός φιλόσοφος «Ο Θεός ο Πατήρ και δημιουργός ο και χρόνου και αιώνιος κρείττων, ο ακατανόμαστος, και άγνωστος του οποίου μη ημπορούντες να καταλάβωμεν την Φύσιν, στερούμεθα εις φωνάς και ονόματα από τας ενέργειας του˙ τον λεγόμενον Ποιητήν, Αγαθόν, και τα εξής».
Ο Πλάτων θεολογών ως Έλλην λέγει «έως τας τρεις υποστάσεις έφθασεν η του Θεού ουσία˙ και ο πρώτος Θεός είναι το αγαθόν, ο δεύτερος Θεός είναι ο ποιητής και ο τρίτος Θεός είναι η ψυχή του κόσμου όλου» και αλλού λέγει «Λόγον Θεού πρωτότοκον εικόνα Θεού, και λόγον Θειότατον» καθώς και οι Πυθαγόρειοι του παντός μέτρον την τριάδα έλεγον, «και το παν και τα πάντα τοις τρισίν ώρισται» και ο Αριστοτέλης λέγει « Τα τρία πάντα, και το τρις πάντι» καιο Θεόκριτος λέγει «Εις τρεις αποσπεύδω, και τρις τάδε πότνια φωνώ» ομοίως και ο Νουμήνιος και ο Πλωτίνος λέγουσιν «Ο πρώτος Θεός εν αυτώ ων είναι απλούς και δεν είναι διαιρετός, και ο Θεός ο δεύτερος και ο τρίτος είναι ο εις» και μετ’ ολίγα λέγουσι «και του Δημιουργούντος Θεού πρέπει να νομίζωμεν Πατέρα τον πρώτον Θεόν». Αυτοί οι φιλόσοφοι όντες εν σκότει της ειδωλολατρείας, τόσον θεολογήσαντες περί της Αγίας Τριάδος, αν και όχι ορθώς, είναι επαινετοί…
Το όνομα Ιησούς, το υπέρ παν όνομα, κατά τους Εβραίους σημαίνει Σωτήρ, και κατά τους Έλληνας σημαίνει ο Ιώμενος. Αυτός γαρ εστίν ο όντως Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων πάντων των εις αυτόν πιστευόντων˙ και το παράδοξον τούτο είναι, όπου το Θείον μέγα όνομα αυτό ο Θεός το προέδειξε με το Ελληνικόν Αλφάβητον, το οποίον έχει κδ΄ γράμματα˙ οκτώ έχει μονάδας από το Α ως το Θ, και οκτώ έχει δεκάδας από το Ι έως το Π, και οκτώ έχει εκατοντάδας από το Ρ έως το Ω. Αι οκτώ μονάδες κάμνουν ογδοήκοντα, και αι οκτώ εκατοντάδες κάμνουν οκτακόσια˙ αυτά συμποσούνται εις 888, και τα στοιχεία του ονόματος, Ιησούς, συμποσούνται εις τον ίδιον αριθμόν 888, δια τούτον λέγουσιν και οι Στίχοι «Οκτώ γαρ μονάδας, τόσας δεκάδας επί τούτοις. Ηδ’ εκατοντάδας οκτώ, απιστοκόροις Άνθρωποις ούνομα δηλώσει»…
Διηγείται ο Ευσέβιος Παμφίλου, ότι ο Αύγουστος Καίσαρ, ερχόμενος εις το μαντείον των Δελφών, και ως Έλλην θυσιάσας, ηρώτησε την Πυθίαν γυναίκα, την λέγουσαν τους Χρησμούς˙ ποιος θέλει βασιλεύσει ύστερον από αυτόν. Η δε του απεκρίθη δια στίχων τούτους τους Χρησμούς «Παις Εβραίος κέλεται με Θεοίς μακάρεσιν ανάσσων. Το δε δόμον προλιπείν, και Αΐδων αύθις ικέσθαι. Λοιπόν άπιθι σιγών εκ βωμών ημέτερων». Τουτέστιν, Υιός Εβραίων με προστάζει, όστις βασιλεύει εις τους Μακαρίους Θεούς, ν’ αφήσω τούτον τον βωμόν, και να κατέβω πάλιν εις τον άδην˙ λοιπόν φεύγε από τον βωμόν μου με σιωπή. Ταύτα μαθών ο Αύγουστος Καίσαρ, επιστρέφων εις την Ρώμην, έστησεν εν τω Καπιτωλίω βωμόν και επέγραψε «Βωμός ούτος εστί του πρωτογόνου Θεού», στοχάσου λοιπόν, και ο δαίμων βιαζόμενος υπό της Θείας δυνάμεως μαρτυρεί εις τους Έλληνας και τα έθνη, την Θείαν γέννησιν του Θεανθρώπου Ιησού…
Λέγω τον Υιόν του Θεού προ της ενανθρωπήσεως και από των σοφών Ελλήνων προκηρυχθέντα, διότι λέγει ο Ορφεύς «Αυδήν ορκίζω σε Πατρός, την φθέγξατο πρώτον. Ηνίκα κόσμον άπαντα εαίς στηρίξατο βουλαίς». Αυδήν λέγει τον Υιόν και λόγον του Θεού, τουτέστι φωνήν και λόγον του Πατρός, δι ου η κτίσις πάσα εγένετο˙ ότι δε Αύδην του Πατρός λέγει τον Υιόν και Λόγον αυτού, δήλον από του προρρηθέντος στίχου. «Εις δε λόγον Θείον βλέψας, τούτω προσήδρευε».
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
Εγεννήθη το 1846 στην Σηλυβρία της Θράκης από φτωχούς γονείς. Εις ηλικία 14 ετών μετέβη εις Κωνσταντινούπολη όπου δια ολίγα έτη εργάσθη με εξευτελιστικές συνθήκες. Ο συγγενής εργοδότης του δεν τον πλήρωνε και νηστικός και κουρελιασμένος ξεκίνησε πεζός για τα Ιεροσόλυμα. Όταν έφθασε εκεί προσελήφθη εκ του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου ως παιδονόμος. Εις το πατριαρχείο εδιδάχθη τα μαθήματα των ανωτέρων τάξεων. Εικοσαετής διορίσθη διδάσκαλος εις χωρίον της Χίου όπου διέμεινε επτά έτη, διδάσκων μετά ζήλου τα γράμματα και την πίστη στον Χριστόν εις τους νεανίας. Ο πόθος του όμως ήταν ο μοναχικός βίος και έτσι εγκαταβίωσε εις την Νέα Μονή Χίου όπου και εκάρη μοναχός. Ο Μητροπολίτης Χίου εξετίμησε τον βίο του και την διαγωγή του χειροτονόντας τον διάκονο το 1877. Εκεί ονομάσθη Νεκτάριος. Εις πλούσιος Χιώτης τον έστειλε με έξοδα δικά του στην Αθήνα για να τελειώσει τις σπουδές του και από εκεί στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Ο Πατριάρχης αφού ο Αγιος τελείωσε τις σπουδές του στην Θεολογία εν Αθήναις τον χειροτόνησε πρεσβύτερο το 1886. Όταν εκύρρητε ο Άγιος ακόμη και αλλόθρησκοι πήγαιναν να τον ακούσουν προς ζέσην της ψυχής των. Το 1889 η Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας τον ανέβασε στον θρόνο του μητροπολίτη Πενταπόλεως. Από της στιγμής εκείνης άρχισε ο Άγιος να ανεβαίνει τον προσωπικό του Γολγοθά. Διεβλήθη εις τον Πατριάρχη από εχθρούς του και δυστυχώς ο Πατριάρχης τους πίστεψε και τον εξεδίωξε εκ της Αιγύπτου. Ο Άγιος μετέβη εις Αθήνας˙ εκεί ο επίσκοπος Πατρών τον έπεισε να μείνει και να συνεχίσει εκεί το θείο έργο του. Ζούσε ο Άγιος σε έσχατη ένδεια ζητώντας μόνο μια θέση ιεροκήρυκος. Παρότι το συκοφαντικό έργο των εχθρών του συνεχίσθει και εν Αθήναις ο τότε υπουργός επείσθη και ο Άγιος διορίσθη ως ιεροκήρυκας στην Χαλκίδα. Εκεί επαίχθη το ίδιο έργο και ηναγκάσθη να επιστρέψη εις Αθήνας. Τότε ο Θεός τον ελυπήθη. 900 χριστιανοί εκ Καΐρου δια επιστολής πλήρης εγκωμίων εζήτησαν εκ του υπουργού την επιστροφή του εκεί. Ο υπουργός τότε τον διόρισε διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής εν Αθήναις. 14 έτη εργάσθη σκληρά ο Άγιος εκεί και πάρα πολλοί άξιοι κληρικοί απεφοίτησαν εκ την σχολής εκείνης τότε. Το 1904 ο Άγιος απεσύρθη εκ των εγκοσμίων ξανά. Μετέβη εις Αίγινα όπου εκ των προσπαθειών ανασυστήθει ένα μικρό ερειπωμένο μοναστήρι, αφιερωμένο εις την Ζωοδόχο Πηγή. Οκτώ κοπέλες εκ Αθηνών ήταν η πρώτη αδελφότητα του μοναστηριού. Με την πάροδο του χρόνου η Μονή έγινε πόλος έλξης ανθρώπων που αναζητούσαν πνευματική ανόρθωση. Επί 12 έτη ο Άγιος πρόσφερε εκεί μέγα πνευματικό έργο. Το 1916 λόγω ανιάτου ασθενείας η οποία τον βασάνιζε οι μοναχές τον μετέφεραν στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών όπου ανάμεσα σε απόρους και πάμπτωχος ο ίδιος άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Άγιος μας άφησε ως παρακαταθήκη και αξιολογώτατο συγγραφικό έργο. Εκ ενός βιβλίου του παραθέτουμε τμήμα ενδεικτικόν του πνεύματος του τελευταίου χρονικά Αγίου της Εκκλησίας μας.
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
«Περί της Ελληνικής φιλοσοφίας ως προπαιδείας εις τον Χριστιανισμόν»
«Ελληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις απλές αλλά γεμάτες από τον πλούτο μεγάλων και υψηλών νοημάτων. Μέσα σ’ αυτές περιέχεται η τέλεια έννοια του ανθρώπου. Αυτές οι ίδιες λέξεις περιέχουν μέσα τους το σύνολο των επιστημονικών αρχών. Σ’ αυτές αναγνωρίζεται το μέγεθος του ανθρωπίνου νου, το ύψος της ανθρωπίνης διανοίας, το βαθύτερο νόημα των εννοιών, η ισχύς και το κάλλος του λόγου, η λεπτότης των διανοημάτων, η ευκρίνεια και η σαφήνεια τους, η χάρις αυτών, και τέλος η θεία προέλευσις του ανθώπου… Η φιλοσοφία είναι ο παιδαγωγός του ανθρώπου. Αυτή οδηγεί τα βήματα του προς την ευσέβειαν, αυτή υπήρξε ο διδάσκαλος της αληθείας. Αυτή εδίδαξε εις τον άνθρωπον ποιος είναι, ποια είναι η αποστολή του και ποιες πρέπει να είναι οι πράξεις του. Αυτή του εδίδαξε την ύπαρξιν του Θεού, την σχέσιν του ανθρώπου προς το Θείον, και την σχέσιν Θεού προς τον άνθρωπον. Του εδίδαξε τα Θεία ιδιώματα και την συγγένειαν του ανθρώπου προς το Θείον. Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξε την πρόνοιαν του Θεού δια την ανθρωπότητα και με τις ορθές θεωρίες της, χειραγώγησε ως παιδαγωγός την ανθρωπότητα προς τον Χριστόν… Ο Έλλην είναι πλασμένος φιλόσοφος, είναι και πλασμένος Χριστιανός, είναι πλασμένος να γνωρίζει την αλήθεια και να την διαδίδει εις τα άλλα έθνη. Ναι, ο Έλλην εγεννήθη κατά την Θεία Πρόνοια διδάσκαλος της ανθρωπότητας. Αυτό το έργο είναι η πνευματική κληρονομιά του, αυτή είναι η αποστολή του, αυτό είναι το ξεχωριστό κάλεσμα του μεταξύ των εθνών… Οι Θείοι λόγοι του Σωτήρος, όταν του ανήγγειλαν ότι εζήτησαν να Τον δουν Έλληνες, νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου, είχαν βαθιά έννοια˙ ήταν λόγοι προφητικοί, πρόβλεψη των μελλόντων. Οι εκεί εμφανισθέντες Έλληνες ήταν οι αντιπρόσωποι όλου του ελληνικού έθνους. Εις την παρουσίαν τους ο Θεάνθρωπος Ιησούς διέκρινε το έθνος εκείνο εις το οποίον έμελλε να παραδώσει την ιερά παρακαταθήκη δια να την διαφυλάξη χάριν της ανθρωπότητος. Από τον πόθο των Ελλήνων να Τον αναζητήσουν, διέκρινε την προθυμία της αποδοχής της διδασκαλίας Του, προέβλεψε ότι δοξαστεί από την πίστη των εθνών, και αναγνώρισε το έθνος, που από καταβολής κόσμου ήταν προετοιμασμένο να φέρη εις πέρας τον ύψιστον σκοπόν. Διότι πραγματικά από καταβολής κόσμου το Ελληνικόν έθνος ήταν πλασμένο δια τον σκοπόν αυτόν. Ο Θεός μέσα εις τα πλαίσια της Θείας Του Πρόνοιας, διέπλασε το Ελληνικόν έθνος ως οφθαλμόν εις το σώμα της ανθρωπότητος και απ’ αυτήν την θέσιν το εκάλεσε να εργασθή δια την αναγέννησιν της».
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Ποιος δεν γνωρίζει τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο. Τους αγώνες του υπέρ Πίστεως και Πατρίδος τους γνωρίζουμε σχεδόν όλοι και είναι σεβαστός εκ ολοκλήρου σχεδόν του Χριστεπώνυμου ποίμνιου. Ο υπερσυντηριτικός και ορθώς, αυτός Ιεράρχης, στο θέμα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων δεν είναι καθόλου συντηριτικός αντιθέτως μάλιστα είναι υπερσύχρονος και μας δείχνει τον δρόμο. Μας εξέπληξε ιδιαιτέρως ευχάριστα. Στο βιβλίο του «Χριστούγεννα» ο πολυγραφώτατος αυτός αγωνιστής δεν κρύβει κανένα από τα συναισθήματα του ούτε είναι φειδωλός σε χαρακτηρισμούς. Αφιερώνει ένα ολόκληρο μακροσκελές κεφάλαιο το οποίο φέρη τον τίτλο «Οι προφήται της Ελλάδος και αι προφητείαι των»! Ο Σεβασμιώτατος εδώ τα λέει όλα και μόνον με τον τίτλο που έθεσε στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου του. Εμείς δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο παρά μόνον να παραθέσουμε ολόκληρο το κεφάλαιο και να τον συγχαρούμε.
Εικ. 67-72
Εικ. 73
Τον πρωτοπρεσβύτερο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Ζήση τον γνωρίζουμε πολύ καλά. Οι αγώνες του εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και εναντίον των αιρέσεων αποτελούν πλέον σημείον αναφοράς για πολλούς. Εκ του εικονιζομένου βιβλίου πήραμε μόνον ένα τμήμα του προλόγου του το οποίον είναι ενδεικτικόν της απόψεως του και το παραθέτουμε.
Εικ. 74
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Η Ιερά Μονή Εσφιγμένου είναι ένα αγιορείτικο μοναστήρι πασίγνωστο πλέον για τους αγώνες του υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Είναι επίσης πολύ γνωστό για την υπερτριακονταετή του κόντρα με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διότι στην Μονή δεν μνημονεύουν τους τρεις τελευταίους Πατριάρχες λόγω των Οικουμενιστικών τους ανοιγμάτων που γίνονται κατά παράβασιν των Ιερών Κανόνων. Οι άνθρωποι αυτοί από την κοινή γνώμη χαρακτηρίζονται ως ζηλωτές και υπερσυντηριτικοί διότι δεν ανέχονται την παραμικρή απόκλιση εκ των διατεταγμένων της Εκκλησίας και διότι εφαρμόζουν τους Ιερους Κανόνες κατά γράμμα. Εμείς τους συγχαίρουμε για όλα αυτά.
Κατόπιν τούτων η μαρτυρία τους για μας έχει ιδιαίτερη αξία, διότι εκτός των όσων αναφέραμε είναι κάτοχοι σπάνιων χειρόγραφων κώδικων από εγκυρότατες πηγές. Οι άνθρωποι αυτοί από το 2002 εκδίδουν το περιοδικό «Βοανεργές», στο οποίο καταθέτουν τις απόψεις τους. Στο πρώτο κιόλας τεύχος σε ένα καταπληκτικό άρθρο με τίτλο «Νεοειδωλολάτρες» μας καταθέτουν σημαντικότατα στοιχεία τα οποία θεωρήσαμε ιδιαιτέρως χρήσιμα για την προσπάθεια που κάνουμε.
«ΒΟΑΝΕΡΓΕΣ» ΤΕΥΧΟΣ 1 ΜΑΪΟΣ  ΙΟΥΝΙΟΣ 2002
«Όπως είναι γνωστό κύριες πηγές της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας είναι τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου. Αυτοί, ποιητική αδεία, έπλασαν τους ανθρωπομορφικούς μύθους περί Θεών στους οποίους μάλιστα προσέδωσαν ανθρώπινες ανάγκες, λάθη, κακίες, ανηθικότητες, προκειμένου να δώσουν τόνο στα ποιήματα τους. Ο αμαθής όμως λαός στο περάσμα του χρόνου αντιλήφθηκε αυτά τα ποιητικά σχήματα ως πραγματικότητες. Κάπως έτσι γεννήθηκε η αρχαιοελληνική θρησκεία (βλ. Ρ. Νilsson, Ιστορία της Αρχαία Ελληνικής θρησκείας, μεταφ. Αικ. Παπαθωμοπούλου, Αθήνα 1977, Μεγ. Ελληνική Εγκυκλ. Τόμος Ι, σελ. 146).
Αργότερα όταν η επιστήμη άρχισε να αναπτύσσεται (6ος π.Χ. αιώνας) η Θρησκεία αυτή τέθηκε σε αμφισβήτηση και τελικά απορρίφθηκε από τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας. Έτσι, πρώτος ο Ξενοφάνης (570-480π.Χ.) διακήρυξε ότι «Εις Θεός μέγιστος» (Ξενοφ. Απ. 11). Ο Ηράκλειτος (540-480π.Χ.) υποστήριξε ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντες στους Θεούς κακίες και ανηθικότητες είναι ολέθρια επίδραση στα ήθη των νέων, ενώ απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κλπ.). Ο Αναξαγόρας (490-427π.Χ.) απεφάνθη ότι ο ήλιος η σελήνη και οι λοιποί πλανήτες δεν ήταν θεοί, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την ειδωλολατρική θρησκεία. Το ίδιο υποστήριξαν ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής και ο Δημόκριτος. Ο Μητρόδωρος (5 αιών) ομολόγησε πως «Οι Θεοί δεν είναι εκείνοι που νόμιζαν, όσοι τους έχτιζαν ναούς και τους προσκυνούσαν. (P. Decharme Έλλην. Μυθ., τόμος Α΄, σελ. 286). Ο Πρωταγόρας (480-411) σατήρισε την νηπιώδη θρησκευτικότητα της εποχής του, γι’ αυτό οι φανατικοί Αθηναίοι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Ο Ηρόδοτος, δεν δίστασε να κατακρίνει το Μαντείο των Δελφών για ψεύτικους χρησμούς ενώ τόσο ο Αριστόδημος όσο και ο Δημοσθένης περιγελούσαν τους ανόητους χρησμούς του Μαντείου (P. Decharme  ως ανωτέρω). Ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) αποκήρυξε αηδιασμένος την ειδωλολατρεία διότι οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I.II, 13). Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε να πάψουν οι ανόητες ζωοθυσίες. Ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.), ο Επίμαχος (530-440 π.Χ.), ο Πίνδαρος (522-446 π.Χ.) απογυμνώνουν, ο καθένας με ξεχωριστά επιχειρήματα τις σαθρές ειδωλολατρικές δοξασίες της εποχής τους ενώ ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή υπήρξε σαφώς μονοθεϊστής και κήρυξε παρρησία διαφορετική θρησκευτική πίστη. Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) αρνήθηκε ουσιαστικά την «πατρώα» ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στο «Όντως Όν», ενώ ο Αριστοτέλης (384-322π.Χ.) τόσο πολύ αντιστρατεύθηκε τις δοξασίες της αρχαιοελληνικής θρησκείας ώστε κατηγορήθηκε για αθεϊσμό. Τέλος οι Στωϊκοί καθιέρωσαν την πίστη τους στον ένα Θεό ενώ άλλοι αρνητές του πολυθεϊσμού υπήρξαν ο Καρνεάδης, ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και όλοι οι σοφιστές και οι κυνικοί φιλόσοφοι. Το καίριο, όμως χτύπημα κατά της ειδωλολατρείας έδωσε ο Ευήμερος (317-297 π.Χ.) ο οποίος διακήρυττε πως οι θεοί ήταν κάποιοι επιφανείς άνθρωποι της παλαιάς αρχαιότητας, και οι οποίοι είχαν θεοποιηθεί από ανθρώπους, θεωρία η οποία απλώθηκε και βρήκε ένθερμους υποστηρικτές διότι κάποιοι είχαν φθάσει στο σημείο να λατρεύουν ως θεούς ακόμα και ζωντανούς ανθρώπους όπως παραδείγματος χάριν οι Αθηναίοι τον εκπορθητή της Αθήνας Λύσανδρο τον Σπαρτιάτη, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή ακόμα και τον Νέρωνα»!
ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ ΑΓΟΥ ΟΡΟΥΣ
Συνεχίζοντας με τις σύγχρονες μαρτυρίες εκ του Αγίου Όρους θα δούμε την εγεγραμμένη στο βιβλίο «Ιησούς Χριστός. Η προσδοκία των εθνών» άποψη των μοναχών του Ιερού κελλιού Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη επί του θέματος μας που μας δίνει κάποια επιπλέον στοιχεία απ’ όσα ήδη έχουμε. Το βιβλίο προλογίζει ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος. Τοποθετήσαμε την άποψη των μοναχών αυτών την οποία εγκρίνει ο Πατριάρχης αμέσως μετά από αυτήν των μοναχών της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου για έναν και μόνον λόγο. Οι δυο σφοδρώς αντιμαχόμενες πλευρές βλέπουμε ότι στο συγκεκριμένο θέμα δεν αντιμαχούν οι απόψεις των και τούτο είναι ο λόγος που τις τοποθετήσαμε συνεχόμενες. Βεβαίως είναι συγκρατημένοι και οι μεν και οι δε και ορθώς πράττουν λόγω της θέσεως των, η άποψη τους όμως μας κάνει αισιόδοξους για το μέλλον διότι η Ακρόπολη της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος, σύσσωμον ομιλεί με όχι στηλιτευτικά λόγια για τους αρχαίους Έλληνες σοφούς που δεν απείχαν και πολύ όπως είδαμε ως τώρα και θα δούμε εν συνεχεία από τις χριστιανικές θέσεις.
Εκ του βιβλίου των εν λόγω μοναχών που αφιέρωσαν ένα ολόκληρο μακροσκελέστατο κεφάλαιο στους αρχαίους Έλληνες εμείς θεωρήσαμε ότι έπρεπε να το παραθέσουμε εξ ολοκλήρου για να υπάρχει σαφής γνώμη και συμπεράσματα διότι κατ’ εμάς είναι ένα εκπληκτικό κεφάλαιο.
Εικ. 75-82

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ
Εις το κεφάλαιο τούτο ανοίγουν οι πύλες του Αγίου Όρους. Οι πύλες της γνώσεως, συμβατής και μη. Γνώσεις που σε κάνουν να θέτεις νέα δεδομένα, να αναθεωρείς, να συμπληρώνεις ή να αφαιρείς από τα όσα γνωρίζεις. Γνώσεις που σε κάνουν να βαδίζεις σε δρόμους άγνωστους. Γνώσεις που αν δεν τις χειριστείς σωστά θα βγεις έξω από τις ράγες της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας. Αυτός είναι και ο λόγος που κρατούνται μακριά από τα μάτια των πολλών, τα μάτια των αμύητων και αυτών που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνδυάσουν αυτήν την γνώση με την εκ Θεού σοφία των Αγίων Πατέρων. Ορθώς πράττουν οι φύλακες μοναχοί της γνώσεως αυτής διότι ουκ ολίγα είναι τα παραδείγματα των ανθρώπων που χειρίστηκαν λάθος την όποια γνώση έλαβαν και οδηγήθηκαν σε πλάνες χειρίστου είδους. Ομολογούμε ότι πέρασαν πολλές σκέψεις από τον νού μας όταν αποκωδικοποιούσαμε τους χειρόγραφους κώδικες που έφθασαν εκ του Αγίου Όρους στα χέρια μας μέσω του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών. Σκέψεις που όμως δεν μας έκαναν να λοξοδρομήσουμε και να πούμε ότι λένε κάποιοι εχθροί του Χριστιανισμού, ότι η διδασκαλία του Χριστιανισμού είναι κλεμμένη εκ των αρχαίων φιλοσόφων. Όσοι τα πρεσβεύουν αυτά πλανώνται πλάνη οικτράν. Με την ανάγνωσιν των κωδίκων θα δούμε ότι πολλά εκ των λεχθέντων των φιλοσόφων προ της Χάριτος συνάδουν μετά του Χριστιανισμού, αυτό όμως ένα και μόνον σημαίνει. Σημαίνει ότι η Πρόνοια του Θεού έδωσε απλόχερα όση αλήθεια έπρεπε να δοθεί προ της Ελεύσεως Του εις τους αρχαίους μας προγόνους, διότι ήταν πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας και ευσεβείς. Όση αλήθεια όμως και αν τους έδωσε αυτή δεν ήταν το απόλυτο. Το απόλυτο είναι ο Χριστός και δυστυχώς για εκείνους γεννήθηκαν προ της Ελεύσεως Του στην γη. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι πρόγονοι μας όταν ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη και εκήρυξε, στους κεκοιμημένους τω σώματι μόνο, αυτοί επίστευσαν στο κήρυγμα του και εσώθηκαν και τούτο το λέμε διότι απείχαν ελάχιστα από Αυτόν που είναι η Απόλυτη Αλήθεια.
Ο πρώτος χειρόγραφος κώδικας εκ του οποίου μικρόν τμήμα θα εξετάσουμε βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου. Είναι του 16ου αιώνος και είναι αντιγραφή υπό ασήμου μοναχού εκ παλαιοτέρου χειρογράφου κώδικος. Για όσους δεν τυγχάνει να γνωρίζουν τούτο συνέβαινε όταν η διάβρωσις εκ του χρόνου ήταν τέτοια που εντός ολίγων ετών ο διαβρωθείς κώδικας δεν θα ήταν πλέον ευανάγνωστος ή και καθόλου αναγνωστέος.
Στον εν λόγω κώδικα θα δούμε τον χρησμό της ιέρειας του Απόλλωνος Σιβύλλης όπου η ακροστιχίδα δηλαδή το πρώτο γράμμα κάθε σειράς από την πρώτη ως την τελευταία και από πάνω προς τα κάτω σχηματίζει την φράση ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος η πρόνοια του Θεού ακόμα και γι’ αυτούς που δεν ήταν πιστοί σ’ αυτόν. Η Σιβύλλα δεν εγνώριζε σύμφωνα με όσα είναι γνωστά εις τους ερευνητάς την ύπαρξη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προ της Ελεύσεως του εις την γην και όμως χάρητι Θεού όχι μόνον αναφέρει δια της ακροστιχίδας το Όνομα του αλλά και το ότι είναι ο Υιός του Θεού και το ότι είναι ο Σωτήρ της ανθρωπότητας. Το χάρητι Θεού το αναφέρουμε διότι δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι μίλησε δια της ιέρειας ο εκπεσών Εωσφόρος εκβιαζόμενος εκ του ιδίου του Θεού. Το τελευταίο ενδεχόμενο είναι ολίγον απίθανον να συμβαίνει διότι τα λεγόμενα της ιέρειας ομοιάζουν πολύ με τα της Αποκαλύψεως του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και ο εκπεσών συμφώνως με τα λεγόμενα των Αγίων δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Όσο άξια θαυμασμού είναι η ακροστιχίς του κειμένου τόσον περισσότερον είναι και το κείμενον του χρησμού. Επειδή εις ημα΄ς εφάνησαν απίστευτα ότι ελέχθησαν αυτά προ της ελεύσεως του Κυρίου οφείλουμε να πούμε εις το σημείο αυτό ότι εάν δεν τα διασταυρώναμε και από άλλη πηγή δεν θα είχαμε το θάρρος να σας τα καταθέσουμε, διότι το πιθανώτερον θα ήταν όποιος το διάβαζε να μας χαρακτήριζε με αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Στο προηγούμενο κεφάλαιο του πονήματος είδαμε ότι και ο Ευσέβιος Καισαρείας μας δινει τον χρησμόν τούτο της Σιβύλλας, ο οποίος χρησμός βρίσκεται στην «Ελληνική Πατρολογία». Από τον εν λογω κώδικα δυστυχώς λείπει η τελευταία φράση που το πρώτο κεφαλαίο γράμμα της συμπληρώνει την ακροστιχίδα, εμείς όμως μη πτοούμενοι ερευνήσαμε ως οφείλαμε και τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής θα τα καταθέσουμε στην διάρκεια του πονήματος τούτου.
Εικ. 83-84
Σιβύλλης ιέρειας Απόλλωνος απόφθεγμα περί του μέλλοντος
εκθείασμον επιπνοία. Εις έλεγχον των ειδωλολατρών
Δι’ εξακοσίων γνώμις προθεσπιζόν προ τοσαύτων ετών
Τον Χριστόν, σταυρόν, και την μέλλουσα κρίσιν ον τε τοις αιώνοις
Και τη ακροστιχίδα
Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ Σταυρός
Ιδρώσι γαρ χθων κρίσεως σημείον οτ’ έσται
Ήξει δι’ ουρανόθεν βασιλεύς αιώσιν ο μέλλων
Σάρκα παρών πάσα και κρίναι κόσμον άπαντα
Όψονται δε Θεόν μέροπες πιστοί και άπιστοι
Ύψιστον μετά των αγίων επί τέρμα χρόνοιο
Σαρκοφόρον ψυχάς δ’ ανδρών επί βήματος κρίνει
Χέρσος όταν ποτε ο κόσμος όλος και άκανθα γένηται
Ρίψωσι τα είδωλα βροτοί και πλούτον άπαντα
Ιχνεύον ρήξει τας πύλας, ειρκτής αΐδαο
Σαρξ τότε πάσα νεκρών ες ελευθέριον φάος ήξει
Τους αγίοις και ανόμοις τε το πυρ αιώσιν ελέγξει
Οπόσα τις πράξας έλαθεν τότε πάντα λαλήσει
Στήθεα γαρ ζωφόεντα Θεός φωστήρσιν ανοίξει
Θρήνος τε εκ πάντων έσται και βρυγμός οδόντων
Εκλείψει σέλας ηλίου άστρων τε χορείαι
Ουρανόν ειλίξει μήνης δε τε φέγγος ωλείται
Υψώσει δε φάραγγας όλα δ’ υψώματα βουνών
Ύψος δ’ ουκέτι λυγρόν εν ανθρώποισιν φανείται
Ίσα τα όρη πεδίοις εσταί και πάσα θάλασσα
Ουκ εις πλουν είξει γη γαρ φρυχθείσα κεραυνών
Συν πηγαίς ποταμοί δε κοχλάζοντες λήψουσιν
Σάλπιγξ δ’ ουρανόθεν φωνήν πολύθρηνον αφήσει
Ωρύουσα το μέλλον και δειπήματα κόσμου
Ταρταρόεν χάος δείξει τότε γαία χάνουσα
Ήξουσιν δ’ επί βήμα Θεού βασιλείαις άπαντες.
Μετάφραση
Σιβύλλης ιέρειας του Απόλλωνος λεγόμενα για το μέλλον
Εκ Θεού εμπνευσμένα εις έλεγχο των ειδωλολατρών.
Δι’ εξακοσίων γνώμις προθεσπιζόν προ τοσαύτων ετών
Τον Χριστόν, σταυρόν, και την μέλλουσα κρίσιν ον τε τοις αιώνοις
Και τη ακροστιχίδα
Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ Σταυρός
Θα ιδρώσει η γη, όταν έλθη η ώρα της κρίσεως,
Θα έλθη από τον ουρανό ο μέλλων βασιλεύς εις τους αιώνας,
Δια να κρινη καθένα που φέρει σάρκα, όλον ανεξαιρέτως τον κόσμον,
Θα δουν τον Θεόν άνθρωποι πιστοί και άπιστοι,
Ύψιστον, μετά των αγίων, στο τέλος του χρόνου
Με σάρκα, κρίνοντας επί βήματος τις ψυχές των ανθρώπων.
Όταν κάποτε ο κόσμος όλος γίνει άγονος και γεμάτος αγκάθια,
οι άνθρωποι θα απορρίψουν τα είδωλα και όλον γενικά τον πλούτο.
Θα κατακαύσει φωτιά την γη τον ουρανό ακόμα και την θάλασσα.
Ανιχνεύοντας θα πυρπολήσει τις πύλες της φυλακής του Άδη.
Τα σώματα τότε όλων των ανθρώπων θα έλθουν στο φως της ελευθερίας των Αγίων.
Τους παράνομους τότε το πυρ θα ελέγχει εις τους αιώνας των αιώνων.
Όσα κάποιος έπραξε κρυφά τότε όλα θα τα μαρτυρήσει
Διότι τα σκοτεινά στήθη ο Θεός με διαφωτισμούς θα ανοίξει.
Θρήνος θα γίνει από όλους και τριγμός των δοντιών.
Θα εκλείψει το φως της ημέρας, η λάμψη του ήλιου και των αστεριών.
Τον ουρανόν θα περιστρέψει με ταχύτητα και θα χαθεί το φως της σελήνης.
Θα υψωθούν τα φαράγγια και θα καταστραφούν τα υψώματα των βουνών.
Το ύψος δεν θα φαίνεται πλέον στο μάτια των ανθρώπων δυσθεώρητο.
Τα βουνά με τις πεδιάδες θα ισοπεδωθούν και σε όλη την θάλασσα δεν θα υπάρχει η δυνατότητα πλεύσεως, διότι η γη θα κατακεραυνωθεί.
Τα ποτάμια που κοχλάζουν και οι πηγές θα εκλείψουν.
Σάλπιγγα από τον ουρανό φωνή μεγάλη με θρήνο θα αφήσει,
Κραυγάζοντας για το μέλλον και τις συμφορές του κόσμου.
Τότε το χάος του κάτω κόσμου θα φανερώσει η γη ανοίγοντας το στόμα της
Και θα έλθουν ενώπιον του βήματος του Θεού όλοι γενικά οι βασιλείς.
Ο δεύτερος χειρόγραφος κώδικας που θα δούμε είναι του 15ου αιώνος και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Έχει και αυτός τον χρησμό της ιέρειας του Απόλλωνος Σιβύλλας. Τούτος ο κώδικας έχει τον χρησμό ολοκληρωμένο γι’ αυτό και τον καταθέτουμε. Είναι το προϊόν της έρευνας που προαναφέραμε. Η φράση που έλειπε από τον προηγούμενο κώδικα εκ του χρησμού προστείθεται εις τον κώδικα αυτό. Το δε υπόλοιπον του χρησμού έχει την ιδιαιτερότητα ότι τα αρχικά του από πάνω προς τα κάτω αναγνωσθέντα μας δίδουν την λέξη ΣΤΑΥΡΟΣ. Έτσι η ακροστιχίς του χρησμού ολοκληρωμένου μας δίδει την φράση ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ ΣΤΑΥΡΟΣ. Εάν αυτό δεν είναι αξιοθαύμαστον τότε τι είναι; Το κείμενο που εδώ προσθέτουμε αντιστοιχεί στο γράμμα Ρ της λέξεως ΣΩΤΗΡ που έλειπε εκ του προηγουμένου κώδικος και τα όσα εκ του χρησμού έλειπαν και αντιστοιχούν στην εκ της φράσεως λέξεως ΣΤΑΥΡΟΣ.
«Ρεύσει δ’ ουρανόθεν ποταμός πυρός ηδέ τε Θείου.
Σήμα δε τοι τότε πάσι βροτοίς αριδείκετον οίον.
Το ξύλον εν πιστοίς το κέρας το ποθούμενον έσται.
Ανδρών ευσεβέων ζωή, πρόσκομμα τε κόσμου,
Ύδασι φωτίζον κλητοίς εν δ’ δέκα πηγαίς.
Ράβδος ποιμαίνουσα σιδηρείη γε κρατήσει.
Ούτος ο νυν προγραφείς εν ακροστιχίοις Θεός ημών,
Σωτήρ αθάνατος βασιλεύς ο παθών ένεχ’ ημών».
Μετάφρασις
«Θα ρεύει από τον ουρανόν πύρινος ποταμός και μάλιστα από Θείον.
Σημάδι τότε θα υπάρχει για όλους τους ανθώπους, τέτοιο που θα είναι εντόνως φανερόν.
Το ξύλον για τους πιστούς, η σάλπιγγα η ποθητή θα είναι.
Η ζωή των ευσεβών ανδρών, εμπόδιον θα είναι για τον κόσμο,
Φωτίζοντας τους ονομαστούς δια των υδάτων εις δώδεκα πηγές.
Θα εξουσιάσει η ποιμαντική σιδηρά ράβδος.
Αυτός ο οποίος τώρα προαναφέρθηκε στην ακροστιχίδα είναι ο δικός μας Θεός,
Σωτήρας αθάνατος βασιλεύς, αυτός ο οποίος θα πάθει προς χάριν μας».
Το ξύλον των πιστών που αναφέρει η ιέρεια δεν είναι άλλο εκ του Σταυρού του Σωτήρος, η δε ζωή των ευσεβών που θα είναι εμπόδιο για τον κόσμο σημαίνει ότι ο Θεός θα κρίνει συμφώνως με την ζωή των ευσεβών και τους υπολοίπους. Τότε ο Κύριος θα ειπή δέστε τους συνανθρώπους σας που μπόρεσαν να ζήσουν ευσεβώς εις κάθε αιώνα και κατόπιν δέστε πως ζήσατε εσείς.
Όσον αφορά τώρα την ομολογία πίστεως εις την οποίαν προβαίνει η ιέρεια στις δύο τελευταίες φράσεις του χρησμού δεν χρειάζεται να τον σχολιάσουμε αλλά να τον θαυμάσουμε.
Εικ. 85-86
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας που θα δούμε είναι του 16ου αιώνος και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Εις τον κώδικα αυτόν παρατείθεται εξ ολοκλήρου ο χρησμός της Σιβύλλας. Εμείς τον καταθέτουμε προς διασταύρωσιν πηγών δια να πεισθούν όσοι μπορεί ακόμη να δυσπιστούν. Είναι και αυτός εκ αντιγραφής υπό παλαιοτέρου προς διάσωσιν των στοιχείων εκ ασήμου μοναχού. Τα επιπλέον που μας δίδονται εις τον κώδικα αυτό είναι η καταγωγή της ιέρειας που είναι εξ Ερυθραίας και αμέσως μετά το τέλος της καταγραφής του χρησμού το ότι το αναφέρει ο Ευσέβιος Καισαρείας. Πιθανόν οι συγγραφείς της «Ελληνικής Πατρολογίας» να έλαβαν τα του Ευσεβίου εκ του κώδικος αυτού διότι ο Κώδιξ αυτός προηγείται χρονολογικώς κατά 200 έτη. Εκτός τούτων μας δίδονται και δυο ακόμη χρησμοί, αυτός που εδόθη εις τον Ιουλιανό και λέγει « Είπατε τω βασιλεί… ου παγά λαλεούσαν» ο οποίος μάλλον είναι ο τελευταίος χρησμός του Μαντείου των Δελφών και ο χρησμός «Επί βροτός… και ου θεότης πάθεν αυτή» που εδόθη στον αυτοκράτορα Οκταβιανό.
Εικ. 87-90
«Ταύτα ιστορεί ο και Συρίας Ευσέβιος ο Παμφίλου εν των λόγω ως επεκλήθη βασιλεικός. Είπατε τω βασιλή χαμαί πέσε δαίδαλος αύλα ουκέτι φοίβος έχει καλύβην ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λα λέουσαν. Απεσβέτο και λάλον ύδωρ. Μη όφειλες πύματόν τε και ύστατον εξορέε εστάς. Δήμορ εμώ προπολλών πείθε και πνοής της πάντα περίξ βορτυδόν εχούσης.
258 στίχος: Τείρεα φως ποταμοίς και Τάρταρον ηέρα και ύδωρ και πυρ. Η με και ουκ εθέλοντα δώμων των ώδε δηώκει.
Η εμή τρίποδων έτι λείπετο ηριγένεια. Αι αι με τρίποδες στοναχήσατε οίχετ’ απόλλων οίχετ επεί βροτός με βιάζεται ουράνιον φως. Και ο παθών Θεός εστί και ου Θεότης πάθεν αυτή».
Η μετάφραση του χρησμού τούτου βρίσκεται στο προηγούμενο κεφάλαιο στο τμήμα εκ του βιβλίου «Προσδοκία των εθνών» που καταθέσαμε.
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας που θα δούμε είναι του 16ου αιώνος ασήμου αντιγραφέα μοναχού και ευρίσκεται εις την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Περιέχει χρησμούς αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων που εάν δεν τους διασταυρώναμε και εξ άλλων πηγών ως στοιχεία δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουμε ότι όντως ειπώθηκαν αυτά εξ αυτών. Τούτο το λέμε διότι όταν ποτέ κανείς και σε κανένα διδακτικό βιβλίο δεν εσκέφθη ότι έπρεπε να μας κάνει κοινωνούς αυτών των στοιχείων ή έστω εάν θέλετε σε εξωσχολικό βιβλίο, πως λοιπόν να πιστέψουμε έτσι ελαφρά τη καρδία ότι όσα αναφέρονται εδώ πράγματι ειπώθηκαν εκ των ανδρών αυτών. Εάν εμείς λοιπόν σκεφτόμαστε έτσι που τρέφουμαι τα καλύτερα των συναισθημάτων για τους αρχαίους προγόνους μας, φανταστείτε τι θα περνά από τον νουν των ανθελλήνων, και εκείνων που δεν θέλουν ούτε να ακούσουν καν για ανθρώπους που προείπαν τον ερχομό του Κυρίου και δεν έχουν εβραϊκή καταγωγή, διαβάζοντας τον κώδικα αυτόν και όσους ακολουθούν.
Εικ. 91-92
ΧΡΗΣΜΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Όσα μεν προς αρετής και κόσμον ορώρεν ποιείν. Εγώ εφετμεύω
τρισένα μόνον υψιμέδοντα Θεόν, ου λόγος άφθιτος εν αδαή
κόρη έγκυμος έσται. Ώσπερ γαρ τόξον πυρφόρον μέσον
διαδραμών. Άπαντα κόσμον ζωγρήσας, Πατρί προστάξας δώρον.
Μαρία δε η κλήσις το όνομα αυτής. Προς ον των ασεβών ελλήνων τις είπε: ψεύψη ου πολλών ος
απόλλων έφη. Ου ματόν εν στέρνοις εμοίς σήοντα (χείλην άρου;)
Έτερος χρησμός Απόλλωνος φιλοσόφου
Ουκ εφικτόν εστίν προς αμυήτους ταύτα λέγειν ή φανερώς παραδέχεσθαι πλην των νοι ακουσάντων. Ούτος Θεόν ει φως νοερόν, εκ φωτός νοερού και ην αυτώ ένωσις εκ του αυτού γόνου φωτί και πνεύματι πάντα δι’ αυτού. Γόνιμων εκ γονίμου φύσι κατέλθων επί γονίμου ύδατος, γόνιμον ύδωρ εποίησεν.
Έτερος χρησμός Χίλωνος φιλοσόφου
Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος, ο πατήρ γόνος και ο γόνος πατήρ
Το εν τρία και τα τρία εν. Άσαρκον σαρκικόν. Γη τέτωκε τον ουρανόν ποιητήν αυτής και γενήτορα.
Έτερος Πλουτάρχου φιλοσόφου
Ούτος έστιν από ουρανών βεβηκώς. Φως υπερβάλων αθάνατον αένναον. Τον τρέμουσιν άγγελοι αρχάγγελοι˙ τάρταροι βύθιοι δαίμονες. Αυτοπάτωρ ην και τρισόλβιος.
Έτερος Αριστοτέλους
Ακάματος φύσις Θεού γεννήσεται. Εξ αυτού φως αυτός ουσιούτε λόγος.
Έτερος Φωκίδου του φιλοσόφου
Θεόν σέβου και μάνθανε, μη ζήτα δει πως. Ασεβές γαρ τω όντι ο θέλων μανθάνει Θεόν.
Έτερος Πλάτωνος φιλοσόφου
Οψώποτε επί την πολλισχιδήν ταύτην και ελάσειο γην και περιέρχετω και δίχα σφάλματος σαρξ γεννήσεται ακαμάτοις θεότητος όροις ανιάτων παθών λύση φθοράν και ούτος απίστω λαώ φθονήσεται. Και προς ύψος κρεμασθήσεται ως θανάτω κατάδικος. Και πάντα πράως πείσεται
Μετάφρασις
Χρησμός Απόλλωνος
Όσα διδάσκεται στον κόσμο περί αρετής να τα πράττετε πρώτοι. Σας προφητεύω έναν τρισυπόστατο Θεό στα ύψη εκτεινόμενο του οποίου ο αιώνιος Λόγος σε ανυποψίαστο κόρη θα κυοφορηθή, όπως ακριβώς το φέρων φωτιά τόξον, το μέσον του κόσμου διαπερνώντας. Όλο τον κόσμο αφού επαναφέρει στην ζωή στον πατέρα θα τον προσφέρει σαν δώρο. Μαρια θα είναι το όνομα αυτής που θα κληθεί.
Άλλος χρησμός του Απόλλωνος φιλοσόφου
Δεν είναι δυνατόν να τα λέμε αυτά σε αμύητους παρά μόνον να τα λέμε προς παραδοχή σε όσους έχουν το νου να τα ακούσουν. Αυτός είναι Θεός, φως νοερό εκ φωτος νοερού, και η αυτού ένωσις δια του υιού του είναι φως και πνεύμα για όλα εξ αυτού. Γόνιμος εκ γόνιμου με φύση ορατή θα κατέλθει επί γόνιμου νερού και θα το γονιμοποιήσει.
Άλλος χρησμός Χίλωνος φιλοσόφου
Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος, ο πατήρ υιός και ο υιός πατήρ το ένα τρια και τρια ένα. Άσαρκο και σαρκικό. Η γη θα αναλάβει τον τοκετόν του ποιητή και γεννήτορα της.
Άλλος Πλουτάρχου φιλοσόφου
Αυτός είναι από τον ουρανόν βεβαιώτατα. Φως υπέρ του φωτός αθάνατο κινούμενο συνεχώς και υπάρχων. Τον τρέμουν τάρταρα υποχθόνιοι δαίμονες. Ο ίδιος είναι και ο πατέρας του και τρισμακάριος.
Άλλος Αριστοτέλους
Ακατάβλητος φύση Θεού θα γεννηθεί. Με το φως απ’ αυτόν θα ουσιωθεί ο λόγος.
Άλλος Φωκίδου του φιλόσοφου
Κάποτε πάνω σ’ αυτήν την πολυδιαιρημένη και κατώτερη γη που περιφέρεται δίχως σφάλμα σάρκα θα γεννηθεί, με τα ανεξάντλητα όρια της θεότητας θ’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τα ανίατα πάθη και αυτός θα φθονηθεί από άπιστο λαό. Θα κρεμαστεί υψηλά ως κατάδικος εις θάνατο. Και όλα θα τα υποστεί με πραότητα.
Ο επόμενος χειρόγραφος που θα δούμε είναι του 17ου αιώνος είναι αντιγραφή παλαιοτέρου προς διάσωσιν των στοιχείων εκ ασήμου μοναχού και ευρίσκεται εις την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Τα όσα καταγράφονται ως ειπωθέντα εκ των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων το ολιγώτερον που μπορούμε να πούμε είναι ότι επανακαταγράφουν την θρησκευτικήν ιστορία. Τούτο δεν το λέμε καθόλου ελαφρά τη καρδία διότι πολύ απλά τα όσα βρήκαμε ως στοιχεία στον κώδικα αυτόν τα ίδια ακριβώς καταγράφονται και σε άλλους χειρόγραφους κώδικες διαφορετικών αιώνων και προελεύσεων. Εάν τα βρίσκαμε σε έναν και μόνο κώδικα δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωσις να πιστεύσουμε εις τα στοιχεία αυτά, διασταυρούμενα όμως από διαφορετικές πηγές τα στοιχεία αυτά μας έβαλαν σε έναν δρόμο αναθεώρησης δεδομένων. Ο αρχικός συγγραφέας μας υποδικνύει την πηγή προέλευσης των στοιχείων του, η οποία είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Ο προαναφερθείς Αυτοκράτωρ όντως συγκέντρωσε σύμφωνα με τον πατέρα της Εκκλησιασιαστικής Ιστορίας Ευσέβιο Καισαρείας ότι χρησμούς βρήκε στα έρημα ιερά των εθνικών και τους μετέφερε ως κρατική πλέον περιουσία στην Βασιλεύουσα. Το ίδιο έκανε ο Αυτοκράτωρ και με τα περικαλλή αγάλματα των παρατειμένων ιερών, τα μετέφερε εις την Βασιλεύουσα προς καλλωπισμόν αυτής. Χάρη εις τις κινήσεις αυτές του Μεγάλου Κωνσταντίνου διεσώθησαν τα στοιχεία αυτά τα οποία ειλικρινώς δεν γνωρίζουμε για ποιον λόγο έως σήμερα δεν χρησιμοποιήθησαν ως διδακτική ύλη εκ του Ελληνικού Κράτους, εις το μάθημα της ιστορίας έστω. Ο διαβάζων τους δύο επόμενους κώδικες θα νομίζει ότι διαβάζει εκκλησιαστικούς συγγραφείς και όχι γραπτά που αποτυπώνουν χρησμούς αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Το πλέον βέβαιο είναι ότι έκπληξη θα αισθανθεί όποιος γίνει κοινωνός των στοιχείων αυτών. Τα αφιερώνουμε στους νοσταλγούς του δωδεκάθεου μήπως και εκ της αναγνώσεώς των χρησμών αυτών αντιληφθούν το λάθος των.
Εικ. 93-96
Άρης είπεν˙ γόνος εκ γόνου κατελθών, γόνος γόνου επί μήτραν οικήσαι θέλων και γεννηθείς αγνός τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός˙ πάντα άνθρωπον σώσει από αδάμ έως αυτού.
Και το γεννήτορι προσάξει δώρον τον απολυμένον αδάμ.
Οδόν ο τρισμέγιστος και αυτός είπεν, ο Θεός εστίν νους και λόγος και πνεύμα˙ και ο λόγος σαρκωθείς εκ του πατρός˙ πάντα ρύσεται της αλογίας της πικράς και τον διάβολον καταργήσας.
Δώσει βάπτισμα μετανοίας τω λαώ αυτού και μακάριος όστις ακούσει αυτώ.
Κλεομήδης και αυτός είπεν˙ ο των ουρανών τετανόσας και την γην επί υδάτων εδράσας επί ύστερον γεννάτε εξ αχράντου κόρης τε και παρθένου˙ και λαμβάνει σάρκα εξ αυτής και γίνεται αυτός τέλειος του παντός ποιητής και τον θάνατον πατήσας˙ και τον διάβολον καταργήσας και ζωήν δωρήται τω κόσμω.
Πλάτων ο μεγαλόνυμος και αυτός είπεν˙ Θεός ην νυν και αεί και εστίν και έσται˙ ούτε αρξάμενος, ούτε παυσάμενος. Ο δε υιός αυτός ο Χριστός μέλλει γεννηθεί εκ παρθένου μητρός και πιστεύω εις αυτόν. Επί δε ασεβούς βασιλέως πάλιν όψημε ήλιε. Τον δε ναόν του απόλλωνος καταργήσας˙ και κληθήσεται το όνομα της μητρός αυτού.
Αριστοτέλης είπεν˙ εν ταις ημέραις εκείναις φως της αγίας τριάδος λάμψεται επί πάσαν την κτίσιν˙ και τα αχειροποίητα άδολα και κωφά και ανέσθητα προσκυνήσουσι το των ελλήνων γένος ως Θεός αφανίσαι αυτά εις τέλος. Το δε όνομα αυτού αυξηθήσεται και τιμηθήσεται παρά βασιλέων και μεγιστάνων εφ’ όλην την οικουμένην˙ και στήσει κριτάς και διδασκάλοις, επί πάσαν την γην, αυτός δε μετά παθείν και αναστήναι αναληφθήσεται και εκ δεξιών του πατρός καθείς, πάλιν έρχεται κρίναι ζώντας και νεκρούς αποδώσει έκαστω κατά τα έργα αυτού.
Τέλος είπεν Όμηρος˙ ήξει προς ημάς οψέ γης άναξ πόλου˙ και σάρκα φαμάται δίχα τινός σφάλματος˙ και λαμβάνει σάρκα από εβραΐδα παρθένον, και καλέσωσιν αυτών άφεσιν και αγαλλίασιν, και προθήσεται από απίστων γένος των εβραίων˙ και μακάριοι οι ακούοντες αυτόν˙ ουαί δε οι μη ακούοντες. Άκουσας δε ο Διογένης ο θαυμάσιος ταύτα, εθαύμασε λίαν επιζάς προφήτας ώνε πια φιλοσοφών έγραψε δε αυτάς εις την φυσικήν ακρόασιν και έθετο αυτάς εις το ιερόν του Απόλλωνος. Αφού δε η σωτήριος οικονομία εγένετο εις ημάς το έλεος εβασίλευσεν πρώτος βασιλεύς εν χριστιανοίς ο μέγας Κωνσταντίνος ελθών εις τας Αθήνας ηβουλήθη χαλάσαι τον ναόν του Απόλλωνος ανήγειρε ναόν τη θεομήτορι˙ είρε δε τον χάρτην ενω ήσαμαι προφητείαι των επτά φιλοσόφων γραμμέναι˙ και αναγνούς αυτάς και θαυμάσας ο ευσεβής βασιλεύς μετεκόμισεν αυτάς εις την βασιλίδα των πόλεων την αυτού εις σύστασιν της ημετέρας πίστεως και εις ανατροπήν των αιρετικών.
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι η επιβεβαίωση του προηγουμένου. Είναι του 16ου  αιώνος αντιγραφή υπό παλαιοτέρου εκ ασήμου μοναχού. Όπως προείπαμε είναι διαφορετικού αιώνος από τον προηγούμενο και διαφορετικής προελεύσεως, και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Το ότι και οι δυο αυτοί κώδικες βρίσκονται εις το Άγιον Όρος τούτο σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο ένας αντεγράφει εκ του άλλου, και τούτο το λέμε διότι εάν ψάξουμε σίγουρα θα τα βρούμε τα στοιχεία αυτά και εις το Βατικανό και σε άλλες μεγάλες βιβλιοθήκες που διαθέτουν χειρόγραφους κώδικες όπως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Ιερά ΜονήΣινά.
Εικ. 97-100
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι του 16ου αιώνος ευρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου και είναι και αυτός αντιγραφή υπό παλαιοτέρου εκ ασήμου μοναχού προς διάσωσιν των στοιχείων. Περιέχει χρησμούς αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και τον καταθέτουμε προς διασταύρωσιν των στοιχείων των προηγουμένων κατατεθέντων χειρογράφων κωδίκων. Περιέχει δε και κάποια ελάχιστα στοιχεία επιπλέον τα οποία όμως είναι σημαντικά.
Εικ. 101-102
Το ον όλων υπέρτατον, ουδένα αίτιον προεπινοείται ο λόγος γαρ εξ αυτού, και ουκ εξ άλλου εισίν ο λόγος δώδεικται δε σαφώς, ότι θεού σοφία και λόγος του τρισμέγιστου περί αγίας τριάδος έφη δε προς αυτόν Αριστοτέλης.
Ακάματος φύσει Θεού γέννησις. Ο εξ αυτού γαρ ο αυτός ουσιούται λόγος. Λέγει δε και ο Πλάτων. Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος. Ο πατήρ εν των λόγω και ο λόγος εν των πατρί. Το εν διερείται εις τρία, και τα τρία εις εν. Άσαρκον σαρκικόν και γεννητόν, γη τέτοκεν τον ουρανού και γης ποιητήν. Ανοίξασθαι και ο Χίλων τα χίλει έφη. Ούτος εστίν καθ’ ύπερ ο ουρανών μεγάλων βεβηκώς φλογός υπερβάλλων αένναον και πυρ αθάνατον ον τρέμουσιν ουρανοί γαία τε και θάλαττα˙ βυθός τάρταρος δαίμονες˙ ην δε αυτοπάτωρ απάτωρ τρισόλβιος. Τοιαύτα οι των Ελλήνων φιλόσοφοι περί της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος και περί του Μονογενούς Υιού Χριστού του Θεού προφήτευσαν προκαταβάλλαντες πιστείο μεν ουρανών αληθώς. Ένα είναι Θεόν τον εκ παρθένου Μαρίας τεχθέντα˙ και εν τρισίν υποσταίσεσι παρά των πιστών μοναδικώς αγωγού. Ως μη όφηλες πύματον τε και ύστατον δη ερέεαθαι. Δήμορ εμών προ πολλών περί θεσπέσιοιο θεοίο και πνοής των πάντων πέριξ βοτρυδόν εχούσης τείρεα. Φως. Ποταμοίς εις με βιάζεται ουράνιος φως τριλαμπές ο παθών Θεός και ου Θεότης πάθη αυτή˙ άμφω βροτό σώμα και άβροτο˙ αυτός Θεός ήδη και ανήρ˙ πάντα φέρων εκ θνητής. Σταυρόν ύβριν ταφήν και από βλεφάρων ποτέ, χύνατο δάκρυα θερμά. Ος πέντε χιλιάδές πυρών κορέσθαι˙ το γαρ θέλειν άβροτος έλκη˙ Χριστός Θεός εμόν˙ ος εν ξύλω τανύθη˙ ος θάνεν˙ ος εκ τάφου εις πόλον ώρτο.
Και τάρταρον μέρα και ύδωρ ως πυρ˙ η με και ουκ εθέλοντα δόμων των ώδε διώκει˙ η εμή τρίποδων έτι λείπετο ηγιγένεια. Αι αιμε τρίποδες στοναχήσατε οίχετ’ Απόλλων˙ οιχέτ’, επεί βροτός με βιάζεται, ουράνιον φως˙ και ο παθών Θεός εστί και ου θεότης πάθεν αυτή.
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι του 16ου αιώνος ευρίσκεται εις την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους είναι αντιγραφή υπό παλαιοτέρου εκ ασήμου μοναχού και αυτός προς διάσωσιν των στοιχείων. Περιέχει και αυτός χρησμούς αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Τον καταθέτουμε διότι σε αυτόν προστίθενται κάποια ακόμη επιπλέον στοιχεία, επιπλέον δε είναι και αυτός χρήσιμος προς διασταύρωσιν των στοιχείων.
Εικ. 103-107

«Χρησμοί θεολόγων Ελλήνων φιλοσόφων περί Τριάδος. Αντίοχου κολωφώνος.
Κυρίου νους εις πάντων νεώτερος. Οίδε γε έστι του από παν γενετής νοερώτερος. Λόγος άφθητος υιός απαύγασμα νοερού πατρός εν μεν επωνυμίη ει δε γε εστίν ως από πατρός. Εις δε πέλων συν πατρί και εξ ενός εις. Μια τάξις πατρός ομοούσιος άφθητος αεί πνεύματι. Συν πρώτω των αγίω και σπέρματος αρχήν ερώτησις Ιάσωνος Βασιλέως εις το πύθειον του Απόλλωνος.
Προφήτευσον ημίν προφήτα Φοίβε Απόλλων τίνος έσται δόμος ούτος ητί δέξαμαι και ήκουσαν αυτόν ούτως: Όσα μεν προς αρετής και κόσμον ορώμεν ποιάν ποιείτε εγώ γαρ εφετμεύω τρις ένα μόνον υψιμέδοντα Θεόν ου λόγος άφθιτος εν αδαή κόρη έσται έγκυμος γενόμενος ως πυρφόρον τόξον μέσον διαδραμών. Κόσμον άπαντα ζωγρήσας πατρί προστάξας δώρον. Αυτής έσται δόμος ούτος. Μαρία δε κλήσις το όνομα αυτής.
Πλάτωνος: Γεννητός ουδείς ικανός γνώμην αφανούς ιδείν αισθητήριον. Φύσις γαρ μόνου Θεού ως αιτίου του παντός γυμνήν ψυχήν ιδείν δυνάμενου. Εις γαρ αίτιος του παντός εις και εξ αυτού ήλεος. Ο εις εν και ποτέ ούτος ο εις ουκ εν χρόνω. Αΐδιος γαρ ο εις και συναΐδιος οψέποτέ τις επί την πολυσχεδή ταύτην ελάσειε γην και δίχα σφάλματος σαρξ γεννήσεται ακαμάτοις Θεότητος όροις ανιάτων παθών λύση φθοράν. Και τούτω φθόνος γεννήσεται εξ ατίμου λαού και προς ύψος κρεμασθήσεται ως θανάτου κατάδικος. Πάντα πράος πείσεται.
Ερμής περί παντοκράτορος: ακοιμήτου πυρός όμματι γρήγορε δρόμον αιθέρος ζωογονών ηλίου θέρμην κράτυνον λέλαπι. Μεθηστών νέφη τούνομα μη χωρών εν κόσμω. Άφθιτον αένναον πανεπίσκοπον, επί φόβον  όμμα. Πατέρα όλων Θεόν όντα μόνον. Από ουδενός έχοντα αρχήν έγνω και ένα μετά σε όντα μόνον εκ σου˙ γεραίρω υιόν ον ρώμη απορρήτω και οξυτέρα φωνή ίδιον ευθύς αφθόνως και απαθώς και αγεννήτως λόγον εγεννήσας. Θεόν όντα την ουσίαν εκ της ουσίας. Ως σου του πατρός την εικόνα πανομίαν φέρει. Ώστε εκείνον εν σοι σε δε εν εκείνω κάλλος έσοπτρον αλλήλεφραντον πρόσωπον Ην φως νοερόν εκ φωτός νοερού, και ην αεί νους νοός φωτεινότερον και πνεύμα πάντα περιέχων.
Και ουδέν έτερον ειή εκτός τούτου. Ο Θεός ουκ άγγελος. Ουκ ουσία τις. Πάντων γαρ κύριος και πατήρ και Θεός. Πάντα υπ’ αυτόν και εν αυτώ εστίν. Ο γαρ λόγος αυτού παντέλειος ων και δημιουργικός εν γονίμω φύσει και γονίμω ύδατι έγκυον το ύδωρ εποίησεν του ορφέου προσευχή ορκίζω σε εις Πατρός Θεού μεγάλου σοφόν έργον. Ορκίζω σε Αυδήν Πατρός την εφθέγξατο πρώτον. Ήνικα κόσμον άπαντα εαίς βουλαίς στηρίξατο. Ορκίζω σε εις του μονογενούς αυτού λόγου και του πνεύματος του τε παν περιέχων ος ίλεως ίλεως ίλεως έστω.
Αριστοτέλης: Ακάματος φύσις Θεού γεννήσεται ουκ έχουσα αρχήν. Εξ αυτής δε ο πανσθενής ουσιούτε λόγος.
Σόλωνος: Ουκ εφικτόν εστίν ταύτα προς αμυήτους ειπείν ούτε φανερώς παραδέχεσθαι πλην των νοΐ ακούετε ότι ούτος εστίν ο κατ’ ουρανόν μεγάλα φλογός υπερβάλλων ον τρέμουσιν γαία τε όρη και θάλασσες. Αυτοπάτωρ απάτωρ και τρισόλβιος το εν τρια και τα τρια εν, άσαρκον προσωπικόν. Γη τέτοτε των ουρανών γεννήτορα.
Εις με βιάζετε ουράνιον φως και ο παθών Θεός εστίν. Και ου Θεότης πάθεν αυτή αμφώ γαρ βροτός όμως και άβροτος. Αυτός Θεός ήδη και ανήρ. Πάντα φέρων παρά πατρί έχων τε της μητρός άπαντα. Πατρός μεν έχων ζώον˙ άλκη μητρός δε χθινητοι σταυρόν τάφον˙ ύβριν ανιάτου και από βλεφάρων ποτέ χύνατο δάκρυα θερμά. Ος πέντε δε χιλιάδες εκ πέντε πυρών κορέσθαι. Τω γαρ θέλειν άβροτος έλκει χριστός Θεός εστίν εν ξύλω τανύθη ως θάνεν ος εκ τάφου εις πόλον όρτον. Αρέσουσι τιμήσωμεν την μυστικώς κρύψασα το μυστήριον Ιούλης Αιγυπτίων βασιλέας επαρθείς τοις κατορθώμασιν ηρώτησεν δε το μαντείον του Ευριπίδους περί εαυτού ούτως˙ πράσον μοι πυρισθενή αψευδή μάκαρο τον αιθέριον μετεγκλίνων δρόμον τις προ της εμής βασιλείας ηδυνήθη τοσαύτα; Και εδόθη αυτώ χρησμός έχων ούτως: Πρώτα Θεός έπειτα λόγος και πνεύμα συν αυτοίς σύμφοιτα δε πάντα και εις εν ιόντα. Ου κράτος αιώνιον. Ωκύσι ποσί βάδιζε θνητέ άδηλον διανοιών δρόμον.
Πλουτάρχου: Άφθιτον αένναον οψόμεθα πατρί συνδρόμον έχων θέλησεν την δύναμιν. Εξ ου ο πανσθενής ουσιούτε λόγος ουσιωθείς δε (μη αναγνωστέον).
Χείλωνος γόνος εκ γόνου κατελθών γόνιμον ύδωρ εποίησεν. Το υπέρτατον των όλων αίτιον επινοείται. Ου φωτί και πνεύματι άλλα πάντων Θεός και Κύριος και Πατήρ.
Πλουτάρχου: ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος ο πατήρ γόνος και ο γόνος Πατήρ.
Το υπόλοιπον του κώδικος που δεν αποκωδικοποιούμε είναι χρησμοί οι οποίοι ήδη αποκωδικοποιήθηκαν ως τώρα, και τους καταθέτουμε εδώ μόνο προς διασταύρωσιν των στοιχείων για του λόγου το αληθές. Χρησιμοποιούμε την λέξη αποκωδικοποίηση διότι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έγραψαν με κώδικες δηλαδή με συντμήσεις λόγω του ότι και τα δέρματα εκ των οποίων έφτιαχναν τις σελίδες των βιβλίων και τα μελάνια ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα. Αυτές οι συντμήσεις ή κώδικες άλλαζαν από καιρού εις καιρό διότι άλλαζαν και οι λέξεις κλισέ που χρησιμοποιούσαν, εκτός από αυτές που αφορούσαν την αναφορά προς τον Κύριο.
Ο επόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι του 18ου αιώνος, ευρίσκεται εις την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, είναι δε αντιγραφή και αυτός εκ παλαιοτέρου υπό ασήμου μοναχού προς διάσωσιν των στοιχείων. Είναι παλίμψηστος που σημαίνει ότι το προηγηθέν εις αυτόν γραπτόν εσβήσθει και εξαναγράφει, τούτο δε μας δημιούργησε αρκετές δυσκολίες στην κατανόηση των γραφθέντων. Εις τον κώδικα τούτο περιέχονται δύο χρησμοί της Σιβύλλας, ο δε ένας είναι άγνωστος ο μεν άλλος είναιο χρησμός ο γνωστός. Περιέχονται ακόμη απόψεις περί Θεού του Ερμού του τρισμέγιστου, του Αριστοτέλους, του Χίλωνος και του Θάλητος.
Το «Τι ο Θεός είη, ποιών, είπεν, τα μεν υψηλά ταπεινοίς τα δε ταπεινά υψοί» του Χίλωνος ουδόλως διαφέρει από το ρηθέν εκ του Κυρίου «ο υψωθείς ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινωθείς υψωθήσεται». Αυτό το επισημάναμε διότι εντύπωση μας έκανε πως ο Χίλων εξεστόμισε αυτό. Ο Κύριος φυσικά εγνώριζε το ειπωθέν εκ του Χίλωνος, το ότι το είπε μετά από αυτόν όμως ένα και μόνον σημαίνει, επισημοποίησις και επικύρωσις εκ των Θείων χειλέων. Επίσης εις τον κώδικα αυτόν βρήκαμε και εκ του Αριστοτέλους μια περιγραφή της γης την οποία θεωρήσαμε εκπληκτική και παρόλο που δεν σχετίζεται ιδιαίτερα με τα όσα πραγματευόμαστε θεωρήσαμε επιβεβλημένη την κατάθεση της εδώ προς απόκτησιν γνώσης, διότι μας εφάνη εκπληκτικόν πώς ο Αριστοτέλης εγνώριζε ότι η γη είναι σφαίρα, με κίνησιν αιώνιον, με δύο πόλους ακίνητους που ο ένας λέγεται αρκτικός και ο άλλος ανταρκτικός, τότε που οι άνθρωποι μετά δυσκολίας πλέαν εκτός της Μεσογείου, δια των μέσων που διέθεταν. Τι εγνώριζε επιπλέον ο Αριστοτέλης εκ των υπολοίπων ή αν θέλετε τι μέσα διέθετε τεχνικά και έφθασε να περιγράψει την γην κατά τοιούτον τρόπο;
Να πούμε τέλος ότι η τελευταία επανακαταγραφή των λεγομένων του Αριστοτέλους που είναι ο κώδιξ τούτος έλαβε χώρα λίγα μόλις έτη μετά από το έτος που οι Ευρωπαίοι δια της Ιεράς Εξετάσεως παρέδιδαν στην πυρά τον Γαλιλαίο διότι τόλμησε να πει ότι η γη γυρίζει. Όταν έπραττε αυτά η Καθολική «Εκκλησία» η Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία διάσωζε και την πλέον προχωρημένη γνώση. Αυτή είναι η διαφορά των Ελλήνων από τους Ευρωπαίους και αν θέλετε η διαφορά των Χριστιανών από τους Καθολικούς.
Εικ. 108-113
Εκ των στίχων Σιβύλλας της Ερυθραίας
«Εις Θεός μόνος ος αρχή εστίν υπερμεγέθης αγέννητος
αλλά Θεός μόνον ην πάντων υπέρτατος, ος πεποίηκεν
ουρανόν, ήλιον τους αστέρας ηδέ σελήνην,
καρποφόρον γαίαν τε και ύδατος οίδμετα πόντου
ος μόνος εστί Θεός κτίστης ακράτητος δε υπάρχων.
Αυτός στήριξεν μορφής τε τύπον μερόπαντα.
Αυτός έσμιξε φύσιν πάντων γεννετής βιόποιο».
Ακολουθεί ο χρησμός που αναπτύξαμε ήδη προηγουμένως εις το πόνημα τούτο και δεν χρειάζεται να ξαναπράξουμε τούτο. Τον καταθέτουμε μόνον προς διασταύρωσιν στοιχείων.
«Ερμού του τρισμέγιστου και του λόγου αυτού.
Θεόν μεν νοήσαι χαλεπόν, φράσαι δε αυτόν αδύνατον
Το γαρ ασώματον σώματι συμφύσαι αδύνατον και το θέλειν
Επί τη αρχή καταλαβέσθαι αδύνατον ή το αΐδιον τω ολιγοχρόνιω συγγενέσθαι δύσκολον. Ο μεν γαρ αληθής ην το δε παρέρχεται. Το μεν αληθή εστί, το δε υπό φαντασίας σκιάζεται το δε ασθενέστερον του ισχυρότερου και το έλαττον τε κρήπτον˙ διέστη και τοσούτον όσον το θνητόν του Θείου η δέμεση τε την διάστασις αμαυροί την του καλού θέαν οφθαλμοίς μεν γαρ τα σώματα θεατά γλύπτη δε τα ορατά λεκτά το δε ασώματον και αφανές και ασχημάτιστον και μήτε εξ ύλης υπέρ και μόνον υπό των ημέτερων αισθήσεων καταληφθήναι ου δύναται ενοούμεν ευ τούτο ενοούμενον ος εξ ειπήν ου δυνατόν τούτο εστιν ο Θεός.
Αριστοτέλης είπεν: αρχαίος τις λόγος και πάτριος εστίν ανθρώποις ως εκ Θεού τα πάντα και δια Θεού ημών συνέστηκαν ου δε μια δε φύσις αυτή καθ’ εαυτόν εστί αυτάρκης ρημεθήσαι την εκ τούτου σωτηρία. Ο ευθύς έφη. Θεού μεν εστί πράττην ευβούλεται ανθρώπου δε τα δέοντα προμηθεύται.
Ο αυτός Αριστοτέλης περί του κόσμου είπεν. Κόσμος εστί σύστημα εξ ουρανού και γης και των εν τούτοις περιεχομένων φύσεων. Λέγεται δε και ετέρως κόσμος η των όλων τάξις τε και η διακόσμησις υπό Θεού τε και διά Θεόν φυλαττόμενη. Ταύτης δε το μεν μέσον ακίνητον τε ων και εδραίον η φερέσβιος είληχε γη παντοδαπών ζώων εστία τε ούσα και μητήρ. Το δε υπέρθεν αυτής πάντε και παντή πεπερατωμένον ης το ανώτατον Θεού οικιτήριον ουρανός ωνομάσται άστροις κατάκοσμος. Κινήται δε ο ουρανός κίνησιν αΐδιον μία περιαγωγή και κύκλος περιφέρων τους αστέρας. Του δε σύμπαντος ουρανού και κόσμου σφαιροειδής όντος, και κινουμένου καθάπερ είπον ενδελεχώς δύο ακίνητα εξ ανάγκης εστί σημεία καταντίκρυ αλλήλων καθάπερ της εν τόρνω κυκλοφορουμένης σφαίρας, στερεά μένοντα και συνέχοντα την σφαίραν περί α ο πας κόσμος κινήται. Ο μεν ον κόσμος εν κύκλω περιστρέφεται καλούνται δε ούτοι πόλοι δι’ ων ηνοήσας μεν επεζευγμένην ευθείαν ήντινα άξονα καλούσιν διάμετρος έσται τε κόσμου μέσην μεν έχουσα την γην. Τους δε δύο πόλους πέρατα. Των δε ακίνητων πόλων τούτων ο μεν αεί φανερός εστίν υπέρ κορυφήν ων κατά το βόρειον κλίμα αρκτικός καλούμενος. Ο δε υπό γην αεί κατακέκρυπται κατά το νότιον ανταρκτικός καλούμενος.
Χίλων Λακεδαιμόνιος ερωτηθείς τι χαλεπώτατον;
Το γινώσκειν εαυτόν έφη. Πολλά γαρ υπό φίλων
τι εις έκαστον εαυτώ προστίθενται. Ερωτηθείς τι ο Θεός είη ποιών, είπεν, τα μεν υψηλά ταπεινοί τα δε ταπεινά υψοί. Λυπουμένου τινός επί τοις αυτού κακοίς, είπεν, αυτά πάντων κατανοήσης ήττον απιθοίς σ’ ευατού δυσφορήσης. Το του φησί το, χρόνου φείδου. Το ερημία χρει. Το πλήθη αίρεσης. Το μη ης επαχθής. Το ηδονήν φεύγε, αυτή γαρ λύπην τι ήτη. Το γλώττης (ηρόντη;) Το αιτοχούντι μη επιγέλω κοινόν γαρ η τύχη. Το μηδέν άγαν. Το αμαρτών μεταβουλεύου. Το μη ριψοκίνδυνος έσο. Το προπάντων σέβου το Θείον.
Θαλής ο Μιλήσιος ερωτηθείς τι δύσκολον; Έφη το εαυτόν γνώναι. Τι εύκολον; Τω άλλω αποστιθάσθει. Τι δε ήδυστον; Το επιτυγχάνειν. Τι δε πρεσβύτατον; Ο Θεός. Τι δε σοφώτατον; Ο χρόνος ον ευρίσκει γαρ πάντα. Τι δε ισχυρότατον; Ανάγκη κρατή γαρ πάντων. Τι δε τύχυστον; Νους, διαπαντός γαρ τρέχει. Τι δε κάλλιστον; Ο κόσμος ποίημα γαρ Θεού. Ερωτηθείς τι εστί το Θείον; Το μήτε αρχήν, φησί, μήτε τέλος έχον».
Ο τελευταίος χειρόγραφος κώδικας που παραθέτουμε είναι ο αρχαιότερος όλων, είναι του 12ου αιώνος και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους. Τον χαρακτηρίζουμε σημείον αναφοράς διότι είναι η απολογία της Αγίας Αικατερίνης προς τον τότε βασιλέα και τους ρήτορες εις τους οποίους είχε αναθέσει την αποστόμωσιν της. Ως ήταν φυσικόν οι ρήτορες απεστομώθησαν εκ της Αγίας και τα όπλα αυτής δεν ήταν άλλα από τους χρησμούς των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και της ιέρειας Σιββύλας. Είναι μάλλον ο κώδιξ εκ του οποίου ελήφθησαν εκ των μεταγενεστέρων αντιγραφέων και συγγραφέων οι χρησμοί που παρατίθενται εις αυτόν γι’ αυτό και τον θεωρήσαμε σημείον αναφοράς.
Εικ. 114-117

Είδε σοι και ο γενναίος εκείνος Απόλλων ο καθαρός˙ διαρρήδηω αυτόν και άκου τις αν ομολογοίσι Θεόν. Και τις αυτοίς περεδείχθη της αληθείας ως τε πάσαν τοις ασεβέσι πρόφασιν περιαίρει ήναι. Καν αυτοί εμωράνθησαν˙ και βλέπων τω συγχεσώρων.
Ως επίλογο δια το κεφάλαιο τούτο θα καταθέσουμε τους προβληματισμούς μας. Προβληματισμοί που γεννήθηκαν εκ των στοιχείων που βρήκαμε στους χειρόγραφους κώδικες που καταθέσαμε. Έστω λοιπόν ότι τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, κάποιοι εκ των εκκλησιαστικών κύκλων τοποθέτησαν στα χείλη των αρχαίων μας προγόνων τα όσα είδαμε δια να επιχειρηματολογήσουν έναντι των Ελλήνων, και οι αρχαίοι μας πρόγονοι ποτέ δεν τοποθετήθηκαν ως είδαμε. Αυτό εάν συνέβηκε, θα είχε κάποια λογική βάση μόνον δια τους πρώτους αιώνες, διότι οι εκκλησιαστικοί παράγοντες χρησιμοποιώντας τα στοιχεία αυτά έναντι των Ελλήνων φιλοσόφων του τότε, θα τους μετέπειθαν να μεταστραφούν εις τον Χριστιανισμό και μαζί με αυτούς και πλήθος λαού. Το επιχείρημα ότι οι θέσεις των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων δεν διαφέρουν από τις χριστιανικές θέσεις θα ήταν τότε πολύ βολικόν δια την ανάπτυξιν του Χριστιανισμού στον Ελλαδικό χώρο. Εις το σημείο τούτο αρχίζουν τα ερωτήματα. Γιατί οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες που είχαν επιστρατευτεί, εκ του αυτοκράτορος προς αντιμετώπισιν της Αγίας Αικατερίνης, δεν χρησιμοποίησαν την προαναφερθείσα σκέψη μας εναντίον της Αγίας, και όχι απλώς μόνον δέχτηκαν ως αληθή τα όσα τους είπε, όχι μόνον δέχτηκαν την λεκτική των ήττα, αλλά μεταστράφησαν και στον Χριστιανισμό, με άμεση συνέπεια την θανάτωση των; Ετούτοι, οι φιλόσοφοι δεν είναι το μόνον παράδειγμα πνευματικής ήττας, εκ των Χριστιανών όμως δεν είναι επί της παρούσης να καταθέσουμε παρόμοια περιστατικά. Έστω λοιπόν ότι τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν έλαβε χώρα η «συνωμοσία» που προείπαμε προς όφελος των Χριστιανικών θέσεων όταν ακόμα υπήρχαν εστίες ειδωλολατρών εν ζωή. Εάν λοιπόν αυτά τα στοιχεία ήταν ψευδή γιατί δεν πέρασαν στην λήθη και διετηρήθησαν στους αιώνες εκ των ασήμων μοναχών και των διασήμων εκκλησιαστικών παραγόντων; Ποιο το όφελος της διατήρησης των όταν ο Χριστιανισμός επεκράτησε πλήρως εάν τα στοιχεία αυτά ήταν ψευδή; Τέλος γιατί ποτέ κανείς εκ των Αγίων ή εις έστω εκ των πατριαρχών και αρχιεπισκόπων, δεν χαρακτήρισε επίσημα τα στοιχεία αυτά ψευδή, όταν μια τέτοια διάψευση μετά την πάροδο τόσων αιώνων δεν θα είχε επιπτώσεις στον Χριστιανισμό;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά την ανάγνωσιν των κατατεθέντων γραπτώς εκ των Αγίων της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, των Πατέρων, και των συγχρόνων μας ιεραρχών, ιερέων, και μοναχών, μετά την ανάγνωσιν εις χειρογράφους κώδικες των στοιχείων που διέσωσαν προς γνώσιν ημών άσημοι μοναχοί το εν σίγουρον είναι ότι γίναμε πλουσιώτεροι σε γνώσεις. Έτερον κέρδος είναι θέλωμεν να πιστεύωμεν ότι η γνώσις τούτη θα διαδωθεί προς πολλάς κατευθύνσεις. Ελπίζωμεν δε ότι αυτοί που υπερτερούν σε γνώσεις και κατέχουν τις κατάλληλες θέσεις θα αναγνώσουν το πόνημα τούτο. Αυτό το λέμε διότι εμείς θα το καταθέσουμε στα πρόσωπα αυτά. Ελπίζωμεν ότι ο κόπος ημών θα αποτελέσει έναν λίθον έστω και μικρόν εις το οικοδόμημα που λέγεται ορθή αντιμετώπισις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και ιερειών. Όπως προείπαμε εκ των λεγομένων εξ αυτών δυνάμεθα ευκόλως να παραμερίσωμεν τα όσα είναι μη ορθά και δεν συμφωνούν με την χριστιανική διδασκαλία λόγω της αγνοίας των ανθρώπων αυτών, και να συλλεχθούν όσα ειπώθηκαν εξ αυτών και συνάδουν μετά της χριστιανικής διδασκαλίας. Πιστεύομεν ότι τούτο είναι επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί, η δε υλοποίησις του θα αποτελέσει μέγα εμπόδιον εις αυτούς που κινούμενοι εκ ξένων κέντρων εκμεταλεύονται την υπέρμετρη αγάπη ορισμένων προς τους αρχαίους μας προγόνους και τους οδηγούν εις πλάνην και εις άτοπα. Είναι επίσης επιτακτική η ανάγκη να καταδειχθεί εκ της ιδίας της Εκκλησίας ότικαι η Ελλάς διέθετε προ της Ελεύσεως του Κυρίου Υμών και Ημών Ιησού Χριστού μεγάλα πνευματικά αναστήματα τα οποία προετείπωσαν γραπτώς την Έλευση του Σωτήρος. Είμεθα βέβαιοι ότι ο κάθε ένας εκ των αρμοδίων που μπορεί να ενεργήσει καταλλήλως είναι διατεθειμένος να πράξει τα δέοντα για να φράξει τον δρόμο εις αυτούς οι οποίοι αποσκοπούν εις τον θρησκευτικόν διχασμόν των Ελλήνων. Εάν υπάρχει κάποιος εκ των αρμοδίων ο οποίος δεν θέλει να δει σοβαρώς το θέμα τότε ας λάβει ως παράδειγμα όλους όσους εκ των Αγίων, εκ των Πατέρων και εκ των συγχρόνων μας αναφέραμε δια των γραπτών τους και τότε είμεθα σίγουροι ότι θα διαμορφώσει ανάλογα με αυτούς το σκεφτικό του.
Εις το σημείο αυτό πρέπει να πούμε και ολίγα για εκείνους που ίσως αμφισβητήσουν τα στοιχεία που παραθέσαμε. Καλή η αμφισβήτηση μα πρέπει να έχει όρια. Εάν φθάσωμεν εις το σημείον να αμφισβητήσουμε τους Αγίους της Εκκλησίας μας ιδιαιτέρως όταν μιλούν για τους ειπφανέστερους των προγόνων μας τότε ποιος θα πούμε ότι μας λέγει την αλήθεια; Αυτοί διέσωσαν όσα γνωρίζουμε σήμερα και μάλιστα τότε που για να κατασκευασθεί ένα βιβλίο χρειαζόταν μια μικρή περιουσία. Δεν φείδονταν ούτε χρόνου ούτε χρήματος για να διασώσουν την κληρονομιά τους και κληρονομιά μας, την στιγμή που στα κατασκευασθέντα εκ δέρματος βιβλία μπορούσαν να γράψουν χριστιανικά συγγράμματα αυτοί κατέγραψαν ακόμη και τον Αριστοφάνη για να μην απωλεσθεί. Τι όφελος λοιπόν θα είχαν να ψεύδονται εις τα συγγράμματα των; Όσον αφορά τους χειρόγραφους κώδικες εάν δεν αποδίδονται οι ίδιοι χρησμοί στον ίδιο άνθρωπο κάθε φορά, τούτο συμβαίνει διότι οι πρόγονοι μας ακούγοντας ή διαβάζοντας τους χρησμούς, τους κατέγραφαν με αποτέλεσμα να αποδίδονται σε περισσότερους από έναν συγγραφείς. Ευτυχώς όμως οι Άγιοι μας ξεδιαλύνουν το μυστήριο.
Κλείνουμε το πόνημα αυτό με τρία «ντοκουμέντα». Το πρώτο είναι η φράση αναγνώρισης της αξίας των προ Χριστού Ελλήνων εκ του Κλήμεντος Αλεξανδρείας εις το έργον του «Στρωματείς» όπου λέγει «Ουκ οίμαι υπό Ελλήνων σαφέστερον προσμαρτυρήσεσθαι τον Σωτήρα ημών» που σημαίνει «Δεν πιστεύω ότι κάποιος ομίλησε σαφέστερα από τους Έλληνες για τον Σωτήρα μας πριν την Έλευση του». Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι η φράση αναγνώρισης που βγήκε από τα χείλη του Φίλωνος, ενός Ιουδαϊκής καταγωγής φιλλέληνα, ο οποίος έζησε λίγα μόλις έτη μετά την Ανάληψη του Κυρίου, Εντέχνως κάποιοι προσπαθούν τα λόγια του Φίλωνος να τα τοποθετήσουν στα χείλη του Κυρίου, και μάλιστα λέγουν ότι εάν κάπου ευρεθή Ευαγγέλιο γραμμένο πριν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, τα λόγια του Φίλωνος είναι τοποθετημένα στα χείλη του Χριστού, στο Κατά Ιωάννη ΙΒ΄ 20 αλλά οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου τα αφαίρεσαν από μισελληνισμό. Τα λόγια του Φίλωνος που ευρίσκονται μόνον εις την «Ευαγγελική Προπαρασκευή» του Ευσεβίου Καισαρείας είναι τα εξής «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και βλάστημα Θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικοιούμενον επιστήμη˙ το δ’ αίτιον˙ λεπτότητι αέρος η διάνοια πέφυκεν ακονάσθαι». Πουθενά δεν αναφέρεται στον Λόγο του Φίλωνος «Περί Πρόνοιας Θεού» ότι τα λόγια αυτά τα είπε ο Κύριος μετά την περίφημη φράση του «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου» όταν τον επισκέφθηκαν οι Έλληνες.
Για του λόγου το αληθές εμείς ψάξαμε και βρήκαμε το μοναδικό διασωζόμενο Τετραυάγγελο που υπάρχει σήμερα στον κόσμο και είναι γραμμένο προς της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το Τετραυάγγελο αυτό ευρίσκεται στο Βατικανό και ακριβές αντίγραφο του ευρίσκεται στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Ιεράς Μονής Βλατάδων υπό τον τίτλον «Πανομοιότυπον». Το τρίτο λοιπόν ντοκουμέντο που προαναφέραμε είναι τα λεχθέντα υπό του Κυρίου τα οποία είναι όσα προείπαμε μόνον και όχι τα του Φίλωνος τα οποία είπε από καρδίας και τον επευφημούμε δια αυτό αλλά τα είπε μόνον αυτός και όχι ο Κύριος. Η φωτογραφία που παραθέτουμε είναι από το «Πανομοιότυπον» και είναι το σημείο που μας αφορά. «Ήσαν δε Έλληνες τίνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες κύριε θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται ο Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι των Ιησου˙ ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου». Ήξερε ο Κύριος ποιοι ήταν οι Έλληνες, τι διάθεση είχανε όταν πήγανε εκεί να τον βρούνε και τι θα έκαναν για Αυτόν. Ήξερε ότι τον αναζήτησαν αγνά αιώνες πριν και τον αναζητούσαν διαρκώς, ήξερε ότι οι Έλληνες θα τον πίστευαν ως λαός πρώτοι και αυτοί θα διέδιδαν παντού τον Λόγο του γινόμενοι η αιτία να σωθούν εκατομμύρια ψυχές. Για τον Κύριο δεν ήταν καθόλου περίεργο πως οι Έλληνες έμαθαν για την Έλευση του στην γη και πως έφθασαν μέχρι εκεί αναζητώντας των. Δεν του εφάνη περίεργον διότι ο Κύριος ήξερε όλα όσα ήξεραν οι Έλληνες γι’ Αυτόν και όλα όσα είχανε πει γι’ Αυτόν οι Έλληνες. Και όπως είδαμε είπανε πολλά και σαφή, σαφέστερα από όλους.
Εικ.118
«ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΟΝ»
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Οι φωτογραφίες 119,120,121, τραβήχτηκαν στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής Βλατάδων. Οι εικόνες που φωτογραφήσαμε βρίσκονται αναρτημένες στους διαδρόμους του Ιδρύματος. Λέμε εικόνες διότι σε αυτές εκτός από τους αρχαίους προγόνους μας απεικονίζονται ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός και Άγιοι της Εκκλησίας μας. Στην εικόνα 119 βλέπουμε να εικονίζονται ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης ως εξημερωτές πάσας ηπείρου και ως οι εις παν γένος ενσπείραντες την Ελλάδα, με τους προ της Χάριτος φιλοσόφους και με τους φιλοσόφους της Χάριτος που είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Στην εικόνα 120 εικονίζεται ο Κύριος να ευλογεί και ο Πλάτων, και στην εικόνα 121 ο Κύριος να ευλογεί και ο Αριστοτέλης. Ευχαριστούμε τους ανθρώπους του Ιδρύματος που μας επέτρεψαν να φωτογραφήσουμε τις εικόνες αυτές, και για τα όσα έκαναν για να μας βοηθήσουν. Ευχαριστούμε επίσης τους ανθρώπους της βιβλιοθήκης της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου για την βοήθεια που μας προσέφεραν κατά την διάρκεια της έρευνας μας. Ευχαριστούμε τέλος τους καθηγητές και ιερείς που μας βοήθησαν κατά την αποκωδικοποίηση των χειρογράφων και δεν θέλουν να τους αναφέρουμε ονομαστικώς.
Εικ. 119
Βλέποντας τους προ της Χάριτος φιλοσόφους εις την άνωθι εικόνα στον νου μας ήρθε το ακόλουθο κείμενο, «Και οι διαβιώσαντες συμφώνως προς τον Λόγον είναι Χριστιανοί ακόμη και αν εξεωρήθηκαν άθεοι, όπως εις τους Έλληνες μεν ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος και οι όμοιοι με αυτούς» του Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου και Μάρτυρος το οποίο είναι τμήμα της Απολογία Α΄ (46,3) και ευρίσκεται στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ».
Εικ. 120
«Πλάτων μεν γαρ, ως άνωθεν κατεληλυθώς και τα εν ουρανοίς άπαντα ακριβώς εωρακώς, τον ανωτάτω Θεόν εν τη πυρώδει ουσία είναι λέγει». Το πολύ περίεργο αυτό κείμενο είναι τμήμα του «Λόγος Παραινετικός προς Έλληνας» (6,Α,6) του Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου και Μάρτυρος. Η μετάφραση του κειμένου έχει ως εξής: «Διότι ο Πλάτων ως κατερχόμενος άνωθεν και ως έχων μάθει λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τον ουρανόν αλλά και έχοντας δει, λέγει ότι ο ανώτατος Θεός είναι πυρώδης ουσία». Εμείς δεν μπορούμε να βρούμε ούτε μια λογική εξήγηση για το τι ώθησε τον Άγιο εις το να προβεί εις την τολμηρότατη τούτη δήλωση.
Εικ. 121
«Νυν κ’ αγώ οίδα σε Κύριον και Θεόν μου Χριστέ ο το πριν λέγων το τα πάντα κανούν ακίνητον. Συ γαρ ο κτίσας πάσαν σοφίαν Λόγε» Αυτά είναι εγεγραμμένα στον ανοικτό πάπυρο που κρατά ο Αριστοτέλης εις την άνωθι εικόνα